ΕΠΙΣΗΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ - COMPETΕΝCΙΑ OFICIAL

Δυο περιπέτειες, που αποδεικνύουν ότι τα μεγάλα ονόματα δεν κάνουν την καλή ταινία, και μια έξυπνη, αλλά άνιση σάτιρα.

ΕΠΙΣΗΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

COMPETΕΝCΙΑ OFICIAL

Σκην.: Μαριάνο Κον, Γκαστόν Ντουπράτ

Πρωτ.: Πενέλοπι Κρουζ, Αντόνιο Μπαντέρας, Οσκάρ Μαρτίνεζ

Θέλοντας μεταξύ άλλων να βασίσει την υστεροφημία του και σ’ ένα σπουδαίο πνευματικό έργο, ένας ηλικιωμένος φαρμακοβιομήχανος αναθέτει την κινηματογραφική διασκευή ενός βιβλίου σε μια διακεκριμένη σκηνοθέτρια και δύο διάσημους πρωταγωνιστές.

Στη διάρκεια της προετοιμασίας αναδύεται ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των ηθοποιών, που πρεσβεύουν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για την τέχνη.

Σάτιρα για τη βιομηχανία του θεάματος, την υποκριτική, τη δημιουργία και την πρόσληψη της τέχνης.

Οι έξυπνες ιδέες του σεναρίου κι οι ζωηρές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών υπονομεύονται από τον ‘βαρύ’ ρυθμό του μοντάζ, ο οποίος βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τη σπιρτάδα και την αιχμηρότητα που ο παραλογισμός της πλοκής μοιάζει να έχει ανάγκη.

ΘΗΡΑΜΑ

PREY

Σκην.: Νταν Τράχτενμπεργκ

Πρωτ.: Άμπερ Μιντθάντερ, Ντακότα Μπίβερς, Ντέιν ΝτιΛιέγκρο

Το 1719 στις Μεγάλες Πεδιάδες της Βόρειας Αμερικής η Νάρου είναι μια δυναμική νεαρή Κομάντσι, η οποία προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι εκτός από καλή θεραπεύτρια όπως παραδοσιακά προορίζεται από τη φυλή της, είναι κι εξαιρετική κυνηγός. Η επιθυμία της θα εκπληρωθεί όταν ανακαλύπτει, ότι στην περιοχή που ζει έχει προσγειωθεί ένα εξωγήινο τέρας.

Ακόμα μία προσθήκη στη σειρά περιπετειών φαντασίας, ακολουθώντας το κλασικό στο είδος «Ο κυνηγός» («Predator», Τζον ΜακΤίρναν, 1987), τις απογοητευτικές του συνέχειες «Ο κυνηγός 2» («Predator 2», Στίβεν Χόπκινς, 1990), «Οι κυνηγοί» («Predators», Νίμροντ Άνταλ, 2010) και «Κυνηγός» («The Predator», Σέιν Μπλακ, 2018), καθώς και τις εξίσου αδιάφορες spin-off διασταυρώσεις με τα Alien στα «Άλιεν εναντίον Κυνηγού» («Alien VS.

Predator», Πωλ Γ. Σ. Άντερσον, 2004) και «Άλιεν εναντίον Κυνηγού 2» («Aliens VS. Predator: Requiem», Κόλιν και Γκρεγκ Στράους, 2007).

Διαθέτοντας σχετικά επιτυχημένη προϋπηρεσία σε μια ακόμα κινηματογραφική σειρά επιστημονικής φαντασίας μικρών προδιαγραφών με το «10 Cloverfiled Lane» (2016), ο Τράχτενμπεργκ παραδίδει τη μικρότερης σκηνοθετικής κλίμακας ταινία της σειράς, χωρίς όμως αυτό ν’ αποτελεί μειονέκτημα- κάθε άλλο μάλιστα, εφόσον ως τώρα στη συγκεκριμένη σειρά ο μαξιμαλισμός έχει ταυτιστεί με τις χειρότερες στιγμές της.

Καταφέρνει δηλαδή να φτιάξει μια ιστορία που παρά τη μικρή κλίμακα παραγωγής της, παίρνει στα σοβαρά τόσο τους ήρωές της όσο και το θέαμά της, καταλήγοντας μια συνεπής στους συμβατικούς κατά τ’ άλλα στόχους της.

Παρά τα περιστασιακά πρόχειρα οπτικά εφέ, η Μιντθάντερ ενσαρκώνει τη Νάρου με όλο τον απαιτούμενο δυναμισμό, η αγωνία χτίζεται μεθοδικά, ενώ η πλοκή ανταποκρίνεται στο σύγχρονο φεμινιστικό πρόταγμα, τοποθετείται σ’ ένα αφηγηματικό πλαίσιο που λειτουργεί ως ιστορικο-πολιτική αλληγορία για τη δυτική αποικιοκρατία, κι επιτρέπει στη σκηνοθεσία να τη διατρέξει εύστοχα και πειστικά από το μοτίβο του κυνηγιού, καθιστώντας τον άνθρωπο μέρος μιας ζωικής αλυσίδας επιβίωσης από την οποία προκαλείται να διαφύγει.

Διατίθεται στο Disney+.

BULLET TRAIN

Σκην.: Ντέιβιντ Λιτς

Πρωτ.: Μπραντ Πιτ, Τζόι Κινγκ, Μπράιαν Ταϊρί Χένρι, Άαρον Τέιλορ- Τζόνσον

Ο Ladybug είναι ένας από διάφορους επαγγελματίες δολοφόνους, που αναζητούν τον ίδιο χαρτοφύλακα μέσα στο ‘τρένο- σφαίρα’, το οποίο διασχίζει την Ιαπωνία. Στη διαδρομή όμως προκύπτουν αποκαλύψεις που φέρνουν τους δολοφόνους αντιμέτωπους μεταξύ τους.

Κωμική περιπέτεια που διασκευάζει το μυθιστόρημα του ιάπωνα Κοτάρο Ιζάκα «Maria Beetle», το οποίο εκδόθηκε το 2010.

Ένα ‘ξαναζεσταμένο’ συνονθύλευμα από Κουέντιν Ταραντίνο (τα φλάσμπακ στην υποπλοκή της Ιαπωνίας, το έντονο ‘κομικό’ πιτσίλισμα του αίματος στις σκηνές μάχης και το φετιχιστικό παρουσιαστικό της Prince παραπέμπουν στο «Kill Bill»), Γκάι Ρίτσι (τα αδέρφια Lemon και Tangerine με τις επιτηδευμένες cockney προφορές τους), μαζί με μπόλικο άστοχο ή παρωχημένο εξυπνακίστικο χιούμορ, που ο σκηνοθέτης κουβαλάει από το «Deadpool 2» (2018) κι εδώ υπονομεύει συνεχώς τα ψήγματα κρισιμότητας που μετά βίας διακρίνονται στην πλοκή. Προσθέστε κοινότοπες σκηνές μάχης με αναληθοφανή ψηφιακά εφέ (η σύγκρουση των δύο τρένων είναι ακούσια αστεία) κι έχετε μία από τις πιο αδιάφορες ταινίες του καλοκαιριού.