Ακόμα πιο νωρίς από άλλες φορές ξύπνησα σήμερα το πρωί…
Να προλάβω το πιο βαθύ σκοτάδι λίγο πριν το ξημέρωμα…
Να γυρίσω πίσω το χρόνο τουλάχιστον 125 χρόνια…
Σιγά σιγά με το ποδήλατό μου περνώντας περιμετρικά από την πολύπαθη πλατεία Ελευθερίας, κατεβαίνοντας την σημερινή Λ. Δικαιοσύνης και τερματίζοντας στην Λ. Ανδρέα & Μαρίας Καλοκαιρινού (την Πλαθιά Στράτα) ίσαμε το Καμαράκι, κοντοστάθηκα. Όπως κοίταζα τους μεγάλους πυλώνες στο εργοτάξιο της Πλατείας, που εμείς σήμερα ονομάζουμε φωτιστικά… έπεσα σχεδόν πάνω στον Μανόλη τον Σηφάκη ή Κομπή. Περπατούσε, σηκώνοντας τη σκάλα του, προσεκτικά, μην και του χυθεί το πετρέλαιο από το δοχειάκι που κρέμονταν στην κορφή. Την ακούμπησε μπροστά μου, την στήριξε στα τρία της ποδάρια και άρχισε να ανεβαίνει ένα ένα τα ξύλινα πηχάκια, τα σκαλιά της, για να σβήσει την Φανάρα που ‘ταν στην άκρη του δρόμου.
-Καλημέρα κυρ Μανόλη, τον χαιρέτησα χαμογελαστή. Πρώτη μου φορά που τον συναντούσα ξέροντας πως σύχναζε σε άλλους δρόμους και πως συνήθως τις Τετάρτες, όπως σήμερα, κατέβαινε προς την Πύλη του Παντοκράτορα και μόλις τέλειωνε με τον σβήσιμο των Φανάρων που του αναλογούσαν θα ‘φευγε για κυνήγι…
Κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω μην βγάζοντάς άχνα, προσηλωμένος στα σκαλοπάτια της σκάλας του.
Σταμάτησα να δω πως έσβηνε τούτο φως και τότε ξεκίνησε ένας χείμαρρος λέξεων, όχι και τόσο κόσμιων, αντικρύζοντάς το σπασμένο τζάμι της Φανάρας. Αμέσως με κοίταξε με άγριο βλέμμα κι εγώ άρχισα να απολογούμαι…
-Δεν φταίω εγώ κ. Μανόλη, σ’ορκίζομαι. Μόλις τώρα κατέβηκα και…
Συνέχισε να μιλά μόνος του, τσαντισμένος. Την ίδια στιγμή άνοιγε προσεκτικά την πανένια του τσάντα που ΄χε κρεμασμένη στην πλάτη του να βγάλει ένα κομμένο τζάμι, που ταίριαζε ακριβώς και να αντικαταστήσει το σπασμένο.
Ήξερα πως συχνά συνέβαινε αυτό από παρέες αγοριών που κυνηγούσαν μικρά πουλιά με τις σφεντόνες τους, ή από κάποιους μεθυσμένους που κουτουλούσαν πάνω στο στύλο και δεν ήθελε και πολύ να γίνει το κακό…
Προχώρησα λίγο πιο κάτω, προχώρησε κι η μέρα, αλλάξανε τα χρόνια και σταμάτησα στα 1899 μπροστά στο «Καλλιθέα». Το θέατρο του Μεγάλου Κάστρου που ΄ταν ιδιοκτήτης του ο μεγαλέμπορας Σαμή Μπέης, φάνταζε πελώριο. Μόλις και είχε τελειώσει το χτίσιμο κι εκείνες τις μέρες θα ανεβαίναν οι πρώτες παραστάσεις. Προσπέρασα το δρόμο και τον χρόνο ταυτόχρονα. Βιαστικά να φτάσω στο Μεϊντάνι. Θα ΄ρχιζε όπου να ΄ναι η ζωή του τόπου με τους εμπόρους, τους πραματευτάδες, τους κουλουρατζήδες, τους καφενέδες που ανοίγανε σιγά σιγά κι έβλεπα τους παραγιούς να ετοιμάζουν τα κάρβουνα για τη χόβολη που θα ψήνανε τους πιο καϊμακλίδικους καφέδες… Ανοίγανε τα μικροσκοπικά ντουκιάνια. Η βουή ξεκινούσε από το ανθρωπομάνι.
Έστριψα αριστερά να μπω μέσα στον Αραστά. Έψαχνα το καφενεδάκι του Ομέρ Αγά που μου θύμιζε το χωριό μου, στα μικράτα μου, με την κρεβατίνα του και τα αμπελόφυλλα που μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν τα νεαρά τους βλαστάρια. Σταμάτησα στην κρήνη του Ρεϊς Εφένδη, να θαυμάσω τα καγκελόφραχτα παράθυρα και να πιώ δυο στάλες νερό κι ύστερα βιαστικά πολύ, περνώντας μπροστά από τον κουλουρατζή τον Μαμούτη (κόντεψα να του ρίξω τον δίσκο με τα κανελλένια κουλούρια της νενές του) να προλάβω να πάρω τη σωστή μου θέση στην απάνω μεριά της Πλαθιάς Στράτας. Ένα κουλουράκι όμως, το πήρα για αργότερα.
