ALL OF US STRANGERS
Σκην: Άντριου Χέι
Πρωτ.: Άντριου Σκοτ, Πωλ Μέσκαλ, Τζέιμι Μπελ, Κλερ Φόι
Στο σημερινό Λονδίνο ένας σεναριογράφος βρίσκεται εγκλωβισμένος στο τραύμα της απώλειας των γονιών του ως παιδί, ώσπου ένας γοητευτικός γείτονας χτυπάει την πόρτα του.
Ψυχολογικό/ αισθηματικό δράμα βασισμένο στο μυθιστόρημα του ιάπωνα Ταΐτσι Γιαμάντα «Strangers» («Ijintachi to no natsu»), που εκδόθηκε το 1987 και το οποίο ο σκηνοθέτης προσεγγίζει αυτοβιογραφικά. Ο πρωταγωνιστής Άντριου Σκοτ ήταν υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα ανδρικής ερμηνείας, ενώ η ταινία ήταν υποψήφια για 6 BAFTA, ανάμεσα στα οποία και για την ερμηνεία του συμπρωταγωνιστή Πωλ Μέσκαλ.
Μια βαθιά μελαγχολική ταινία για την απώλεια, την ομοφυλοφιλία και την αποδοχή, τη μοναξιά στη μεγαλούπολη και στη ζωή γενικά, την ανάγκη για επικοινωνία, επαφή κι οικειότητα, την κατάθλιψη και την αλληλεγγύη.
Μια σπαρακτική ιστορία, με τέσσερις συγκινητικές ερμηνείες, σε χαρακτήρες γραμμένους και φορτισμένους με λεπτότητα κι ευαισθησία. Παρότι το τέλος προσωπικά μου μοιάζει άδικα επιβαρυμένο, συνολικότερα ο μελοδραματισμός αποφεύγεται χάρη στην ωριμότητα με την οποία οι αναδρομές του Άνταμ έχουν παροντικό ύφος και λειτουργούν ως έκφανση της εσωτερικής του προσπάθειας να επεξεργαστεί το παρελθόν, που παραμένει ένα ανοιχτό τραύμα τόσα χρόνια μετά, μια διαδικασία ενηλικίωσης που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ολοκληρωθεί.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι εύστοχο επίσης το σκηνοθετικό τέχνασμα με το οποίο συνδέεται η αναζήτηση ερωτικού συντρόφου ως υποκατάστατο της χαμένης πατρικής τρυφερότητας: στην πρώτη συνάντηση με τον πατέρα που αρχικά μοιάζει με φευγαλέα ερωτική γνωριμία και στη σκηνή που κοιμάται ανάμεσα στους γονείς του, στο τέλος της οποίας τον πατέρα του έχει αντικαταστήσει ο Χάρι.
BOB MARLEY: ONE LOVE
Σκην.: Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν
Πρωτ.: Κίνγκσλεϊ Μπεν- Αντίρ, Λασάνα Λιντς
Στη δεκαετία του 1970 ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ο πιο διάσημος κι επιδραστικός τζαμαϊκανός μουσικός διεθνώς, που χρησιμοποιεί τη μουσική του στην πολιτικά ταραγμένη χώρα του για να διαδώσει το μήνυμα της αγάπης, της ειρήνης και της ενότητας.
Μουσικό βιογραφικό δράμα με την έγκριση της οικογένειας του τραγουδιστή, καθώς η σύζυγος και τα παιδιά του βρίσκονται ανάμεσα στους παραγωγούς.
Παρά τις ανισότητες στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων τους και τους συχνά απλοϊκούς διαλόγους, ο Μπεν- Αντίρ κι η Λιντς ως ζεύγος Μάρλεϊ προσφέρουν αφοσιωμένες και πειστικές ερμηνείες σε μια από τις πιο επιφανειακές κι άνευρες προσθήκες του είδους, όπου τόσο η κοινωνική παρέμβαση του Μάρλεϊ, όσο και τα συζυγικά του προβλήματα προσεγγίζονται επιδερμικά και προσπερνιούνται εύκολα, καθώς προτάσσεται το ιδεαλιστικό μήνυμα της μουσικής του.
ANIMAL
Σκην.: Σοφία Εξάρχου
Πρωτ.: Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Φλομαρία Παπαδάκη, Αχιλλέας Χαρίσκος
Μια ανιματέρ σε ξενοδοχείο βλέπει τη ζωή της να βαλτώνει στο φτηνό θέαμα που προσφέρει η ομάδα της, τις φευγαλέες ερωτικές επαφές της και την έλλειψη προοπτικής για κάτι καλύτερο.
