ΠΕΝΤΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
SEPTEMBER 5
Σκηνοθεσία: Τιμ Φέλμπαουμ
Πρωταγωνιστούν: Πίτερ Σάρσγκορ, Τζον Μαγκάρο, Λέονι Μπένες, Μπεν Τσάπλιν
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1972 παλαιστίνιοι τρομοκράτες καταλαμβάνουν τα δωμάτια της ισραηλινής αποστολής στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου και κρατούν ομήρους έντεκα μέλη της. Το αθλητικογραφικό επιτελείο του αμερικανικού καναλιού ABC καλείται να καλύψει ζωντανά μια πρωτόγνωρη γι’ αυτό κατάσταση, έξω από την αρμοδιότητά του.
Ιστορικό δημοσιογραφικό δράμα υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δραματικής ταινίας και για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου.
Παρότι οι στιγμές έντασης αποκλιμακώνονται εύκολα και γρήγορα, το σενάριο τελικά λέει αυτά που θέλει να πει για τη δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων. Μέσα από τη μάχη του Ρουν να κρατήσει τη μετάδοση για την ομάδα του, τα δεοντολογικά και πρακτικά διλήμματα (όπως το αν η μετάδοση διευκολύνει τους τρομοκράτες ή αν τραυματίζει ψυχικά τους συγγενείς των θυμάτων), καθώς και τις τεχνικές δυσκολίες που προκύπτουν στην πορεία, τίθενται ζητήματα ορίων μεταξύ ιδεαλισμού υπαγορευμένου από το καθήκον για δημοσίευση, επαγγελματικού ανταγωνισμού, και σεβασμού στην ευαισθησία των θυμάτων και των θεατών.
Επίσης, η ταινία υπενθυμίζει πόσο δραματικά διαφορετική ήταν η κάλυψη ζωντανών γεγονότων σε μια εποχή πολύ πριν από την ταχύτητα και την αμεσότητα που προσφέρουν σήμερα το ίντερνετ και τα κοινωνικά δίκτυα.
Ωστόσο, επειδή η ταινία επικεντρώνεται στη δημοσιογραφική πλευρά των γεγονότων, δε σημαίνει ότι παραμένει απολιτική. Ενώ κανείς μας δε διαφωνεί για τον σαφώς κι αδιαπραγμάτευτα τρομοκρατικό χαρακτήρα της επίθεσης, το πρόβλημα είναι ότι αυτή αντιμετωπίζεται σαν μεμονωμένο γεγονός, έξω από το ιστορικο-πολιτικό της πλαίσιο.
Επιπλέον, το σενάριο τοποθετεί σε κεντρικότερη θέση χαρακτήρες εβραϊκής καταγωγής ως μέλη του τηλεοπτικού συνεργείου με ρόλους ευθύνης, την οπτική των οποίων κι υιοθετεί, ενώ περιλαμβάνει μόλις δύο δευτερεύοντες άραβες -όχι όμως παλαιστίνιους- χαρακτήρες για ξεκάρφωμα, ο ένας από τους οποίους αναχαιτίζει προσχηματικά την αντι-αραβική προκατάληψη μελών του συνεργείου κι ο άλλος εκφράζει την υποστήριξή του στους ισραηλινούς ομήρους. Χρήσιμος τίτλος ως μέτρο σύγκρισης για το ίδιο ιστορικό γεγονός, το συμπεριφορικά πιο περίπλοκο και πολιτικά λεπτότερων αποχρώσεων «Μόναχο» («Munich», 2005) του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
ΚΡΕΑΣ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Νάκος
Πρωταγωνιστούν: Ακύλλας Καραζήσης, Κώστας Νικούλι, Παύλος Ιορδανόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη,
Ναταλία Σουίφτ
Ο γιος ενός κτηνοτρόφου σκοτώνει έναν συγχωριανό τους με τον οποίο έχουν κτηματικές διαφορές, κι ο πατέρας του προσπαθεί να πείσει τον αλβανό παραγιό τους να πάρει το
φταίξιμο, δελεάζοντάς τον με σημαντική χρηματική αμοιβή.
Κοινωνικό δράμα εγκλήματος που μιλάει για την παθογένεια της ελληνικής επαρχίας- ένα θέμα που διακρίνει την πρόσφατη ελληνική παραγωγή, όπως φαίνεται από τίτλους όπως οι «Digger» (Τζώρτζης Γρηγοράκης, 2020), «Αγέλη προβάτων» (Δημήτρης Κανελλόπουλος, 2021) και «Πίσω από τις θημωνιές» (Ασημίνα Προέδρου, 2022). Ακολουθώντας αυτές, η προσθήκη του Νάκου είναι αξιοπρεπής πλην κοινότοπη, χωρίς να έχει να προσθέσει κάτι καινούριο σ’ αυτή τη θεματική κατηγορία.
