Πρώτη γραμμή

Κινηματογραφή

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
CIVIL WAR

Σκην.: Άλεξ Γκάρλαντ
Πρωτ.: Κίρστεν Ντανστ, Κέιλι Σπέινι, Βάγκνερ Μούρα, Στίβεν Μακίνλι Χέντερσον

Οι σημερινές Η.Π.Α. βρίσκονται σε εμφύλιο πόλεμο και μια ομάδα από φωτογράφους και δημοσιογράφους ταξιδεύουν οδικώς προς την κατεχόμενη Ουάσινγκτον, με συνεχή κίνδυνο της ζωής τους.

Δραματική περιπέτεια που εμπνέεται από το διχαστικό κλίμα της αμερικανικής πολιτικής ζωής κατά την τελευταία οχταετία, το οποίο δημιούργησε η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία κι η τωρινή εκ νέου διεκδίκησή της.

Οι δύο κύριες θεματικές του σεναρίου αφορούν αφενός την πολιτική κρίση που εκθέτει κι η οποία περιμένει κανείς ότι θα σχολίαζε την πραγματική κρίση από την οποία τροφοδοτείται, αφετέρου τον ρόλο της δημοσιογραφίας, πιο συγκεκριμένα του φωτογραφικού ρεπορτάζ.

Η ατμόσφαιρα δυστοπίας, κινδύνου και συνεχούς απειλής, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές ερμηνείες, αποτελούν τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της ταινίας, που υστερεί όμως στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει την τόσο πρόσφορη κεντρική ιδέα της.

Συγκεκριμένα, το σενάριο δεν εμβαθύνει στα αίτια και τις λεπτομέρειες της κρίσης που παρουσιάζει, προσφέροντας μόνο συζητήσιμες ενδείξεις που σκιαγραφούν χοντρικά κι αφήνοντας σκόπιμα συγκεχυμένη την όλη κατάσταση. Από τη μία δηλαδή, ο Πρόεδρος περιγράφεται ως καταχραστής της εξουσίας, αρπάζοντας το αξίωμα για μια τρίτη και παράνομη θητεία, κι έχοντας διαλύσει το FBI.

Από την άλλη, αν πρόκειται για τόσο προφανή περίπτωση δικτάτορα, προκαλούν περιέργεια οι λόγοι για τους οποίους μόνο δύο πολιτείες έχουν αποσχιστεί κι όχι περισσότερες. Επίσης, παρότι καταλήγουν στο πλευρό των αποσχισμένων πολιτειών, οι πρωταγωνιστές προηγουμένως έχουν διασταυρωθεί με μαχητές που παρότι για κάποιους απ’ αυτούς υπονοείται εμφανώς, για άλλους δεν διασαφηνίζεται σε ποια πλευρά ανήκουν.

Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές αυτής της εσκεμμένης ασάφειας, το επιμύθιο μιας μονομαχίας ανάμεσα σε δύο ελεύθερους σκοπευτές είναι ότι δεν έχει σημασία σε ποια πλευρά ανήκει ο καθένας απ’ αυτούς, αλλά ότι το μόνο που μετράει είναι η επιβίωση.

Σε συνεντεύξεις του, ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξήγησε αυτή την επιλογή ως αντανάκλαση της αμερόληπτης κι αποστασιοποιημένης στάσης που κατά τον ίδιο ως σεναριογράφο καλούνται να υιοθετήσουν οι φωτορεπόρτερ ηρωίδες του.

Ωστόσο, το ίδιο το σενάριο καταπατά τις αρχές του, καθώς δεν κρατάει ίσες αποστάσεις από τις δύο πλευρές, με τον αρνητικό τρόπο που χρωματίζει τον Πρόεδρο, ενώ το ίδιο κάνουν κι οι χαρακτήρες, όπως μεταξύ άλλων στη σκηνή όπου η Λη στήνει το κάδρο της ζητώντας από τον αυτόκλητο εκτελεστή να ποζάρει μπροστά από τα κρεμάμενα θύματά του ή όταν ο Τζόελ ζητάει την τελευταία ατάκα του Προέδρου.

Κι όλα αυτά πριν καν υπογραμμίσει κανείς ότι το σκεπτικό του σκηνοθέτη είναι εξ ορισμού προβληματικό, καθώς παραβλέπει το ότι η δημοσιογραφική καταγραφή ενέχει πάντοτε μια συγκεκριμένη οπτική –εκούσια ή όχι- και συνεπώς δεν τίθεται καν θέμα αντικειμενικότητας.  Έτσι, η ταινία καταλήγει πλούσια σε ερείσματα για προβληματισμό, τον οποίο όμως διατηρεί άλλοτε συγκεχυμένο κι άλλοτε επιφανειακό.

ΑΜΠΙΓΚΕΪΛ
ABIGAIL

Σκην.: Ματ Μπετινέλι- Όλπιν, Τάιλερ Γκίλετ
Πρωτ.: Αλίσα Γουίρ, Νταν Στίβενς, Τζανκάρλο Εσποζίτο, Κάθριν Νιούτον

Μια ομάδα κακοποιών απάγει ένα 12χρονο κορίτσι και το μεταφέρει σε μια παλιά απομονωμένη έπαυλη, όπου πρέπει να το φυλάξει για ένα 24ωρο. Όσο προχωράει η νύχτα οι απαγωγείς διαπιστώνουν ότι το κορίτσι δεν είναι όσο αθώο φαίνεται.

Ταινία τρόμου που αποτελεί ριμέικ της «Κόρης του Δράκουλα» («Dracula’s Daughter», Λάμπερτ Χίλιερ, 1936). Καθώς, σύμφωνα με το στερεότυπο αφηγηματικό σχήμα του είδους, η διαφαινόμενη εναλλακτική θα ήταν απλώς τα θύματα να περιμένουν τη σειρά τους για να πεθάνουν, εδώ προσωπικά απόλαυσα το γεγονός ότι τουλάχιστον η διαδικασία εμπλουτίζεται με αρκετές σκηνές χορταστικής σωματικής μάχης, ώστε να την κάνει λίγο πιο υποφερτή.