Μια σημαντική επέτειος, η εισαγωγή πριν 100 χρόνια του νέου Ημερολογίου στη χώρας μας, μας δίνει την αφορμή να πούμε λίγα λόγια για το ημερολόγιο. Το Ημερολόγιο  που έχουμε σήμερα στη χώρα μας, το οποίο συνήθως, καταχρηστικά λέμε Νέο (ή Γρηγοριανό) ημερολόγιο (ν.η.), είναι ουσιαστικά μια  ρύθμιση-βελτίωση του Ιουλιανού-παλαιού ημερολογίου (π.η.) και όχι ένα εντελώς νέο ημερολόγιο…

Το Ιουλιανό ημερολόγιο είχε εισαχθεί το 46 π. Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα, με πρόταση του Έλληνα Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη. Πριν το Ιουλιανό, υπήρχε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το ημερολόγιο του  Νουμά Πομπίλιο, από το 600 π.Χ., το οποίο είχε προβλήματα. Κατόπιν προτάσεως του καθηγητή αστρονομίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών Δημητρίου Αιγινήτη, εφαρμόστηκε και στη χώρα μας το Νέο-Γρηγοριανό Ημερολόγιο:

Ήταν η Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 1923 του π.η. που ονομάστηκε Πέμπτη 1 Μαρτίου 1923 του ν.η. στην Χώρα μας.

Οι λαϊκές αντιδράσεις ήταν πολλές, κυρίως στους εκκλησιαστικούς κύκλους, αλλά τελικά έγινε γενικά αποδεκτό. Έτσι, όσο και αν ψάξει κάποιος στα… ληξιαρχεία της χώρας μας δεν θα βρει Έλληνα που να έχει γεννηθεί από 16/2/1923 μέχρι 28/2/1923.

Αυτές οι 13 ημέρες, αποτελούσαν την καθυστέρηση του π.η. το 1923, και αφαιρέθηκαν από το π.η. για να έλθει η Εαρινή Ισημερία στις 21 Μαρτίου, όπως παραδοσιακά γινόταν, από 325 μ.Χ..

Η διαφορά αυτή των 13 ημερών,  θα εξακολουθήσει να υπάρχει σ’ όλο τον αιώνα μας και μόνο από τις 14 Μαρτίου ν.η. του 2100 θα γίνει 14 ημέρες. Γενικά η διαφορά αυτή παραμένει σταθερή ή αυξάνει κατά 1 ανά αιώνα (αυξάνεται κατά 3 ημέρες σε κάθε 400 χρόνια).

Η πρώτη εφαρμογή του ν.η. έγινε το 1582 μ.Χ. από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, οποίος δέχθηκε τις προτάσεις των αστρονόμων Χριστόφορου Κλάβιου και του L. Lilio και μετονόμασε την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 1582 σε Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 1582. Δηλαδή πρόσθεσε –εικονικά-10 ημέρες στο ημερολόγιο, γιατί τόση ήταν τότε η καθυστέρηση του π.η..

Η διαφορά αυτή συγκεντρώθηκε με την πάροδο των ετών, γιατί ο Σωσιγένης είχε υπολογίσει το Ιουλιανό έτος, μεγαλύτερο κατά 674 δευτερόλεπτα (11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα) του τροπικού έτους, με συνέπεια κάθε 128 έτη η διαφορά να ανέρχεται σε 1 ημέρα περίπου, με αποτέλεσμα οι μετρούμενες ημέρες να καθυστερούν ως προς τις εποχές, το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι συνέβαινε με το ημερολόγιο του Νουμά.

