Κάθε χρόνο γράφω κάτι για την Σφαγή… Κάθε χρόνο ψάχνω στις παλιές φυλλάδες να βρω καινούργια στοιχεία… Κάθε χρόνο εκείνη την αποφράδα μέρα προσέχω πιο πολύ που πατώ στην οδό της Πλάνης… 

Κάθε χρόνο μετά τις 20 Αυγούστου κατεβαίνω πρωί και βράδυ  να συναντήσω τον «Άρχοντα» των δικών μου παραμυθιών, τον Κούλε, το Φρούριο της θάλασσας και πιάνουμε τις συνηθισμένες κουβέντες μπας και μου πει δυο λέξεις για τα πόσα έχουν δει τα δικά του μάτια… 

Φέτος σαν κατηφορίζω με το ποδήλατο μου για φτάσω ίσαμε την Πύλη του Μόλου πάω από άλλο δρόμο! Έχει κόσμο, όλες τις ώρες και μέρες και αυτή η βουή, η ανακατωσούρα, η πολυχρωμία κι ο νέος κουρνιαχτός με αποσυντονίζουν. Άλλωστε όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν που πατούν, δεν ξέρουν τίποτα για τούτο τον δρόμο. Θαυμάζουν μόνο τα κτίρια, το χρώμα της θάλασσας που αλλάζει χίλιες αποχρώσεις με τα μελτέμια τ’ Αυγουστιάτικα και περπατούν να φτάσουν στο κέντρο της πόλης! 

25η Αυγούστου 1898… 25 Αυγούστου 2021! 

Στο γνωστό παγκάκι στην αρχή του δρόμου κάθησα και κοιτούσα ή καλυτέρα παρατηρούσα εκτός από τα χρώματα της αυγής, τον τόπο, τα σημάδια και δεν σας κρύβω πως ένιωσα απέραντη θλίψη. Πρώτα απ’ όλα  για τα ασύλληπτα γεγονότα της πιο μαύρης Ιστορίας της πόλης αλλά και με την κατάντια  στα ερείπια των Νεωρίων, την εικόνα και την απαράδεκτη χωματερή που έχει δημιουργηθεί μπροστά στα μάτια όλων μας.  

Στα αριστερά μου έριξα το βλέμμα, στην ξύλινη εξέδρα που’ χανε στήσει οι Τούρκοι με πασσάλους κοντά στο μόλο, έξω από την Πύλη  για να κάθεται ο κόσμος στις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού να πίνει τον καφέ να καπνίζει τον ναργιλέ του και να θωρεί τη γαληνεμένη θάλασσα. Τον είδα κι εγώ τον Αλεξίου που καθότανε μαζί με κάμποσους άλλους νεοδιορισμένους υπαλλήλους του Φορολογικού Γραφείου και περίμενε…

Λίγο πιο κάτω ο Μπιλλιότης, ο Γενικός Πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στα Χανιά που είχε έρθει να παρευρεθεί στη δύσκολη και παράξενη ώρα. Αλφρέδος το μικρό του όνομα που «…ήτανε μαυριδερός σα μιγάδας, με χείλια χοντρά που βγαίναν έξω, με μάτια και μαλλιά πίσσα, με δόντια μαργαριτάρι και με βλογιοκομμένο πρόσωπο. Ήταν από κείνα τα επικίνδυνα μπουλντόγκ της αυτοκρατορίας κι είχε παίξει αρκετά σημαντικό ρόλο στις ανωμαλίες του νησιού από το 1895…»

Κανένας από τους Τούρκους που κάθονταν γύρω και φύλαγαν την πόρτα του Γραφείου,  δεν αποκρινότανε στις ερωτήσεις του για τα κλειδιά. Κι οι ώρες περνούσαν. Ο Αλέξιου ήταν εκεί, τον  έβλεπα και  τον θαύμαζα για την ψυχραιμία και υπομονή του.  Μέχρι το μεσημέρι που εμφανίστηκαν στην εξέδρα ο Συνταγματάρχης Read και ο υπασπιστής του λοχαγός Folding.

Οι τρεις του πήραν ν’  ανεβαίνουν το Βεζίρ Τσαρσί  για να πάνε στου Πασά την Πόρτα να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπορούν να μπουν στο κτίριο. Τα γεγονότα γνωστά, ο Πασάς «ένιψε τας χείρας του» και οι τρεις άνδρες αποφάσισαν πως αργά το μεσημέρι θα σπάζανε την πόρτα του Φορολογικού Γραφείου. Ένας Τούρκος που γνώριζε όλη την φαμίλια του Αλεξίου τον πλησίασε ύστερα από κάμποση ώρα,  εκεί που κάθονταν κι έτρωγε. Του ‘πε με λόγια σπαρακτικά να: 

«Μην πάς τ’ άπογεμα κάτω, Στελιανάκη. Οι Τούρκοι δε θα τ΄ αφήσουνε το Κουμέρκι στους Ρωμιούς για όλο τον κόσμο! Κατέχω κι είσαι του Θεού άθρωπος κι είναι κρίμα να χαθής. Και τα ‘χουν όλοι μαθές μαζί σου…Μαγάρι να μην μετανιώσεις».  

