ουτε καν ταινια

Κινηματογραφή

 

Η τρίτη ταινία ενός από τους πιο συναρπαστικούς σημερινούς αμερικανούς δημιουργούς είναι η πιο άνιση προσθήκη στη φιλμογραφία του μέχρι τώρα, διαθέτει όμως αρκετά στοιχεία που τη διατηρούν αξιοθέατη.

ΟΥΤΕ ΚΑΝ // NOPE

Σκην.: Τζόρνταν Πιλ.

Πρωτ.: Ντάνιελ Καλούγια, Κίκι Πάλμερ, Μπράντον Περέα, Μάικλ Γουίνκοτ, Στίβεν Γιάν.

Μετά τον αλλόκοτο θάνατο του πατέρα τους από μικροαντικείμενα που πέφτουν ξαφνικά από τον ουρανό, τα αδέρφια Ο Τζέι και Έμεραλντ Χέιγουντ συνεχίζουν το οικογενειακό ράντσο με άλογα που συμμετέχουν σε  κινηματογραφικές παραγωγές, σε μια απομονωμένη περιοχή της Καλιφόρνιας. Εκεί θα γίνουν μάρτυρες ενός εξωγήινου φαινομένου, που θα εξηγήσει τον θάνατο του πατέρα τους και κινδυνεύει να προκαλέσει τον δικό τους.

Για όσους τυχόν δε γνωρίζουν ή δε θυμούνται, να θυμίσουμε ότι ο αμερικανός σκηνοθέτης Τζόρνταν Πιλ ήταν και παραμένει ένας εξαιρετικά δημοφιλής κωμικός ηθοποιός, που όμως όταν αποφάσισε να σκηνοθετήσει επέλεξε να δουλέψει στο είδος του τρόμου, στο οποίο ανήκουν τόσο η φετινή, όσο κι οι δύο προηγούμενες ταινίες του, «Τρέξε!» («Get Out», 2017) και «Εμείς» («Us», 2019).

Κι οι δύο διέπρεψαν σε κριτική αναγνώριση, βραβεία και εισπράξεις, χαρίζοντας στον σκηνοθέτη ένα Όσκαρ σεναρίου για την πρώτη και καθιστώντας τον έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς στο συγκεκριμένο είδος, αλλά και την κινηματογραφική βιομηχανία γενικότερα.

Μαζί με συναδέλφους του, όπως ο Άρι Άστερ, ο Ρόμπερτ Έγκερς κι ο Οζ Πέρκινς, ο Πιλ συγκροτεί μια νέα γενιά σκηνοθετών τρόμου, που απομακρύνεται από το προ πολλού εξαντλημένο χολιγουντιανό στερεότυπο του κατά συρροή δολοφόνου κι ανανεώνει το είδος δίνοντας έμφαση στην αισθητική και το αιχμηρό πολιτικοκοινωνικό σχόλιο μέσα από τη μεταφυσική αλληγορία.

Εδώ ο Πιλ εισάγει στη φιλμογραφία του το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας (τουλάχιστον εντονότερα απ’ ό,τι προηγουμένως), συνδυασμένο επίσης με το αναθεωρητικό γουέστερν για να μιλήσει για το φαινόμενο του θεάματος και τη μανία της σημερινής κοινωνίας με την εικόνα, αλλά και να πραγματευτεί εκ νέου τη φυλετική αναπαράσταση της Άγριας Δύσης, διαμέσου της κινηματογραφικής ιστορίας, από τη διαδοχή φωτογραφιών του Έντουαρντ Μάιμπριτζ μέχρι τα σύγχρονα ψηφιακά εφέ.

Οι χώροι της πλοκής αφορούν σκηνοθετημένα θεάματα: η τηλεοπτική σειρά, το πλατό της διαφήμισης, το ράντσο του Τζουπ, ενώ το μοναδικό φυσικό τοπίο της πλοκής, η περιοχή όπου βρίσκεται το σπίτι των Χέιγουντ κι εμφανίζεται το εξωγήινο πλάσμα, καταλήγει να ‘σκηνοθετείται’ από τα αδέρφια μέσα από την τοποθέτηση καμερών ασφαλείας και την ανάθεση της καταγραφής του φαινομένου στον φημισμένο διευθυντή φωτογραφίας με την αυτοσχέδια κάμερα Imax.

Επίσης, το βλέμμα, η λειτουργία της όρασης φορτίζεται ταυτόχρονα θετικά κι αρνητικά. Το άλογο αντιδρά βίαια όταν αντικρίζει το είδωλό του στον καθρέφτη, ο Τζουπ ονομάζει τους εξωγήινους “θεατές”, αλλά η αποστροφή του βλέμματος από το εξωγήινο πλάσμα είναι αυτό που γλιτώνει τους ήρωες από τον θάνατο.

Όσο για το γουέστερν, η παραδοσιακή λευκή Δύση παρωδείται (μέσα από τη μασκότ του ράντσου του Τζουπ) κι ανακτάται από μαύρους κι ασιατικής καταγωγής χαρακτήρες σε μια περισσότερο συμπεριληπτική αναθεώρηση της ειδολογικής εικονογραφίας –ούτε κάτι ριζοσπαστικό, καθώς το έχουμε ξαναδεί προηγουμένως σε άλλα γουέστερν, αλλά ούτε κι ακριβώς τετριμμένο, χάρη στην πολιτική αναγκαιότητα για διευρυμένη αναπαράσταση, που εξακολουθεί να εξυπηρετεί.

Τα παραπάνω αποδεικνύουν γι’ ακόμα μια φορά, ότι ο Πιλ είναι ένας ευφυής κι ευρηματικός δημιουργός, με ιδιαίτερο ταλέντο στο να δημιουργεί εμπνευσμένα κι ανεπιτήδευτα απόκοσμες εικόνες (π.χ. το μακελειό στο στούντιο κι η λεπτομέρεια με το ανεξήγητο όρθιο παπούτσι). Κι ανεξάρτητα από το πόσο εξεζητημένες μπορεί να είναι οι σεναριακές του ιδέες, καταφέρνουν να παρασύρουν τον θεατή χάρη στην εικονογραφική τους γοητεία, αλλά και τη συνοχή τους, η οποία εδώ δυστυχώς έχω την εντύπωση ότι είναι η πιο αδύναμη από τις τρεις ταινίες του μέχρι τώρα.

Νομίζω δηλαδή ότι το σοβαρό μειονέκτημα της ταινίας είναι η λειτουργία του εξωγήινου πλάσματος, που πάσχει από σοβαρές αντιφάσεις, υπονομεύοντας την πειστικότητα της δράσης κι αφήνοντας την ταινία από ένα σημείο και μετά να μοιάζει πλατειασμένη, στομφώδης και χαμένη στον ίδιο της τον θεματικό λαβύρινθο.

Ακόμα κι έτσι όμως, παραμένει ενδιαφέρουσα χάρη στην -έστω συζητήσιμη- θεματική ποικιλία της, τις εξαιρετικές ερμηνείες από τον Καλούγια (στη δεύτερη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη μετά το «Τρέξε!») και την Πάλμερ, και τον εικονογραφικό της πλούτο.