Μαύρη ή κατακόκκινη η επέτειος; Εκατόν είκοσι ένα χρόνια έχουν περάσει από την 25η Αυγούστου στα 1898, μια μέρα που άλλαξε η ροή της ιστορία της πόλης του Ηρακλείου, που άλλαξε η ζωή όλων. Είναι η επέτειος της μεγάλης σφαγής των Χριστιανών από τους Οθωμανούς, της απίστευτης κτηνωδίας τους, και η αρχή μεγάλων εξελίξεων που επηρέασαν την πόλη, το νησί, την Ελλάδα ολόκληρη!
Τα γεγονότα μάς είναι γνωστά. Κάθε χρόνο θυμόμαστε, ανατριχιάζουμε και σωπαίνουμε στα αποτρόπαια εγκλήματα που΄ναι ανθρώπων έργα.
Ωστόσο, μια τέτοια μέρα δεν την αφήνεις να περάσει χωρίς θύμηση. Κι έτσι ανοίγεις πάλι τα σεντούκια της ιστορίας, τα δικά σου πολύτιμα βιβλία κι ανακαλύπτεις μικρές πτυχές που συγκλονίζουν. Σαν μικρό μνημόσυνο σε εκείνους που χάθηκαν άδικα.
Κι ύστερα παίρνεις το ποδήλατο και κατηφορίζεις τον πολύπαθο δρόμο για μίαν ακόμα φορά!
Τα γραφτά του Λευτέρη Αλεξίου σκάλιζα χθες βράδυ. Να θυμηθώ, να νιώσω, να πάει ο νους πίσω σε εκείνα τα χρόνια. Να μυρίσω την καμένη γη, να δω την ματωμένη λεωφόρο της Πλάνης να ‘ναι γεμάτη χαλάσματα και πτώματα, φόβο, φωνές και δάκρυα…
Στο αποτρόπαιο έγκλημα που ‘χε ανιστορήσει ένας τραυματίας, ο Μανώλης Λασηθιώτης, στους συντάκτες της εφημερίδας «Σπριπτ» τον Αύγουστο του1898 και που 50 χρόνια μετά αναδημοσίευσε ο Λευτέρης Αλεξίου στα «Νέα Χρονικά», σταμάτησα. Δεν γνωρίζω πού ακριβώς ήταν η μπυραρία, του Ιταλού Κόρπη, φαντάζομαι μόνο, αλλά ήταν ένα μέρος που πίστευαν οι Χριστιανοί πως οι αλλόθρησκοι δεν θα το πείραζαν.
Κι όμως οι Οθωμανοί δεν σεβάστηκαν την ξένη υπηκοότητα του ιδιοκτήτη του κι μπήκαν μέσα να θερίσουν κεφάλια και να αδειάσουν τα τουφέκια τους. Λέει ο Λασηθιώτης στους συντάκτες της εφημερίδας πως τον πρώην βουλευτή τον Ζαχαρία τον Θειακάκη κι άλλους πρόκριτους είχανε στόχο εκείνη τη στιγμή οι Οθωμανοί. Σε εκείνη την μπυραρία λοιπόν, βάλανε φωτιά. Ήθελαν να σκοτώσουν όσους βρίσκονταν μέσα.
Οι φλόγες ήταν τόσο απειλητικές που όλοι αναγκάστηκαν να βγουν έξω. Ο Λασηθιώτης είπε πως δεν πρόλαβε να κάνει ούτε δέκα βήματα ο Θειακάκης και κτυπήθηκε από σφαίρα στο στήθος. Τον πιστό του σύντροφο τον Κωστή τον Ζαχαριάδη τον σφάξανε έξω από το καφενείο του αδελφού του και τον Δημήτρη Καράλη, τον Μυτιληνιό φίλο τους επίσης διαμέλισαν λίγα μέτρα πιο κάτω.
Ίσως οι πληροφορίες του τραυματία Λασηθιώτη να μην ήταν όλες αληθινές, γιατί υπήρχαν και άλλοι μάρτυρες των ίδιων συμβάντων που αναφέρθηκαν στα παραπάνω θύματα. Άλλες πληροφορίες λοιπόν, από μαρτυρίες στον Αλεξίου που ήταν συγγενής του Κωστή Ζαχαριάδη, λένε πώς εκείνον τον σκότωσαν στο λιμάνι κοντά στο Μπεντενάκι. Τρέχανε οι Καστρινοί να φτάσουν στα εγγλέζικα παραπήγματα.