Τον άκουσε ο Στυλιανός Αλεξίου αλλά δεν τον πολυπίστεψε, άλλωστε οι αποφάσεις είχαν παρθεί. 

Στις δυο και μισή το μεσημέρι ξεκίνησε το κακό… 

Την ίδια στιγμή που οι Χριστιανοί υπάλληλοι (Γιώργος Βολονάκης και Πέτρος Μαριδάκης) κι Άγγλοι πολλοί προσπαθούσαν να διαρρήξουν τα λουκέτα της πόρτας του τελωνίου ακούστηκε βουή μεγάλη. Όχλος πολύς κατέβαινε το Βεζίρ Τσαρσί και οι πρώτοι πυροβολισμοί αρχίσανε να πέφτουν. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν οι Άγγλοι να  κλείσουν την νοτική πόρτα της Πύλης  από τη μεριά του Λιμανιού. Όμως για λίγα δευτερόλεπτα πριν ένας Τούρκος πρόφτασε να μαχαιρώσει από μέσα ένα Άγγλο στρατιώτη. Οι Άγγλοι πυροβόλησαν ευθύς και ο Τούρκος φονιάς έπεσε νεκρός. Τώρα πια το μακελειό είχε πάρει και σηκώσει τα πάντα. Ο όχλος των Τούρκων στράφηκε στα σπίτια, τα μαγαζιά, τους ανθρώπους. Ό,τι έβρισκαν μπροστά τους ήθελαν να το αφανίσουν. 

Μαζί με τον Συνταγματάρχη Read, χλόμιασα κι εγώ. Εκείνος έβαλε το χέρι του στο πιστόλι του, εγώ έτρεξα να φύγω όσο μπορούσα πιο μακριά. Άκουσα κλάματα κι οδυρμό. Καπνοί κατάμαυροι σκέπαζαν τον ουρανό και φωνές σπαρακτικές για ονόματα ανθρώπων που δύσκολα μπορούσα να καταλάβω. Στο μαύρο και το κόκκινο της φωτιάς πότε πότε ξεχώριζαν πόδια που τρέχανε σαν δαιμονισμένα. Σωρός από πέτρες και αίμα σ’ όλο το μήκος του τείχους. Συνέχισα να τρέχω… 

Είδα ανθρώπους να πέφτουνε στη θάλασσα από τα παραθυράκια των σπιτιών του τείχους. Είδα τον Γιώργη Αλεξίου να πέφτει κι να σπάζει και τα δυο του πόδια. Με μια βουρλιά κατέβηκε πρώτα όλη η οικογένεια του Γιώργου του Χατζάκη του φαροφύλακα του Κούλε. Κι ύστερα εκείνη έσπασε και ο Γιώργης γκρεμοτσακίστηκε… Τον είδε κι ο Στυλιανός σαν προσπαθούσε με όσους μπορούσε να τρέξουνε προς τον δυτικό λιμενοβραχίονα στον Κούλε μήπως και κατάφερναν να φτάσουν ίσαμε το Turquοise. Οι Τούρκοι πυροβολούσαν από τα παράθυρα του Λάκκου στο Λαβύρινθο  και όλο και κάποιους πετυχαίναν κι άλλοι  βάζανε φωτιά στα σπίτια τα χριστιανικά ή τα μαγαζιά  αδειάζοντας ντενέκες με πετρέλαιο που λαμπάδιαζε στη στιγμή… 

Στην δύσκολη απόπειρα και διαφυγή του Αλέξιου κι όσων τον ακολουθήσαν τα μάτια βλέπανε τον θάνατο στα αγαπημένα πρόσωπα. Αναγνώρισε τον λαϊκό μουσικό τον Αντώνιο Βέϊκο αποθαμένο, γεμάτο αίματα. Είδε τον αδελφό του σακάτη στα πλακάκια του μόλου και πίστεψε πως είχε πεθάνει. Έγνεψε στην Μαριόρα την ξαδέλφη του να τον ακολουθήσει. Εκείνη αρνήθηκε στην αρχή…. 

Μαζί τους έτρεξα κι εγώ στο μικρό νερουλάδικο πλεούμενο το Turquοise που ΄χε τοιχία από σίδερο και δύσκολα περνούσαν οι σφαίρες. Με φόβο, δυσκολία  και μικροτραυματισμούς κατάφεραν κι εκείνοι και μπήκαν κι ήρθαν και άλλοι πολλοί αργότερα. Σαν νοσοκομείο έμοιαζε το καράβι… Το ίδιο βράδυ φέρανε στο αμπάρι και τον Γιώργη τον αδελφό του Στυλιανού πάνω σε ένα φορείο κι όλη του την φαμίλια…  

Νύχτα που γίνε μέρα από τις φωτιές. Τα μάτια μου τσούζανε από τον καπνό, τον πόνο και το φόβο. Καιγόταν η πόλη, οι άνθρωποι, τα ζωντανά. Φωνές και κλάματα μόνο!  

