Για να γραφτεί ένα καλό βιβλίο χρειάζεται έρευνα, μελέτη, χρειάζεται προσπάθεια, μεράκι, υπομονή, αγάπη για αυτό που κάνεις και πάνω από όλα γνώσεις.
Ο Παναγιώτης Γεωργουδής είναι γνωστός δημοσιογράφος. Συνεργάζεται με την Εφημερίδα των Συντακτών ενώ παλιότερα αρθρογραφούσε στην Ελευθεροτυπία και στον τοπικό ηρακλειώτικο τύπο. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές Η Κίρκη (2006), Διαλεκτική του λυρισμού (2008), ενώ από τις εκδόσεις Άπαρσις επανακυκλοφορεί για τρίτη φορά η ποιητική του συλλογή Πέραν.
Καρπός εικοσάχρονης προσπάθειας αποτελεί το νέο του βιβλίο Οι Αθλητικοί Αγώνες και η Άμεση Δημοκρατία στα Κουλέντια Μονεμβασίας, Ο Ερωτόκριτος στα Κουλέντια (2023), εκδόσεις Παπαζήση. Μετά τον εισαγωγικό πρόλογο του συγγραφέα το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρεις κύριους άξονες: Το πρώτο μέρος, το λαογραφικό, καταγράφει κυρίως τις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού Κουλέντια Μονεμβασιάς.
Η δεύτερη ενότητα, το ιστορικό μέρος, επικεντρώνεται στην αμεσοδημοκρατία των Μανιατών, στη λειτουργία των γενικών τους συνελεύσεων και στο αυτεξούσιον των γυναικών. Το βιβλίο κλείνει με το Επίμετρο, μια φιλοσοφική πραγματεία, πραγματικά έκπληξη, που θα μπορούσε να αποτελέσει μια ξεχωριστή μελέτη.
Από την αρχή το βιβλίο καθοδηγείται από τις αχαρτογράφητες μνήμες του ίδιου του συγγραφέα. Σαν παιδί είχε ζήσει τον απόηχο της μαγείας του λαϊκού πολιτισμού του χωριού του, που η καταστροφική επέλαση του σύγχρονου τρόπου ζωής και οι επιταγές των αξιών της παγκοσμιοποίησης οδηγήσαν μέσα από τη μαζική μετανάστευση, στη δεκαετία του 1960, παραδόσεις αιώνων στη λήθη της ιστορίας.
Όλες οι μαρτυρίες των συγχωριανών του συγκλίνουν στη μοναδικότητα ενός πολιτισμικού φαινομένου, που δύσκολα συναντάμε όχι μόνο στον Ελλαδικό χώρο αλλά και σε άλλες πολιτιστικές κοινότητες. Στο χωριό της Μονεμβασιάς οι άνθρωποι είχαν μετατρέψει τον σκληρό καθημερινό βίο σε ένα απελευθερωτικό ηθικοπνευματικό παιγνίδι υψηλής σωματικής και πνευματικής ψυχαγωγίας. Τη μικρή κοινωνία ενέπνεαν και καθοδηγούσαν τρία στοιχεία της λαϊκής τους παράδοσης: οι καθημερινοί αθλητικοί αγώνες, το τραγούδι και η αμεσοδημοκρατία.
Για το έθιμο των αθλητικών αγώνων οι κάτοικοι υποστηρίζουν πως κληρονομήθηκε, και επιβίωσε ανά τους αιώνες, από τους αρχαίους χρόνους. Οι αγώνες διεξάγονταν καθημερινά, ακόμα και κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού. Συμμετείχαν όλοι οι άνδρες και σε μια υποκατηγορία οι έφηβοι ηλικίας 12-16 χρόνων. Οι γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος στα αγωνίσματα, παρ’ ότι οι αφηγήσεις μιλούν για πολύ ικανές και δυναμικές γυναίκες, που δεν δίσταζαν να πάρουν τα όπλα και να στηθούν ισότιμα δίπλα στους άνδρες του χωριού. Τα αγωνίσματα περιλάμβαναν πάλη, σφαίρα, βάρη, δρόμους ταχύτητας, άλματα και ακόντιο. Οι αφηγήσεις μιλούν για αθλητές που οι τότε επιδόσεις τους θα μπορούσαν να καταγράψουν παγκόσμια ρεκόρ σήμερα.
Το τραγούδι συνόδευε κάθε δραστηριότητα των Κουλεντιανών και φυσικά τους αθλητικούς αγώνες. Τραγουδούσαν δημοτικά τραγούδια, τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, που πολλοί μάλιστα απήγγειλαν ολόκληρο και αργότερα ρεμπέτικα τραγούδια. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ο συνδυασμός φυσικής καθημερινής άσκησης με τη γνώση και χρήση των δημοτικών τραγουδιών και, κυρίως, του Ερωτόκριτου (που καταδείκνυε τις άρρηκτες ιστορικές και πολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Κρήτης-Λακωνίας), καλλιεργούσαν στους κατοίκους ένα βαθύτερο πολιτισμικό γίγνεσθαι υψηλού πνευματικού επιπέδου.
Παρόμοιοι αγώνες διεξάγονταν και στα χωριά της ευρύτερης περιοχής της Μονεμβασιάς, μάλιστα οι καλύτεροι αθλητές αυτών των χωριών έπαιρναν μέρος στους αγώνες των Κουλεντίων τα Σαββατοκύριακα. Το μιξογενές περιβάλλον των καθημερινών αθλητικών αγώνων, συνοδεία δημοτικών τραγουδιών και του Ερωτόκριτου, εμπλούτιζε η λειτουργία μιας μορφής άμεσης δημοκρατίας.
