ΟΛΑ ΟΣΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ ΩΣ ΦΩΣ
ALL WE IMAGINE AS LIGHT
Σκηνοθεσία: Παγιάλ Καπάντια
Πρωταγωνιστούν: Κάνι Κουσρούτι, Ντίβια Πράμπα, Τσάγια Καντάμ
Στο σημερινό Μουμπάι δύο νοσηλεύτριες που συγκατοικούν, αντιμετωπίζουν διαφορετικά αισθηματικά ζητήματα, ενώ παράλληλα προσπαθούν να βοηθήσουν τη μαγείρισσα
συνάδελφό τους που απειλείται με έξωση.
Κοινωνικό/ αισθηματικό δράμα που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο του περυσινού φεστιβάλ Καννών. Η σκηνοθέτρια Καπάντια φτιάχνει μια γλυκόπικρη, τρυφερή και παρηγορητική
ιστορία για τη γυναικεία αλληλεγγύη και τον έρωτα μέσα σε συνθήκες ταξικής ανισότητας, εργασιακής ανασφάλειας και πατριαρχικού ελέγχου. Το λεπτό, παιγνιώδες κι ενδοσκοπικό
πιάνο στο «The Homeless Wanderer» της Έμαχοϊ Τσεγκέ-Μάριαμ Γκάμπρου ενσωματώνεται ως μοτίβο και κολλάει στη μνήμη. Μαζί με το υπόλοιπο καρτερικό πρωτότυπο σάουντρακ του Topshe συνοδεύουν ιδανικά τη μελαγχολική φωτογραφία του Ρανάμπιρ Ντας, που συνθέτει πλάνα όπως εκείνο με το ‘μετέωρο’ παράθυρο στο σκοτάδι και τις πολυκατοικίες παραδίπλα στο βάθος. Το μοναχικό σκοτάδι στο οποίο εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, και την έξοδο από το οποίο το σενάριο δεν παραχωρεί αναγκαστικά, αλλά το απαλύνει με την ανακούφιση που προσφέρει η φιλία.
THE BRUTALIST
Σκηνοθεσία: Μπρέιντι Κορμπέ
Πρωταγωνιστούν: Έιντριεν Μπρόντι, Φελίσιτι Τζόουνς, Γκάι Πιρς
Το 1947 ένας εβραίος αρχιτέκτονας ουγγρικής καταγωγής μεταναστεύει στις Η.Π.Α. για μια καλύτερη τύχη, έχοντας χάσει επαφή με τη γυναίκα και την ανιψιά του. Εκεί ένας βιομήχανος τού αναθέτει να χτίσει ένα κοινοτικό πολιτιστικό κέντρο, το οποίο θ’ αποτελέσει την πρώτη μεγάλη πρόκληση στην καριέρα του.
Κοινωνικό δράμα εποχής, που αποτελεί μία από τις πιο διακεκριμένες ταινίες της χρονιάς, τιμημένη με το βραβείο σκηνοθεσίας και το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο περυσινό φεστιβάλ Βενετίας, Χρυσές Σφαίρες σκηνοθεσίας, α’ ανδρικού ρόλου για τον Μπρόντι και καλύτερης δραματικής ταινίας, ενώ βρίσκεται υποψήφια για δέκα Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και καλύτερης ταινίας.
Μαζί με το «Megalopolis» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, πρόκειται για το δεύτερο μεγαλεπήβολο σχέδιο του 2024 με κεντρικό ήρωα έναν αρχιτέκτονα. Παρά τα λιγότερα από 10 εκατομμύρια δολάρια που είχε στη διάθεσή του (το 1/10 του προϋπολογισμού του Κόπολα), ο σκηνοθέτης Κορμπέ καταφέρνει ν’ αποδώσει επική κλίμακα στο θέμα του, εμφανή όχι μόνο στη διάρκεια των τρεισήμισι ωρών, αλλά κυρίως στους τρόπους με τους οποίους η γενικότερη αισθητική αντανακλά τόσο την αφηγηματική εποχή της δεκαετίας του 1950, όσο και τις κινηματογραφικές συμβάσεις της, καθώς υπήρξε η κλασική περίοδος ακμής του κινηματογραφικού θεάματος- επικού και μη.
Με τον μόνιμο διευθυντή φωτογραφίας του, Λολ Κρόλι, ανέτρεξαν στο φιλμ ευρείας οθόνης κι αυξημένης ευκρίνειας VistaVision 35 χιλιοστών που είχε εφεύρει η Paramount και χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από το 1954 ως το 1961 σε τίτλους όπως «Οι Δέκα Εντολές» («The Ten Commandments», Σέσιλ Μπι ΝτεΜίλ, 1956) κι ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» («Vertigo», Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1958). Ο συγκεκριμένος τύπος φιλμ τους επέτρεψε να μεγεθύνουν την ταινία σε ακόμα μεγαλύτερο φορμά 70 χιλιοστών για περιορισμένες κόπιες. Επίσης, επαυξάνοντας τον διαχωρισμό σε κεφάλαια που ο σκηνοθέτης εφάρμοζε και στις προηγούμενες ταινίες του, το φιλμ υιοθετεί το επίσης κλασικής προέλευσης 15λεπτο διάλειμμα στη μέση του φιλμ, που ανακοινώνεται με ειδικό διάτιτλο.