Είχα διαβάσει τις προηγούμενες μέρες στην εφημερίδα «Ηράκλειον» του Αντωνίου Βορεάδη πως: «Την ερχόμενην Τετάρτην έρχεται εις το Ηράκλειον μία άμαξα. Αυτό να μη σας φανή παραξενον διότι είναι πράγμα αποφασισμένον».
Νωρίς ήταν ακόμη αλλά ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται. Ήταν μόλις στα 1894 η χρονιά και τούτο το γεγονός ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Μόνο τους αραμπάδες ήξεραν οι Καστρινοί μέχρι τότε. Ένα μεγάλο κουτί ανοιχτό (με ξύλινες σανίδες) στηριζόμενο σε τέσσερις ρόδες που χρησίμευε μόνο για να μεταφέρουν ογκώδη πράγματα. Τον είχαν δει όταν κουβαλούσαν πέτρες από τα λατομεία του Πόρου για την ανέγερση του Αγίου Μηνά.
Ούτε λόγος να μετακινηθώ σε άλλο σημείο. Θα έχανα την πιο μεγάλη στιγμή του αιώνα. Παρατηρούσα τους ανθρώπους με τα παράξενα ρούχα. Αχταρμάς που λέμε εμείς στην Κρήτη. Φέσια, βράκες, γιλέκα, ψάθινα καπέλα, πουκαμίσες, ευρωπαϊκά παντελόνια, σαρίκια. Ένα πολύμορφο και πολύβουο μελίσσι σαν να περνούσε από μπροστά μου. Ευτυχώς δεν είχε πολλή ζέστη, γιατί η μπόχα από τις καβαλίνες και το πλήθος των μυγών που πετούσαν μπροστά μου έκαναν την παραμονή μου λίγο κουραστική αλλά η επιθυμία νικούσε την δυσοσμία και την οχλοβοή.
Επιτέλους ακούστηκε ένα σούρσιμο και η φασαρία των ανθρώπων σταμάτησε απότομα. Δύο άλογα εμφανίστηκαν στην αρχή της Πλαθειάς Στράτας. Αργόσυρτα τραβούσαν ένα τεράστιο μαύρο κουτί, κλειστό, με δυο ανοίγματα δεξιά και αριστερά στα πλάγια που τα έκλειναν κουρτίνες. Τοποθετημένο δε ήταν δεξιοτεχνικά σε τέσσερις ρόδες. Έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο και τα μάτια γουρλωμένα συνειδητοποιώντας πως οι επιβαίνοντες στην πρώτη «ευρωπαϊκή» άμαξα που ήρθε ποτέ στην πόλη ήταν η μεγάλη Χανούμισσα, η γυναίκα του Πασά και τα παιδιά του. Κοκκαλωμένος ο κόσμος από την αργή πομπή παρακολουθούσε την πορεία της Άμαξας που έφτασε ίσαμε κάτω την Χανιόπορτα κι επέστρεψε πάλι στου Πασά την Πόρτα.
Πήρα το ποδήλατο κι έτρεξα να δω πως θα κατέβαιναν από το παράξενο μαύρο κουτί. Όμως δεν υπήρχε πουθενά ούτε ίχνος από το Διοικητήριο, το Ταχυδρομείο, τις φυλακές, το περίφημο οικοδόμημα «Του Πασά ή Παχιά η Πόρτα». Το πάρκο του Θεοτοκόπουλου μόνο απλωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή με τα βαθιά κλαδεμένα δέντρα του και τις ξύλινες κούνιες που ήδη γέμιζαν από μικρά παιδιά που δεν ήταν ακόμη σε ηλικία… σχολείου!
Στο λιμάνι κατηφόρισα, όπως κάθε μέρα, να μυρίσω θαλασσινό νερό…
Για την ιστορία οι άμαξες ήρθαν στην πόλη μας επισήμως μετά το 1905 και μάλλον στα 1909 τα Λαντό δηλαδή διπλές που μπορούσαν να καθίσουν τέσσερα άτομα …
Ίσαμε την επόμενη βόλτα στην… Ιστορία μας, με ένα ποδήλατο, πάντα!
Πηγές :
Μηνάς Βαρδαβάς (ΜΗΒΑΣ) Εθνική φωνή, εφημερίδα, 12/6/1972
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μύστις, 2022
Χρυσούλα Τζομπανάκη, Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Ηράκλειο 2000
Νίκος Τσαγκαράκης, Οι κινηματογράφοι του Ηρακλείου, ΒΔΒ,2022