Σε αντίθεση με το καθαρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον των αγώνων, στις συνελεύσεις της αμεσοδημοκρατίας, που παρέμεναν ενεργές έως τη δεκαετία του 1960, συμμετείχαν ισότιμα και οι γυναίκες του χωριού. Εδώ να αναφέρουμε ότι σημαντικό στοιχείο για την αυτονόμηση των Κουλεντιανών γυναικών αποτελούσε η φιλοσοφική έννοια το «αυτεξούσιον», δηλωτική της γυναικείας αυτονομίας και ανεξαρτησίας.
Η αρχαιοελληνική λέξη ως έννοια χρησιμοποιούνταν καθημερινά από τις Κουλεντιανές γυναίκες˙ στην Κρήτη ηλικιωμένες γυναίκες την χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα και ιχνογραφεί μια πρόωρη φεμινιστική συνείδηση. Στην παλιά αγορά του χωριού, άνδρες και γυναίκες, συζητούσαν και διευθετούσαν κοινωνικά, οικονομικά, παραγωγικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούσαν την κοινότητα. Οι αποφάσεις με την συμμετοχή και των δύο φύλων λαμβάνονταν δια βοής και ήταν σεβαστές από όλους.
Οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι αυτή η μορφή αμεσοδημοκρατίας σε συνδυασμό με τους καθημερινούς αθλητικούς αγώνες ανιχνεύεται από την Αρχαία Ελλάδα και στα Κουλέντια λειτουργούσε ανεξάρτητα από τις προσταγές του κεντρικού πολιτικού συστήματος, Ενετών, Τούρκων και ελληνικού κράτους. Διερευνώντας το ζήτημα της Αμεσοδημοκρατίας ο συγγραφέας αναφέρεται και στα γεγονότα του 1667, τότε που καθώς το Ηράκλειο πολιορκείται από τους Οθωμανούς, οι Μανιάτες συγκαλούν γενικές συνελεύσεις, εκλέγουν αντιπροσώπους, καλούν τον ντόπιο πληθυσμό να συμμετέχει και χτυπούν τον τουρκικό στόλο στον Χάνδακα και αλλού.
Η Μονεμβασιά υπήρξε το ιστορικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, από την Βυζαντινή περίοδο. Οι σχέσεις Λακωνίας και Κρήτης υπήρξαν ανέκαθεν στενότατες τόσο σε οικονομικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Από τις δημόσιες συζητήσεις Λακώνων με Κρητικούς φιλοσόφους την περίοδο της Ενετοκρατίας έως την δημιουργία δικτύων προστασίας και φυγάδευσης Συμμάχων και Κρητικών τα χρόνια της κατοχής. Τα παραπάνω στοιχεία είχαν σφυρηλατήσει ένα ισχυρό συλλογικό πνεύμα, που κράτησε την κοινότητα αδιάσπαστη, ακόμα και σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, όπως στην περίοδο του Εμφυλίου πολέμου και του μετεμφυλιακού κράτους.
Η πίστη των Κουλεντιανών στις οικουμενικές αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, η αλληλεγγύη, η φιλία, ο έρωτας, η αγάπη και η καλλιέργεια ενός υψηλού πατριωτικού φρονήματος χάθηκαν καθώς η επέλαση του καπιταλιστικού συστήματος άλλαξε τις κοινωνικό-οικονομικές ισορροπίες και πολλοί κάτοικοι του χωριού ξενιτεύτηκαν για καλύτερη μοίρα. Στο Επίμετρο, στο τέλος του βιβλίου, επιχειρείται μια φιλοσοφική προσέγγιση του λαϊκού μας πολιτισμού με βάση τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των Κουλεντίων.
Ανατρέχοντας στην Ιλιάδα του Ομήρου, και στις φιλοσοφικές προεκτάσεις της μάχης του Ποταμού Σκάμανδρου με τον ημίθεο Αχιλλέα, τον Ηράκλειτο και τον Δημόκριτο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ο συγγραφέας αντιπαραθέτει την αξιακή ολότητα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που ισχυρά ζωντανά στοιχεία- απομεινάρια καταγράφονται στα Κουλέντια, με τον θεωρητικό φιλόσοφο και υμνητή του Ναζισμού, Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο τελευταίος, διαστρεβλώνοντας συνειδητά τους Έλληνες φιλοσόφους, προβάλλει ένα κακέκτυπό τους στη ναζιστική ιδεολογία, ιδεολογία που επαναφέρουν ξανά και ξανά, στην Ευρώπη και στην Αμερική, ακροδεξιά και νεοναζιστικά μορφώματα.
Πάνω εδώ, στις όψεις του λαϊκού πολιτισμού στην σημερινή εκρηκτική επικαιρότητα έγκειται, εν κατακλείδι, η αξία του συγκεκριμένου βιβλίου ως μια ευκαιρία αναστοχασμού και προβληματισμού. Στο τέλος το πλούσιο φωτογραφικό υλικό μάς προσφέρει ένα οπτικό ταξίδι μιας άλλης εποχής και στα παιδικά χρόνια κάποιων από μας…
*Ο κ. Μανώλης Βραχνάκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στη «Δημιουργική Γραφή», Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας