Χτες και σήμερα κυκλοφόρησαν τα πρώτα τρέιλερ για δύο από τα πιο αναμενόμενα blockbuster του καλοκαιριού.
Η τέταρτη κινηματογραφική ενσάρκωση των ηρώων της Marvel, αυτή τη φορά ενταγμένη στο Κινηματογραφικό της Σύμπαν, καθώς με την εξαγορά της Fox από τη Disney, τα Marvel Studios (θυγατρικά της δεύτερης) ανέκτησαν τα δικαιώματα των χαρακτήρων και κατάφεραν να τα εντάξουν στο χρονολόγιό τους με ανανεωμένο καστ και γενικότερη σύλληψη.
Έτσι, η νέα ομάδα αποτελείται από τους Πέδρο Πασκάλ, Βανέσα Κέρμπι, Τζόζεφ Κουίν και Έμπον Μος-Μπάκρακ, ενώ τον κακό Γκαλάκτους υποδύεται ο Ραλφ Ίνεσον.
Για τη δική της εκδοχή, η Marvel ανατρέχει στις απαρχές του συγκεκριμένου κόμικ, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1961, ως η πρώτη υπερηρωική ομάδα της εταιρείας. Καταλλήλως, η ταινία εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1960, ενώ η ζωηρή πολυχρωμία της ταινίας παραπέμπει σε κόμικ περισσότερο από ποτέ.
Η Marvel δεν επενδύει σε μεγάλα ονόματα, καθώς μόνο ο Πασκάλ κι η Κέρμπι είναι τα μόνα μέλη του καστ με ανεπτυγμένη αναγνωρισιμότητα και καλλιτεχνικό κύρος, χωρίς όμως κανείς απ’ αυτούς να διαθέτει ισχυρή εμπορική δυναμική. Το στούντιο βασίζεται στους ίδιους τους ήρωές της και στην προοπτική να προσφέρει επιτέλους στους οπαδούς τους μια ‘σωστή’ (όπως μπορεί να την ορίζουν αυτοί) μεταφορά τους, μετά από τις καλλιτεχνικές κι εμπορικές αποτυχίες του 1994, 2005-2007 (δύο ταινίες με το ίδιο καστ) και 2015.
Απλώς δεν ξέρω αν η εταιρεία αυτο-σαμποτάρεται με το να προσλαμβάνει σκηνοθέτες όπως ο Ματ Σάνκμαν, που διαθέτει μόνο τηλεοπτική εμπειρία κι εμπίπτει στο μοντέλο της Marvel να επιλέγει σκηνοθέτες-υποχείρια, χωρίς προσωπικό όραμα που ν’ αντιβαίνει στο δικό της (δηλαδή του αφεντικού Κέβιν Φάιγκι).
Το στούντιο πάντως ελπίζει σε μια μεγάλη επιτυχία που θ’ ανανεώσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των φανατικών οπαδών, αλλά και του γενικότερου κοινού στο Σύμπαν της, το οποίο στις έντεκα ταινίες που ακολούθησαν το Infinity Saga το 2019, έχει καταφέρει μόνο τέσσερις επιτυχίες με τον τρίτο Spider-Man, τον δεύτερο Μαύρο Πάνθηρα, τους τρίτους Φύλακες του Γαλαξία και την περισινή παρέα του Deadpool με τον Wolverine.
Το τρέιλερ δεν προσφέρει λόγους ενθουσιασμού ακριβώς, αλλά τουλάχιστον βεβαιώνει ότι υπάρχει -έστω εταιρικό, αν όχι σκηνοθετικό- όραμα και ιδέες, που δε μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καταφέρει ν’ ανανεώσει με ενδιαφέρον έναν τόσο δοκιμασμένο τίτλο που μοιάζει πια να έχει εξαντληθεί. Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες στις 24 Ιουλίου.
Σε αντίθεση με το προηγούμενο κενό ανάμεσα στις δύο πρώτες τριλογίες, η Universal αυτή τη φορά δεν περίμενε να περάσει μια δεκαπενταετία για να συνεχίσει ένα από τα πιο κερδοφόρα franchise της. Πέρυσι τέτοιον καιρό και πριν καλά- καλά περάσουν δύο χρόνια από την τελευταία ταινία της σειράς, το «Jurassic World: Κυριαρχία» («Jurassic World: Dominion», Κόλιν Τρέβορο, 2022), το στούντιο ξεκίνησε να στήνει τη νέα προσθήκη ως έναρξη μιας νέας τριλογίας.
Στο σενάριο επιστρέφει ο Ντέιβιντ Κεπ, συχνός συνεργάτης του Στίβεν Σπίλμπεργκ και σεναριογράφος των δύο πρώτων (και καλύτερων) ταινιών της σειράς. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Γκάρεθ Έντουαρντς, έμπειρος στις ταινίες με τέρατα, μετά τα «Monsters» (2010) και «Godzilla» (2014), αλλά και στη δράση επιστημονικής φαντασίας, με τα «Rogue One: A Star Wars Story» (2016) και «Ο δημιουργός» («The Creator», 2023).
Ο Έντουαρντς είναι από τους σκηνοθέτες, που ενώ -προσωπικά τουλάχιστον- βρίσκω προβληματικές τις αφηγήσεις του, αναγνωρίζω ότι διαθέτει ένα από τα πιο συναρπαστικά εικονογραφικά στιλ στο σημερινό σινεμά. Οι εικόνες του δηλαδή διακρίνονται από υποβλητικό ρεαλισμό που καθιστά τον φουτουρισμό του οπτικά ελκυστικό και πειστικό περισσότερο από κάθε άλλον σκηνοθέτη.
Εδώ έχει στη διάθεσή του όχι μόνο έναν δεξιοτέχνη και βετεράνο σεναριογράφο της σειράς, αλλά μεγάλα και διακεκριμένα ερμηνευτικά ονόματα, όπως η Σκάρλετ Τζοχάνσον κι ο βραβευμένος με δύο Όσκαρ Μαχέρσαλα Άλι, που μαζί με τον ραγδαία ανερχόμενο Τζόναθαν Μπέιλι ξεκινούν να επισκεφτούν το νησί του πρώτου Πάρκου, ώστε να συλλέξουν DNA δεινοσαύρων που υπόσχεται πρωτοποριακές ιατρικές ανακαλύψεις για τον άνθρωπο.
Ακόμα μια σειρά που μοιάζει εξαντλημένη προ πολλού, αλλά ίσως σ’ αυτό να συνέβαλαν κι οι αδιάφοροι σκηνοθέτες που ανέλαβαν την προηγούμενη τριλογία. Ίσως ένας ικανότερος καθοδηγητής να μπορέσει να επαναφέρει το δέος και την αγωνία της εποχής του Σπίλμπεργκ, με συναρπαστικότερη εικονογραφία και κρισιμότερες αφηγηματικές λύσεις. Θα μάθουμε στις 3 Ιουλίου.