PERFECT DAYS MOVIE ΤΑΙΝΙΑ

Κινηματογραφή

 

 

 

 

ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΜΕΡΕΣ

PERFECT DAYS

Σκην.: Βιμ Βέντερς

Πρωτ.: Κότζι Γιακούσο

PERFECT DAYS MOVIE ΤΑΙΝΙΑ
Στο σημερινό Τόκιο ένας μεσήλικος καθαριστής δημόσιων τουαλετών ζει μια μονότονη και μοναχική ζωή, που μόνο προσωρινά διασταυρώνεται μ’ εκείνες άλλων ανθρώπων.

Ψυχολογικό και κοινωνικό δράμα που κέρδισε τα βραβεία της Οικουμενικής Επιτροπής κι ανδρικής ερμηνείας στο περσινό φεστιβάλ Καννών, ενώ είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Μια ταινία για την αυτάρκεια. Για την ευτυχία της ‘μικρής’ ζωής. Της ολιγαρκούς, μοναχικής, μονότονης και φαινομενικά ασήμαντης, χωρίς τίποτα το αξιοσημείωτο. Που εξυπηρετεί την επούλωση και τη γαλήνη.

Ο Χιραγιάμα είναι κάθε πρωί συγκινημένος, έτοιμος να κυριευτεί από ένα τραύμα το οποίο τον έχει αφήσει μοναχό και που η υποπλοκή με την αδερφή του υπονοεί ότι έχει οικογενειακές αιτίες.

Σ’ ένα ασκητικό διαμέρισμα με μόνη έγνοια τα φυτά του, επιμένοντας στους αναλογικούς τρόπους της εποχής του (κασέτες, φωτογραφική μηχανή), συνδεδεμένος με τη στοιχειώδη καθημερινότητα, καθώς το ξυπνητήρι του είναι το σκούπισμα του δρόμου από τη γειτόνισσα και χαρά του η θέα του ουρανού και των δέντρων, που μοιάζουν να τον ηρεμούν, να τον καθησυχάζουν και να του παρέχουν την ελάχιστη ώθηση που χρειάζεται για να βγει από το σπίτι και να ξεκινήσει τη μέρα του.

Ο Βέντερς δίνει επίσης μεγάλη σημασία στον χώρο και την αρχιτεκτονική του, καθώς η ζωή του ήρωα ταυτίζεται με τοποθεσίες πολύ διαφορετικού ύφους και λειτουργίας: το λιτό διαμέρισμα, οι ευφάνταστες τουαλέτες, τα λαϊκά λουτρά, το εμβληματικό Sky Tree και τα πολύβουα πανοραμικά της πόλης.

Κι αν σταδιακά η ρουτίνα του ξυπνήματος  γίνεται πιο βιαστική, επηρεασμένη από την αυξανόμενη συναισθηματική εμπλοκή του ήρωα με άλλους ανθρώπους, εν τέλει η πλοκή αποφεύγει το εύκολο τέλος, ευτυχώς προτιμώντας τη γλυκόπικρη διαπίστωση ότι η αλλαγή δεν είναι πάντοτε επιθυμητή ή εφικτή.

ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΡΧΗ

THE END WE START FROM

Σκην.: Μαχάλια Μπέλο

Πρωτ.: Τζόντι Κόμερ, Τζόελ Φράι

Μετά από καταρρακτώδεις βροχές που πλημμυρίζουν ολόκληρο το Λονδίνο προκαλώντας θάνατο και λιμό, μια μητέρα που έχει εγκαταλείψει την πόλη με το νεογέννητό της, προσπαθεί να επιστρέψει σπίτι της και να επανασυνδεθεί με τον άντρα της.

Κοινωνικό δράμα βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της βρετανίδας Μέγκαν Χάντερ, που εκδόθηκε το 2017.

Μια καθόλου πρωτότυπη, αλλά πάντα πρόσφορη σεναριακή ιδέα, που προσφέρει πολύ καλές ερμηνείες από την Κόμερ και τον Φράι, καθώς επίσης πειστική ατμόσφαιρα φόβου, κινδύνου και καταστροφής, χάρη στον εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής της Λώρα Έλις Κρικς και τα περιορισμένα, αλλά αληθοφανή ψηφιακά εφέ.

Η ταινία προσθέτει μια μητρική εκδοχή στο μετα-Αποκαλυπτικό σινεμά, που έχω την (αυθαίρετη, ίσως και λανθασμένη) αίσθηση ότι δεν είναι τόσο συχνή στη συγκεκριμένη κατηγορία, όπως κι η εικονογραφία του Λονδίνου που εμπλουτίζεται, έστω σύντομα, εδώ.

Κρίμα μόνο που το ενδιαφέρον υπονομεύεται επίσης από τη εύκολη αποφόρτιση των επιμέρους κρίσεων της πλοκής, αλλά και από την απουσία κεντρικής κλιμάκωσης.

ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ

LAND OF BAD

Σκην.: Γουίλιαμ Γιούμπανκ

Πρωτ.: Λίαμ Χέμσγουορθ, Ράσελ Κρόου, Τσίκα Ικόγκουε

Μια ομάδα των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων διεισδύει στις Φιλιππίνες για να ελευθερώσει έναν αιχμάλωτο πράκτορα της CIA, βοηθούμενοι από ένα οπλισμένο drone που χειρίζονται συνάδελφοί τους από μια βάση στο Λας Βέγκας. Όταν η επιχείρηση αποτυγχάνει, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε τα μέλη της ομάδας ν’ απεμπλακούν πριν πεθάνουν στα χέρια του εχθρού.

Στρατιωτική ταινία δράσης που κατάγεται από τον σωματώδη σοβινιστικό μιλιταρισμό της δεκαετίας του 1980 και των Σιλβέστερ Σταλόνε/ Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ/ Τσακ Νόρις.