Κοινωνικό δράμα για το οποίο η πρωταγωνίστρια Δήμητρα Βλαγκοπούλου κέρδισε βραβείο ερμηνείας στα περσινά φεστιβάλ του Λοκάρνο και της Θεσσαλονίκης, ενώ στο δεύτερο η ταινία κέρδισε επίσης τον Χρυσό Αλέξανδρο του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτριας, μετά το «Park» (2016).
Μαζί με το «How To Have Sex» (Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ), αποτελεί τη δεύτερη φετινή ταινία γυρισμένη στα Μάλια (έστω κι αν αυτά δεν αναφέρονται ως τοποθεσία της πλοκής), που παρέχει μια απομυθοποιητική οπτική στη βιομηχανία του τουρισμού.
Κι αν η ταινία της Γουόκερ αφορούσε μια προσωπική ιστορία ενηλικίωσης από την πλευρά των πελατών, η ιστορία της Εξάρχου αφορά το επαγγελματικό παρασκήνιο των εργαζομένων, στο πλαίσιο του οποίου το εργασιακό αδιέξοδο συνδέεται με το προσωπικό- ταύτιση που δηλώνεται ήδη από την κάρτα τίτλου, όπου η λέξη Animal χάνει το τελευταίο γράμμα για να μετατραπεί σε Anima, που σημαίνει ψυχή στα λατινικά κι αποτελεί επίσης τη ρίζα της ονομασίας του επαγγέλματος των χαρακτήρων, ανιματέρ.
Η πρωταγωνίστρια Κάλλια μοιάζει να βαλτώνει όλο και περισσότερο σε μια συνθήκη που την πνίγει, χωρίς να βρίσκει το κίνητρο να ξεφύγει. Η Βλαγκοπούλου αποδίδει εύστοχα την ευφυία και τη δυναμική της ηρωίδας, ταυτόχρονα με τη μελαγχολία των χαμένων ονείρων, την απελπισία και την παράδοσή της σε μια μη- αναστρέψιμη κατάσταση, ενώ η φωτογραφία της Μόνικα Λεντσέφσκα εξασφαλίζει τη φτωχική, υλικά και συναισθηματικά στερημένη καθημερινότητα των ηρώων.
Ωστόσο, μένει κανείς με την αίσθηση ότι η Κάλλια θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί περισσότερο ως χαρακτήρας, ενδεχομένως μέσα από πιο πρόσφορες πλευρές της πλοκής που μένουν αναξιοποίητες, όπως το μικρό κορίτσι που της μοιάζει αλλά η σχέση τους δε διασαφηνίζεται ή μέσα από την εσωτερική της σύγκρουση, που ξεσπάει μόνο σύντομα στο τέλος.
Το ίδιο ισχύει και για την αρχάρια Εύα, που η πλοκή μοιάζει να την παραλληλίζει με την παλαιότερη συνάδελφό της, ο δραματουργικός χειρισμός της οποίας όμως παραμένει αποσπασματικός κι ημιτελής. Αντιθέτως, το σενάριο πλατειάζει καθώς αναλώνεται είτε σε επαναλήψεις, καταφεύγοντας σε πλεονάζουσες ερωτικές σκηνές και χορογραφίες, είτε σε παράλογες υπερβολές, όπως η σκηνή με το συρραπτικό.
ΓΑΜΗΛΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
BEAUTIFUL WEDDING
Σκην.: Ρότζερ Καμπλ
Πρωτ.: Ντίλαν Σπράους, Βιρτζίνια Γκάρντνερ
Αφού βρίσκονται επεισοδιακά παντρεμένοι στο Λας Βέγκας, ο Τράβις κι η Άμπι αποφασίζουν να περάσουν τον μήνα του μέλιτος στο Μεξικό, όπου τους περιμένουν περισσότερα μπλεξίματα.
Ρομαντική κομεντί που αποτελεί την εξίσου παιδαριώδη, άξεστη κι ανόητη συνέχεια του περυσινού «Γλυκιά καταστροφή» («Beautiful Disaster») του ίδιου σκηνοθέτη, κι όπως εκείνη, είναι βασισμένη στο αντίστοιχο ομώνυμο μυθιστόρημα της αμερικανίδας Τζέιμι Μαγκουάιρ, που εκδόθηκε το 2013.