Είχε πολλά σπίτια τούρκικα η περιοχή, και μέσα τους βρίσκονταν κρυμμένοι κι αμπαρωμένοι οι ιδιοκτήτες τους. Σαν είδανε τους Καστρινούς να τρέχουν σαν αλλοπαρμένοι, τούς ρίξανε στο ψαχνό. Εκεί τον σκότωσαν τον Ζαχαριάδη, λέει ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας, ο Ανάστασης Μπιζάκης. Μισό από το σώμα του βρέθηκε σε εκείνη την περιοχή και το άλλο μισό σε άλλον τόπο. Ο Μπιζάκης φορούσε ένα μακρυμάνικο σακάκι που γέμισε με τρύπες από τις τούρκικες σφαίρες. Γλύτωσε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει σε έναν αυλόγυρο που ήτανε από μέσα το σπίτι του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού και να κρυφτεί για σαρανατοκτώ ώρες στον αχυρώνα του.
Στο σπίτι του Αμάπιλε Ιττάρ που βρισκότανε δυτικά του λιμανιού και εκεί ζούσε η οικογένεια του Γιώργη Στεργιάδη που είχε το παρατσούκλι «Σαλλονικιός», ήταν ο επόμενος στόχος του λυσσασμένου όχλου των Οθωμανών που είχαν το χαρακτηριστικό όνομα Βασιβουζούκοι. Γράφει στην εφημερίδα «Νέα Χρονικά» ο Λευτέρης Αλεξίου πως τούτη η φαμίλια είχε λίγες μέρες μόνο μετοικήσει στο Μεγάλο Κάστρο.
Ο Γιώργης Στεργιάδης, η γυναίκα του και τα δυο του παλληκάρια που είχαν μόλις πάρει τα πτυχία τους από σπουδές στο Παρίσι. Βρέθηκαν την φοβερή αυτή περίοδο στο νησί και δυστυχώς δεν γλύτωσαν. Στο σπίτι τους την ώρα που πλάκωσαν οι Βασιβουζούκοι ήταν η μάνα με τους δυο γιους και την υπηρέτριά τους. Ο πατέρας τους ο Γιώργης είχε βρει καταφύγιο στη φράγκικη εκκλησία από τον πατέρα Αντωνίνο κι έτσι γλύτωσε.
Τα παλικάρια είχαν γιομίσει τα τουφέκια τους κι είχαν ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού να παρατηρούν με τα ίδια τους τα μάτια το κακό που πλησίαζε. Αρχίσανε οι Τούρκοι με δύναμη και φωνές να κτυπούν την πόρτα της εισόδου κι οι δυο γιοι της Στεργιάδαινας τους πυροβόλησαν. Εξαγριώθηκαν ακόμη πιο πολύ οι Τούρκοι, αλλά δεν ήξεραν ποιοι κι από πού τους είχαν ρίξει τις σφαίρες.
Σαν κατάφεραν να σπάσουν την πόρτα και να ορμήσουν μέσα στο σπίτι, βρήκαν τη γριά να προσεύχεται γονατιστή μπροστά στα εικονίσματα και βίαια την απείλησαν να τους πει αν ο άνδρας της ήτανε κρυμμένος κάπου εκεί. Απάντησε αρνητικά με ένα νεύμα του κεφαλιού της και σαν τη ρωτήσαν για τους γιους της έγνεψε με εκείνο το σινιάλο που δηλώνει κατάφαση κι από τότε θεωρώντας πως εκείνη τους πρόδωσε δεν ησύχασε ποτέ πια ίσαμε που κλείσανε τα μάτια της.
Αν σάλεψε και το μυαλό, κανείς δεν ξέρει. Τα παλικάρια τα ξεκάμανε κι η μάνα θεώρησε τον εαυτό της υπαίτιο. Το σπίτι δεν κάηκε ευτυχώς ούτε η μικρή τους υπηρέτρια χάθηκε. Οι δυο γεροί επιβιβάστηκαν λίγο αργότερα στο θωρηκτό Καμπερντάουμ, όπου τους δόθηκαν κουβέρτες και τρόφιμα. Κανείς δεν έγραψε ποτέ για τούτες τις μορφές των εκατοντάδων ανθρώπων που γλύτωσαν.