Αναγνωρίζοντας τουλάχιστον τον πολιτικά πιο ενημερωμένο κι ευαίσθητο σημερινό θεατή και σε αντίθεση με τους κινηματογραφικούς ‘προγόνους’ της, η ταινία φροντίζει να διατηρήσει ελάχιστα ρητορικά προσχήματα, μέσα από την αντιπολεμική συζήτηση των μελών της ομάδας και τη φευγαλέα κριτική στις Η.Π.Α. όταν ο κακός μουσουλμάνος της υπόθεσης υπενθυμίζει στους αιχμαλώτους του το Γκουαντάναμο- σχόλιο που εξουδετερώνεται ακριβώς επειδή εκφράζεται από τον κακό της πλοκής, ενώ κανένα από τα παραπάνω στιγμιότυπα δεν αναιρεί τη βασική οπτική της ταινίας, με πιο κραυγαλέο παράδειγμα το ότι οι κακοί είναι Ασιάτες, Ρώσοι και Μουσουλμάνοι.

Επίσης, παρότι χτίζεται από το σενάριο ως τέτοιος μηχανισμός, ο επικείμενος τοκετός της γυναίκας του Ρίπερ δεν αξιοποιείται για να ασκήσει πίεση και να επιτείνει την αγωνία στον συγκεκριμένο χαρακτήρα και στη θέση του μέσα στην επιχείρηση.

Εφόσον όμως κανείς δεν έχει ψευδαισθήσεις για το είδος και τους στόχους της ταινίας, όλα τα παραπάνω παραβλέπονται εύκολα, παρασυρμένα από τη μεθοδική και χορταστική δράση, καθώς και τους ικανούς πρωταγωνιστές.

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΙΚΗΣ

RED RIGHT HAND

Σκην.: Έσομ Νελμς, Ίαν Νελμς

Πρωτ.: Ορλάντο Μπλουμ, Άντι ΜακΝτάουελ

Όταν η τοπική μαφιόζος απειλεί να σκοτώσει τον αδερφό και την ανιψιά του, ένας κτηνοτρόφος αναγκάζεται να ξαναδουλέψει γι’ αυτή μετά από χρόνια, προκειμένου να ξεπληρώσει το χρέος του αδερφού του.

Περιπέτεια εγκλήματος που χάρη στη συντηρητική ρητορική της (το μότο της οικογένειας είναι “Θεός, οικογένεια, επιβίωση”) και την κοινότοπη πλοκή της, δεν ξεφεύγει από τις διεκπεραιωτικές προσθήκες του είδους.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΑΡΑΜΟΝΕΥΕΙ

CUANDO ACECHA LA  MALDAD

Σκην.: Ντέμιαν Ρούγκνα

Πρωτ.: Εζέκιελ Ροντρίγκεζ, Ντέμιαν Σάλομον

Στην αργεντινή επαρχία ένα αγόρι καταλαμβάνεται από έναν δαίμονα κι αυτοί που αναλαμβάνουν να ξεφορτωθούν το παραμορφωμένο σώμα του, καταλήγουν να διασπείρουν περισσότερο το κακό.

Ταινία τρόμου που περιστασιακά ξαφνιάζει με το απρόσμενα χαλαρό ύφος των επιθέσεων του δαίμονα, αλλά συνολικά ένιωσα ότι οι αφηγηματικοί του κανόνες παρέμειναν αυθαίρετοι κι ασαφείς.

MADAME WEB

Σκην.: Ες Τζέι Κλάρκσον

Πρωτ.: Ντακότα Τζόνσον, Σίντνεϊ Σουίνι, Σελέστ Ο Κόνορ, Ταχάρ Ραχίμ

Η Κάσι είναι μια διασώστρια που μετά από ένα ατύχημα διαπιστώνει ότι μπορεί να προβλέπει το μέλλον- ικανότητα που θα τη βοηθήσει να προστατέψει τον εαυτό της και τρία έφηβα κορίτσια, καθώς καταδιώκονται από έναν άντρα με υπερφυσικές δυνάμεις.

Περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική εξόρμηση της ομώνυμης ηρωίδας της Marvel, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα κόμικ της εταιρείας το 1980.

Αποτελεί επίσης την τέταρτη προσθήκη στο αφηγηματικό σύμπαν της Sony/ Columbia με ήρωες από τον κόσμο του Spider-Man, έπειτα από τα δύο «Venom» (Ρούμπεν Φλάισερ, 2018 και Άντι Σέρκις, 2021) και το «Morbius» (Ντάνιελ Εσπινόζα, 2022), ενώ φέτος θ’ ακολουθήσουν ακόμα δύο τίτλοι, «Kraven o Κυνηγός» («Kraven the Hunter») του Τζέι Σι Τσάντορ και «Venom 3» της Κέλι Μαρσέλ.

Εκτός από το πρώτο «Venom», οι υπόλοιπες απόπειρες της Sony να φτιάξει το δικό της υπερηρωικό σύμπαν δε βλέπονται, συμπεριλαμβανομένης αυτής εδώ.

Κοινότοπη πλοκή, ασυνεπής σκηνοθεσία (υποτίθεται ότι έχουν μεσολαβήσει 30 χρόνια, αλλά ο χρόνος δεν έχει αγγίξει τον Ιζίκιελ και τον Σαντιάγκο), απλοϊκοί διάλογοι, άνευρες σκηνές δράσης, υπονόμευση των διακυβευμάτων από την έλλειψη κρισιμότητας και μια επίπεδη ερμηνεία από τη Τζόνσον, κατέστησαν προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές αποτυχίες στην ιστορία του είδους των υπερηρώων.