Επίσης η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση όρισε όπως κάθε 400 χρόνια, να θεωρούνται δίσεκτα, όχι  τα 100 (400:4) αλλά μόνο 97=100-3. Αφαιρούσε δηλαδή 3 ημέρες, επειδή στα 400 χρόνια η διαφορά ανερχόταν σε 3 περίπου ημέρες, οπότε καθιερώθηκε ο κανόνας των δίσεκτων ετών με το Γρηγοριανό ή Νέο ημερολόγιο (ν.η.):

Δίσεκτα είναι τα έτη που διαιρούνται με το 4, αλλά από τα επαιώνια έτη (δηλαδή όσα είναι πολλαπλάσια του 100, π.χ.1800, 1900) μόνο όσα  διαιρούνται και με το 400 (ή ο αριθμός των αιώνων του διαιρείται με το 4). Και με το ν.η. το έτος είναι μεγαλύτερο του τροπικού κατά 26 δευτερόλεπτα, δηλαδή υπάρχει μια καθυστέρηση αλλά μόνο 1 ημέρα κάθε 3323 χρόνια, γι’ αυτό προτείνεται το έτος… 4000 μ.Χ. να μην θεωρηθεί δίσεκτο.

To ν.η. δέχθηκαν στην  αρχή μόνο οι χώρες, Ιταλία, Πολωνία, Ισπανία, Πορτογαλία και βαθμιαία  οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και πολλές άλλες χώρες παγκοσμίως. Η Αγγλία για παράδειγμα,  όπως και άλλες χώρες της Βρετανικής αυτοκρατορίας το εφάρμοσαν το 1752 (η 3 Σεπτεμβρίου έγινε 14 Σεπτεμβρίου, η διαφορά ήταν τότε 11 ημέρες). Από τις ευρωπαϊκές, τελευταία ήταν η χώρα μας όπως αναφέραμε το 1923.

Πολύ περισσότερο δεν το δέχθηκαν και το πολέμησαν μάλιστα, οι ορθόδοξες εκκλησίες οι οποίες το απέρριψαν, κυρίως λόγω του “παπικού κινδύνου”. Η Ρωσική και η Σερβική (επίσημη) ορθόδοξη εκκλησία, όπως και το ορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, διατηρούν και σήμερα το παλαιό ημερολόγιο και  έτσι έχουν π.χ. Χριστούγεννα, όταν εμείς έχομε 7 Ιανουαρίου. Εν τω μεταξύ τον Μάϊο  του ίδιου χρόνου, 1923, συνήλθε στην Κώνσταντινούπολη το Δ’ Πανορθόδοξο Συνέδριο το οποίο ομόφωνα αποφάσισε ότι η διαφορά των δυο ημερολογίων πρέπει να πάψει να υπάρχει ως “μη προσκούουσαν εις ουδέν κανονικόν ή δογματικό κώλυμα”.

Καθόρισε μάλιστα και ως ημέρα εφαρμογής την 1-10-1923 η οποία θα γινόταν 14-10-1923 και πρότεινε ημερολογιακό κύκλο 900 ετών, πολύ ακριβέστερο του Γρηγοριανού  (σύμφωνα με την διόρθωση αυτή, δίσεκτα επαιώνια χρόνια είναι αυτά που ο αριθμός των αιώνων τους διαιρούμενος με το 9 αφήνει υπόλοιπο 2 ή 6, άρα υπάρχουν 218 δίσεκτα έτη εντός 900 ετών (τα κοινά έτη όπως στο π.η.)

Έτσι, εντός 3600 ετών (900×4=400×9) περιέχονται  218×4=872 δίσεκτα έτη, ενώ το ν.η. έχει 97×9=873, οπότε το σφάλμα  (καθυστέρηση ) – σε σχέση με το τροπικό έτος – είναι 0,084 ημέρες ενώ στο ν.η. είναι κατά 1 μέρα μεγαλύτερο).

Ακόμη δέχθηκε η εαρινή πανσέληνος (από την οποία εξαρτάται η ημερομηνία του Πάσχα) να προσδιορίζεται σύμφωνα με  τους σύγχρονους αστρονομικούς υπολογισμούς. Τις ωραίες αυτές αποφάσεις  του συνεδρίου δεν δέχθηκαν οι εκκλησίες της Ανατολής, που δεν είχαν στείλει αντιπροσώπους, αλλά και οι πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων για διαφόρους λόγους.