Ο σκηνοθέτης εγκλωβίζει εύστοχα τους χαρακτήρες σ’ ένα πλέγμα μετάθεσης ευθυνών, ωθημένης από κουτοπονηριά, ιδιοτέλεια, ρατσισμό, συνοπτικά δηλαδή νεοελληνική αρχοντοχωριατιά, η οποία γίνεται ακόμη πιο ποταπή, καθώς δεν υπάρχει το οικονομικό υπόβαθρο για να την υποστηρίξει, αφού ο Τάκης ίσα που διαθέτει αρκετά για να λαδώνει και να δανείζει κερδίζοντας εύνοια κι επιρροή, αλλά σε μεγάλη κλίμακα ρισκάρει με το άνοιγμα του κρεοπωλείου.
Οι ερμηνείες είναι μεταξύ τους άνισες, αλλά συνολικά διατηρούνται σε καλό επίπεδο, με τη Σουίφτ να κλέβει την παράσταση παρότι εμφανίζεται λιγότερο απ’ όλους, ενώ ο Καραζήσης μοιάζει να παίζει τεχνητά, λιγότερο συνδεδεμένος με τον ρόλο απ’ όσο είναι αποδεδειγμένα ικανός. Επίσης, η διαδικασία της ανακάλυψης της αλήθειας από τον αστυνόμο αφήνεται λιγότερο επιτακτική απ’ όσο θα έπρεπε, ενώ το τέλος είναι περίεργο για διάφορους λόγους (σεναριακούς και σκηνοθετικούς), που όμως δε θα εξηγήσω εδώ για να μην το χαλάσω.
MICKEY 17
Σκηνοθεσία: Μπονγκ Τζουν χο
Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ Πάτινσον, Ναόμι Άκι, Στίβεν Γιουν, Τόνι Κολέτ, Μαρκ Ράφαλο
Στο μακρινό μέλλον ο Μίκι είναι ένας Αναλώσιμος, δηλαδή εθελοντικά διαθέσιμος προς επαναλαμβανόμενο θάνατο κι επανεκτύπωση ως μέρος του σχεδίου αποίκισης του
πλανήτη Νίφλχαϊμ, με επικεφαλής έναν αποτυχημένο και μεγαλομανή πολιτικό.
Έξι χρόνια μετά τα πολυβραβευμένα αλλά κατά τη γνώμη μου υπερτιμημένα «Παράσιτα» («Gisaengchung»), αυτή είναι η νέα ταινία του νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν χο, μια κομεντί
επιστημονικής φαντασίας βασισμένη στο μυθιστόρημα του Έντουαρντ Άστον «Mickey 7», που εκδόθηκε το 2022.
Ο Ρόμπερτ Πάτινσον δίνει μία από τις διασκεδαστικότερες ερμηνείες της καριέρας του, δυστυχώς σ’ ένα σενάριο που σπαταλάει σε εύκολο εντυπωσιασμό τις ιδέες με τις οποίες είναι άτακτα γεμισμένο, καθώς ξετυλίγονται χωρίς τη συνοχή και τη μεθοδικότητα που θα αξιοποιούσαν παραγωγικότερα τη φιλοσοφική δυναμική τους.
IN THE LOST LANDS
Σκηνοθεσία: Πωλ Γ. Σ. Άντερσον
Πρωταγωνιστούν: Μίλα Γιόβοβιτς, Ντέιβ Μπατίστα
Σ’ ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον μια μάγισσα κι ένας κυνηγός ξεκινούν να εντοπίσουν ένα λεγόμενο μεταμορφικό τέρας, ώστε η ηγέτιδα των ανθρώπων ν’ αποκτήσει τις ιδιότητές
του.
Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Τζωρτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν, που εκδόθηκε το 1982.
Λίγο από «Mad Max», λίγο από Φράνκενσταϊν και Λυκάνθρωπο, λίγο από γουέστερν και φυσικά κάμποσο από τα «Resident Evil» στο πλαίσιο των οποίων ο Άντερσον έχει σκηνοθετήσει τέσσερις φορές την πρωταγωνίστρια σύζυγό του, Μίλα Γιόβοβιτς. Αυτή εδώ είναι η ένατη συνολικά συνεργασία τους και δεν ενδιαφέρεται καθόλου να ξεχωρίσει αισθητικά ή αφηγηματικά από τις προηγούμενες παρόμοιες, διατηρώντας το ίδιο δευτεροκλασάτο επίπεδο στερεοτυπίας κι απλοϊκότητας μαζί με την ευτελή, συγκεχυμένη ψηφιακή αισθητική των βίντεο- γκέιμ.