Πολλά γινήκανε, πολλά δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Κάποια ονόματα είναι γνωστά, όλες οι ιστορίες σπαράζουν την ψυχή και θολώνουν το μυαλό μας.  

Θυμήθηκα δεκάδες από δαύτες… Τον τραυματία Μανώλη Λασηθιώτη που τα΄πε όλα στους συντάκτες της εφημερίδας «Σπριπτ» τον Αύγουστο του 1898 και που 50 χρόνια μετά αναδημοσίευσε ο Λευτέρης Αλεξίου στα «Νέα Χρονικά», τον Λαμή Βετιχάκη που ‘σφαξε τον Λυσίμαχο Καλοκαιρινό, την μοναχοκόρη του τη Σκεύω με το μωρό της που έγινε θρύλος, τον παπουτσή τον Βράκαπου τον εκαψαν ζωντανό μαζί με τη φαμίλια και τα τσιράκια του, την Ονωρίνη Συνολάκη την γυναίκα που της έσφαξαν μπροστά στα μάτια της τα παιδιά της,  τον νεαρό Αγρότη Βαλελαδάκη, την Φούνταινα.

Τον Ζαχαρία τον Θειακάκη μαζί με τον πιστό του σύντροφο τον Κωστή τον Ζαχαριάδη τον σφάξανε έξω από το καφενείο του αδελφού του και τον Δημήτρη Καράλη, τον Μυτιληνιό φίλο τους επίσης διαμέλισαν  λίγα μέτρα πιο κάτω. Τον Αναστάσιο  Μπιζάκη  που  γλύτωσε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει σε έναν αυλόγυρο που ήτανε από μέσα το  σπίτι του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού και να κρυφτεί για σαράντα οκτώ ώρες στον αχυρώνα του. Τον «Σαλλονικιό» ή κατά κόσμον  Γιώργη Στεργιάδη που ζούσε στο σπίτι του Αμάπιλε Ιττάρ που ‘χασε τους δυο του γιους… 

Την Φράγκικη Εκκλησιά του αγίου Ιωάννη γύρεψα, που γίνε άσυλο για τους Χριστιανούς. Βιβλική μορφή ο Πάτερ Αντωνίνος που του πρέπει να τον μνημονεύουν οι Καστρινοί για πάντα. Πόσο κόσμο έσωσε…. 

Άλλη φορά θα σας πω την ιστορία της Σταματάκαινας, της μάνας με τα τέσσερα παιδιά που γίναν όλοι κόσκινο από τις σφαίρες… 

Για τον Μιχάλη τον Σταυρούλακη που βρέθηκε με όπλο δυνατό κι έβαλε μόνος του αντίσταση στην Τουρκιά και κατάφερε να σώσει λίγο το γόητρο των ποδοπατημένων γυναικόπαιδων κι αμάχων της πόλης, ποιος είπε ποτέ μια λέξη; … Πολεμήσαν κι ο Γιώργης ο Καπνιστός ο λεγόμενος Παπάς κι ο Αντρέας Καλοκαιρινός ο γιος του Μίνωα κι ας χαθηκε λίγο αργότερα.  

Τρεις μέρες καίγονταν ο δρόμος κι η αγορά του Βεζίρ Τσαρσί. Τα προξενεία Αγγλίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Γερμανίας πυρπολήθηκαν. Όλα αυτά γίνανε από αγροίκους Τούρκους, του γνωστούς Βασιβουζούκους. Ο Τούρκικος στρατός δεν επενέβη στη σφαγή, μόνο στη λεηλασία… 

Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά, δεν το κατάλαβα με τόσες εικόνες και σκέψεις. Η θάλασσα δεν ήταν ήσυχη σήμερα. Ανταριασμένη και σκουρόχρωμη φαινόταν έξω στα ανοιχτά προς τον κόλπο του Δερματά… Κοίταξα για μια ακόμα φορά ολόγυρα. Οι συνηθισμένες εικόνες και μυρωδιές των πρωινών στο λιμάνι επανήλθαν. Σήκωσα την μηχανή μου κι ένα κλικ στον πολύπαθο δρόμο, το Βεζίρ Τσαρσί, την επονομαζόμενη 25η Αυγούστου αιχμαλώτισα με τα τωρινά κτίρια… 

Κι ύστερα πήρα το ποδήλατό μου και κατευθύνθηκα στο Μπεντενάκι, προς τα σπίτια του Καλοκαιρινού…  

Κανένα σημάδι… πουθενά! Καμιά γραφή! 

ΠΗΓΕΣ: 

Εφημερίδα  «Νέα Χρονικά», 29/3/1948 – 28/11/1948 

Εφημερίδα «Σκριπτ», Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898 

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις, 2021 (υπό έκδοση) 

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/