Η εκκλησία της Ελλάδας δεν δέχθηκε αμέσως το ν.η. Αυτό είχε  ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλά προβλήματα, από την στιγμή μάλιστα που είχε εφαρμοστεί στο Ελληνικό κράτος. Έτσι π.χ. δημιουργήθηκε το πρόβλημα του χωρισμού του εορτασμού της 25ης Μαρτίου από την εορτή του Ευαγγελισμού. Η πολιτεία εόρταζε την εθνική εορτή στις 25 Μαρτίου (ν.η.) ενώ η εκκλησία την εορτή του Ευαγγελισμού στις 7 Απριλίου ν.η. αφού τότε είχε 25 Μαρτίου π.η.

Έτσι η εκκλησία της Ελλάδας αναγκάστηκε τελικά, με την σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να  αποδεχθεί το νέο ημερολόγιο στις 10 Μαρτίου 1924 π.η. (Κυριακή), που έγινε 23 Μαρτίου 1924 με το ν.η., αλλά χωρίς μετακίνηση του Πασχάλιου και των κινητών εορτών του, που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το παλαιό ημερολόγιο. Ιδιαίτερα αυτό είναι φανερό στον εορτασμό του ορθόδοξου Πάσχα, το οποίο δεν συμπίπτει πάντα με το Πάσχα των καθολικών, αλλά συμπίπτει με το Πάσχα των παλαιοημερολογιτών. Ας σημειώσουμε ότι η πρώτη ιδέα για αντικατάσταση του Ιουλιανού ημερολογίου είναι καθαρά Ελληνική.

Ακόμη και η Α΄ Οικουμενική σύνοδος, 325 μ.Χ. είχε γνώση των ατελειών του Ιουλιανού κύκλου και της μετακίνησης της εαρινής ισημερίας,  και γι΄ αυτό ανέθεσε στον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας,  πόλη στην οποία άκμαζε η αστρονομία τα χρόνια εκείνα, να φροντίζει τον καθορισμό του Πάσχα (το οποίο εξαρτάται από την εαρινή ισημερία). Αργότερα ο Νικηφόρος Γρηγοράς, σπουδαίος Έλληνας επιστήμονας (1324) επεσήμανε το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου και πρότεινε στον Βασιλιά Ανδρόνικο την διόρθωσή του. Ο Ανδρόνικος είχε πεισθεί και παρ’ ολίγον να κάνει την διόρθωση, η οποία δεν έγινε τελικά από τον φόβο να επικρατήσει σύγχυση μεταξύ των αγραμμάτων και να διασπαστεί η εκκλησία.

Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ν. Γρηγοράς: “προσήκατο και ήσθη τη αποδείξει τάχα δ’ άν και εμελέτησεν την διόρθωσιν αυτίκα επενεγκείν αλλ΄ίνα μη τούτο σύγχυσις μάλλον τοις αμαθέσι φανή και μερισμόν τη εκκλησία επαγάγη σεσιγημένον αφήκε το πράγμα και όλως ανεπιχείρητον”…

Έτσι, αν γινόταν δεκτή η διόρθωση του Ν. Γρηγορά δεν θα υπήρχε λόγος για άλλη διόρθωση του παλαιού ημερολογίου, αλλά και πάλι το νέο ημερολόγιο θα ονομαζόταν Γρηγοριανό, όπως εύστοχα επεσήμανε ο Καθηγητής μου στην Αστρονομία αείμνηστος Δ. Κωτσάκης, αλλά τώρα προς τιμή του Έλληνα Ν. Γρηγορά και όχι του Πάπα Γρηγόριου!!

Επίσης κατά τον ΙΕ΄ αιώνα ο Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός (1450) έφτιαξε δικό του ημερολόγιο το οποίον κατά τον Γάλλο Ακαδημαϊκό Alexadre (εκδότη των έργων του) αν εφαρμοζόταν, δεν θα υπήρχε η ανάγκη της Γρηγοριανής μεταρρύθμισης. Επομένως, πρώτοι οι Έλληνες, 250 χρόνια πριν τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, είχαν επισημάνει το σφάλμα του π.η., αλλά για διαφόρους λόγους δεν συνέβη να πραγματοποιηθεί η διόρθωση από αυτούς αλλά από την Δύση…

* Ο Δημήτρης Μπουνάκης είναι καθηγητής Μαθηματικών-συγγραφέας επ. Σ.Σ.Μ.                                                                              

[email protected]