ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΝΟΗ
LE DERNIER SOUFFLE
Σκηνoθεσία:Κώστας Γαβράς
Πρωταγωνιστούν: Ντενί Πονταλιντές, Καντ Μεράντ
Ένας φιλόσοφος που ελέγχεται για καρκίνο κι ένας γιατρός που διευθύνει τη μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας για ασθενείς τελικού σταδίου, ξεκινούν μια συζήτηση για το γήρας και τον θάνατο, υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα των ανθρώπων να πεθαίνουν αξιοπρεπώς, επιλέγοντας οι ίδιοι να τερματίσουν τη θεραπεία τους.
Ένα κοινωνικό δράμα και ταυτόχρονα φιλοσοφική πραγματεία υπέρ της αυτοδιάθεσης στον θάνατο. Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που σε πολλές χώρες θεωρείται ακόμη ταμπού
και στο οποίο ο Γαβράς τοποθετείται ξεκάθαρα, ευαίσθητα και θαρραλέα. Έστω κι αν το κάνει με μία από τις λιγότερο δραματουργικά ενδιαφέρουσες στιγμές του, αφού η πλοκή απλώς παρατάσσει χωρίς διακυμάνσεις το ένα περιστατικό μετά το άλλο, σαν επαναλαμβανόμενες διαλογικές παραμέτρους ενός συλλογισμού η έκβαση του οποίου είναι γνωστή από πολύ νωρίς, έτσι ώστε ν’ αναρωτιέται κανείς αν ο σκοπός του σκηνοθέτη θα εξυπηρετείτο αποτελεσματικότερα μέσα από τη φόρμα του ντοκιμαντέρ.
THE MONKEY
Σκηνοθεσία: Όζγκουντ Πέρκινς
Πρωταγωνιστούν: Θίο Τζέιμς, Τατιάνα Μασλάνι
Δύο δίδυμα αγόρια βρίσκουν την κούκλα μιας τυμπανίστριας μαϊμούς- ένα κρυμμένο δώρο του πιλότου πατέρα τους που τους εγκατέλειψε, αλλά σύντομα διαπιστώνουν ότι η μαϊμού έχει δολοφονικές ιδιότητες.
Ταινία τρόμου βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Στίβεν Κινγκ, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1980. Ο Πέρκινς το διασκευάζει με τη συνήθη του κινηματογραφική συγκρότηση, αφοσιωμένες ερμηνείες, και διασκεδαστική ισορροπία ανάμεσα στον τρόμο και το χιούμορ. Ένα χιούμορ με στιγμές μετα-αφηγηματικές, όπως στην αρχή όπου βλέπουμε τη μαρκίζα ενός
κινηματογράφου να διαφημίζει μια ταινία με τίτλο «The Streaming» σ’ ένα σχόλιο για τη σημερινή σχέση διαδικτυακής πλατφόρμας και αίθουσας, αλλά και αυτοαναφορικές εκ
μέρους του σκηνοθέτη όταν αμέσως μετά ο Χαλ μιλάει για τα μυστικά τρόμου που οι γονείς περνάνε στα παιδιά τους- κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναφορά στη σχέση του σκηνοθέτη με τον διάσημο πατέρα του, Άντονι Πέρκινς, πρωταγωνιστή του «Ψυχώ» («Psycho», Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1960) και των τριών συνεχειών του.
CLEANER
Σκηνoθεσία: Μάρτιν Κάμπελ
Πρωταγωνιστούν: Ντέιζι Ρίντλεϊ, Ταζ Σκάιλαρ, Κλάιβ Όουεν
Περιβαλλοντικοί ακτιβιστές καταλαμβάνουν έναν ουρανοξύστη στο Λονδίνο όπου πραγματοποιείται η δεξίωση μιας εταιρείας ενέργειας με σκοπό να εκθέσουν τις υποκριτικές πρακτικές των ιδιοκτητών της και των συνεργατών τους, τους οποίους κρατούν ομήρους. Η μόνη που μπορεί να τους σταματήσει είναι η πρώην στρατιωτικός και νυν καθαρίστρια των παραθύρων του κτηρίου, που την ώρα της επίθεσης βρίσκεται κρεμασμένη στο εξωτερικό του.