Όλα τα παραπάνω στην υπηρεσία μιας ιστορίας για τον άξεστο κι αδίστακτο χαρακτήρα του καπιταλισμού, που δεν αναγνωρίζει τη δημιουργικότητα και τα έργα της παρά μόνο σε σχέση με τη δημοσιότητα ή την οικονομική της αξία, ενώ παράλληλα μεταχειρίζεται τους ανθρώπους, το μυαλό και την εργασία τους ως αναλώσιμα. Στην πορεία θίγονται ζητήματα σεξουαλικότητας κι έμφυλων ρόλων, ρατσισμού, εθνικής και κοινωνικής συγκρότησης, αλλά κι αρχιτεκτονικής, με το Bauhaus και τον μπρουταλισμό στο επίκεντρο.
Σημαντική και συζητήσιμη παράμετρο επίσης αποτελεί η σιωνιστική πλευρά της πλοκής, που καθιστά εμφατικά σαφές ότι η ταινία αφορά την περιπέτεια ενός Εβραίου και της οικογένειάς του, τον αντισημιτισμό που αντιμετώπισαν στις Η.Π.Α. και την προοπτική της εγκατάστασής τους στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ. Ενδεικτικό της ταύτισης μεταξύ ήρωα και έθνους, το ότι η ανακήρυξη της ίδρυσης του εβραϊκού κράτους από τον πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν επενδύει ηχητικά την έναρξη της επαγγελματικής πορείας του Λάζλο στην Αμερική.
Πριν βιαστεί κανείς όμως να κατηγορήσει την ταινία για προπαγάνδα, ας σημειωθεί ότι ο Κορμπέ προετοίμαζε την ταινία πολύ πριν την τωρινή φάση της διαμάχης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης κι ο ίδιος όπως έχει εξηγήσει δεν έχει παρά μακρινές εβραϊκές ρίζες, συνεπώς δε συνδέει την ταινία με κάποια πρόθεσή του να τιμήσει την καταγωγή του όπως, για παράδειγμα, ο όντως ουγγροεβραϊκών καταβολών πρωταγωνιστής Μπρόντι ή ο Τζέσε Άιζενμπεργκ με τον επίσης φετινό «Αληθινό πόνο» («A Real Pain»). Επίσης, η εβραϊκότητα είναι μόνο ένα από τα στοιχεία της ταυτότητας του Λάζλο, το οποίο προσπαθεί να συμβιβάσει παράλληλα με την αγάπη του την αρχιτεκτονική και για την Έρζεμπετ, καθώς και την ανάγκη του για ευημερία. Το ότι προοδευτικά την ασπάζεται όλο και περισσότερο τον εντάσσει στο φαινόμενο των συναδέλφων του από το Bauhaus που επέστρεψαν στο Ισραήλ ήδη πριν από τον πόλεμο (βλ. τη Λευκή Πόλη στο Τελ Αβίβ).
Απλώς, η ταινία είναι αδύνατο να μην ιδωθεί στο πλαίσιο των συνθηκών που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής της κι έχουν αμαυρώσει ακόμη περισσότερο τη διεθνή εικόνα του Ισραήλ. Κάτι που σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ούτε στο ελάχιστο την υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος, αφού το θέμα της εβραϊκής υποπλοκής δεν αφορά αυτό αλλά την ίδρυση του εβραϊκού κράτους, η οποία ως θέμα κι ανάλογα με το σεναριακό πλαίσιο μέχρι και πριν λίγα χρόνια δε θα αντιμετωπιζόταν περίεργα, αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία μοιάζει άκαιρο κι άκομψο, έπειτα από την τόσο ξεδιάντροπα πια γενοκτονική πολιτική της ισραηλινής κυβέρνησής.
Κινηματογραφικά πάντως η ταινία είναι εξαιρετική, με τη φωτογραφία του Κρόλι βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στις ενδο-αφηγηματικές πηγές φωτισμού (φυσικές ή τεχνητές), την άλλοτε συγκινητική κι άλλοτε απόκοσμη μουσική του Ντάνιελ Μπλούμπεργκ, και με σπουδαίες ερμηνείες από τον Μπρόντι, τον Πιρς και τη Τζόουνς, που δε θα είναι καθόλου περίεργο αν κερδίσουν τα Όσκαρ στις κατηγορίες τους, όπως κι η ταινία συνολικά ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα ανάμεσα στις φετινές υποψηφιότητες.