Για τα πρόσωπα που σίγουρα ήταν κατάμαυρα από τους καπνούς. Για τα σκισμένα και καψαλισμένα ρούχα τους, για το βλέμμα που ΄χε στραφεί μόνο στην πόλη τους, που καιγόταν ανελέητα κι ασταμάτητα. Για τις ψυχές που είχαν γίνει κομμάτια, για τα δάκρυα που δεν στέρευαν ούτε για μια στιγμή. Δύσκολα αποτυπώνονται σε ρεπορτάζ της εποχής ο πόνος και το συναίσθημα.
Δυο μέρες μετά την Τρίτη της 25ης Αυγούστου του 1898, και αφού έφτασε στο λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου ένα αυστριακό πλοίο, όλοι μεταφέρθηκαν εκεί και το ταξίδι προς τον Πειραιά με όσους κατάφεραν να ζήσουν ξεκίνησε. Μέσα στο πλοίο κι ο Στυλιανός Αλεξίου που ή οικογένειά του δεν ήξερε πως ήταν ζωντανός και τόσοι άλλοι που τους περίμεναν ακούραστα στον Πειραιά απλοί άνθρωποι και λαός αμέτρητος που είχε στο μεταξύ μάθει πως το Μεγαλόκαστρο καιγόταν και μάτωνε όσο ποτέ πριν….
Αυτό κρατάω για την ημέρα μαζί με άλλες θύμησες. Ο ήλιος ανέβαινε ολοένα και ψηλότερα. Είχα μαζί μου το ποδήλατο, αλλά απλά το τραβούσα στην ανηφόρα της λεωφόρου της Πλάνης, της 25ης Αυγούστου, του πιο αγαπημένου δρόμου της πόλης μας.
Βαριά και πάλι η ψυχή, σκυφτό το κεφάλι, πολλοί οι αναστεναγμοί, αμέτρητες οι σκέψεις. Κοντοστάθηκα μπροστά στο σταυροδρόμι, εκεί που είναι το υπέροχο κτήριο των Μινωικών Γραμμών. Εκεί που κόβει την οδό της 25ης Αυγούστου η Επιμενίδου και προσπάθησα να φτάσει το βλέμμα μου ίσαμε το Palazzo Ittar κι ύστερα σηκώθηκε στο μέγαρο Κοθρή. Χαμογέλασα με πίκρα και κοίταξα πάλι στη θάλασσα.
Κύμα είχε σηκωθεί στο μεταξύ αλλά το χρώμα της ήτανε γαλάζιο. Κι ο ουρανός γαλάζιος ήτανε και τίποτα δεν θύμιζε εκείνη την αποφράδα μέρα. Κανείς δεν είχε καταλάβει την αναταραχή της δικής μου ψυχής. Πουθενά δεν υπήρχε κόκκινο χρώμα από αίμα, πορτοκαλί ή κίτρινο από φωτιές ούτε μαύρο από τα αποκαΐδια. Όλα γνώριμα, σημερινά, ήσυχα…
Συνέχισα να προπατώ, ανάμεσα από εκατοντάδες τουρίστες που είχαν γεμίσει τον δρόμο. Ίσαμε την πλατεία του Αγίου Τίτου έφτασα, που ‘ταν στολισμένη για τη μεγάλη γιορτή της πόλης. Του Αποστόλου Τίτου σήμερα, που είναι κι αυτός σαν πολιούχος μας. Ήθελα να ανάψω εκείνο το κερί στη μνήμη ανθρώπων που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά νιώθω πως ζουν μέσα μου κι οι ιστορίες τους δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν. Το αίμα τους πότισε τούτο τον δρόμο για να μπορώ σήμερα εγώ, εσείς, να περπατάμε ελεύθερα…
Χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν σήμερα…
Αιωνία η μνήμη όλων εκείνων που υπέφεραν άδικα!
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα «Νέα Χρονικά», 29/3/1948 – 28/11/1948
Εφημερίδα «Σκριπτ», Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898
https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/