Ακόμα μια περιπέτεια που δαιμονοποιεί τον περιβαλλοντικό ακτιβισμό (και δεν αναφέρομαι στους ανόητους που καταστρέφουν έργα τέχνης, αλλά σ’ εκείνους που τα βάζουν με τις πολυεθνικές). Δυστυχώς, εκτός από τη σκηνή στο μηχανοστάσιο που παραπέμπει στην εναρκτήρια σεκάνς του επίσης δικού του κι εξαιρετικού Μποντ «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» (Goldeneye», 1995), η υπόλοιπη ταινία επιβεβαιώνει γι’ ακόμη μια φορά ότι οι δόξες του σκηνοθέτη Μάρτιν Κάμπελ φαίνεται να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, καθώς αδυνατεί να εξυψώσει την ταινία σε κάτι παραπάνω από ένα ευτελές
αντίγραφο του «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» («Die Hard», Τζον ΜακΤίρναν, 1988), παρά τη δυναμική ερμηνεία της Ντέιζι Ρίντλεϊ.
Αξιοποιεί πάντως εύστοχα την ετερόκλιτη πολυώροφη αρχιτεκτονική του Λονδίνου, ξεκινώντας από το μπρουταλιστικό Trellick Tower του Έρνο Γκολντφίνγκερ στο Κένσαλ, όπου η ηρωίδα ζει τα τραυματικά παιδικά της χρόνια και μαθαίνει ν’ αψηφά τα ύψη, περνώντας έπειτα στο σύγχρονο One Canada Square του Σέζαρ Πέλι στο οικονομικό κέντρο του Canary Wharf, όπου εκτυλίσσεται η υπόλοιπη πλοκή.
PRESENCE
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Πρωταγωνιστούν: Καλίνα Λιάνγκ, Έντι Μάντεϊ, Λούσι Λιού, Κρις Σάλιβαν
Μια τετραμελής οικογένεια μετακομίζει στο καινούριο της σπίτι, που στην πορεία αποδεικνύεται στοιχειωμένο.
Ταινία τρόμου και πρώτη από τις δύο ταινίες του παραγωγικότατου σκηνοθέτη Σόντερμπεργκ που θα δούμε φέτος, μαζί με το κατασκοπικό «Σκιές στο σκοτάδι» («Black
Bag») τον επόμενο μήνα.
Το πιο ευδιάκριτο γνώρισμα της ταινίας το προσδίδουν τα μονοπλάνα που χειρίζεται ο ίδιος ο Σόντερμπεργκ (ως διευθυντής φωτογραφίας κι οπερατέρ με το ψευδώνυμο Πίτερ Άντριους), εδραιώνοντας την παρουσία του φαντάσματος αποκλειστικά μέσα από την οπτική του γωνία, με την ευρυγώνια εποπτεία και τη ρευστή ευκινησία που ταιριάζει σ’ ένα αερικό. Ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι ισορροπίες μεταξύ των μελών της οικογένειας, με τη μητέρα που πάσχει από το σύνδρομο της Ιοκάστης, τη διαμάχη των παιδιών και τον στοργικό πατέρα που προσπαθεί να εξισορροπεί τις καταστάσεις.
Από ‘κει και πέρα, δεν υπάρχουν δυστυχώς περισσότερα αξιομνημόνευτα στοιχεία, αφού ούτε τρόμος δημιουργείται, ούτε αγωνία εκτός ίσως στιγμιαία στη σκηνή της κορύφωσης, ενώ τόσο η δράση του φαντάσματος όσο κι η τελική ανατροπή σχετικά με την ταυτότητά του στερούνται λογική και συνέπεια (π.χ. δεν εξηγείται γιατί το φάντασμα επεμβαίνει σε κάποιες στιγμές, αλλά όχι σε άλλες, κρισιμότερες).