Η νέα ταινία ενός σπουδαίου αμερικανού δημιουργού και μία από τις καλύτερες πρόσφατες ελληνικές ταινίες παραδόξως φτάνουν στις βαλτωμένες αίθουσες του Ηρακλείου και μάλιστα συγχρόνως με την Αθήνα. Αφιερώστε τους την προσοχή σας, ώστε οι αιθουσάρχες να ενθαρρυνθούν και να συνεχίσουν να περιλαμβάνουν περισσότερες σαν κι αυτές στο πρόγραμμά τους.
ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ
Σκην.: Ζαχαρίας Μαυροειδής
Πρωτ.: Μιχάλης Σαράντης, Θανάσης Παπαγεωργίου, Γιώτα Φέστα, Γιάννης Νιάρρος, Ξένια Καλογεροπούλου
Στην Αθήνα του 2011, ο Άρης είναι ένας τριαντάρης αποτυχημένος εισαγωγέας εσπρεσιέρων, που μετακομίζει στο σπίτι του εκλιπόντα παππού του στην περιοχή του Παπάγου. Εκεί ξανασυναντά δικούς του παιδικούς φίλους, αλλά και τον Βάσο, τον κομουνιστή φίλο του δεξιού παππού, στον οποίο είχε παραχωρήσει ένα σπίτι για να μείνει, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που τους χώρισαν στη διάρκεια του Εμφυλίου.
Δραματική κομεντί που κέρδισε δικαίως Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβρη, καθώς αποτελεί μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Ακόμα μία προσθήκη στην κατηγορία των ταινιών που πραγματεύονται στον Ελληνικό Εμφύλιο και, όπως η «Ψυχή βαθιά» (2009) του Παντελή Βούλγαρη, τον κοιτάει μέσα από ένα συμφιλιωτικό πρίσμα, το οποίο δυστυχώς δε μπορούμε να συζητήσουμε πιο συγκεκριμένα, ώστε να μην αποκαλύψουμε τις εκπλήξεις της πλοκής.
Μπορούμε να πούμε όμως για τις μεστές συνθέσεις των πλάνων που συμβάλλουν στην αφηγηματική οικονομία, την ισορροπία των ερμηνειών, την ακρίβεια του μοντάζ, την κομψότητα των συναισθημάτων και τη λεπτότητα του χιούμορ. Επίσης, μπορεί με ιστορικούς όρους η μειλιχιότητα της σεναριακής ρητορικής να μοιάζει απολιτική. Μέσα από την τελική της αποκάλυψη όμως αποκτά πολιτική χροιά στοχεύοντας στις διεκδικήσεις της σημερινής εποχής, επισφραγίζοντας μέσα απ’ αυτή μια ξεκάθαρη, καίρια και προοδευτική στάση, τόσο για το παρόν όσο και για το παρελθόν, την οποία ούτως ή άλλως υπαινίσσεται μέχρι τότε.
Η μόνη μου ένσταση αφορά το τελευταίο τμήμα της πλοκής, όπου αισθάνθηκα ότι παραλείπεται ένα μικρό στάδιο στην εξέλιξή της, καθώς δεν παρέχονται αρκετές εξηγήσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Ο Άρης βεβαίως δείχνει τη μετάνοιά του, η επιμονή του Βάσου στην επιλογή του έχει κυρίως συμβολικό, συναισθηματικό χαρακτήρα κι η μονοκατοικία εύλογα τίθεται προς πώληση, αφού είναι το μόνο μέσο ώστε ο Άρης κι οι γονείς του ν’ ανασάνουν οικονομικά. Όμως ακόμα κι αν τα γεγονότα οδηγούσαν ούτως ή άλλως στη συγκεκριμένη έκβαση, προσωπικά ένιωσα ότι η οικογένεια αποδέχεται πολύ εύκολα την απόφαση του Βάσου, χωρίς δηλαδή ν’ αναρωτιέται την αιτία που την έχει προκαλέσει και χωρίς ο Άρης ν’ αναγνωρίζει την προσβλητική του στάση και να τους εξηγεί την κατάσταση. Αντιθέτως, θα έπρεπε να έχει δηλωθεί ρητά κι όχι απλώς να υπονοηθεί η λύση της παρεξήγησης, ώστε να τονιστεί το αληθινό κίνητρο της απόφασης του Βάσου (που είναι εξάλλου σημαντικό επειδή ολοκληρώνει τη συνολική σεναριακή τροχιά του) κι όχι να αφήνεται η εντύπωση της εμμονής σε μια παρεξήγηση.
Τέλος, όπως σε δύο ακόμη ταινίες της σημερινής στήλης, την «Κρυφή ζωή» και το «Κάλεσμα της άγριας φύσης», το βουνό αποτελεί θεμελιώδες σύμβολο του ανθρώπινου αγώνα για επιβίωση κι ελευθερία.
ΜΙΑ ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ
A HIDDEN LIFE
Σκην.: Τέρενς Μάλικ
Πρωτ.: Όγκουστ Ντιλ, Βάλερι Πάχνερ, Μαρία Σιμόν, Ματίας Σόναρτς
Στην Αυστρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φραντς Γιέγκερστέτερ είναι ένας αγρότης και αντιρρησίας συνείδησης που απολαμβάνει μια ειδυλλιακή ζωή με τη γυναίκα του, Φάνι, και τα τρία μικρά κορίτσια τους. Όταν καλείται να καταταγεί, αποκηρύσσει τον ναζισμό κι αρνείται να ορκιστεί πίστη στον Αδόλφο Χίτλερ, κινδυνεύοντας να χάσει την οικογενειακή του ευτυχία και την ίδια του τη ζωή.
Βιογραφικό δράμα που αφηγείται την αληθινή ιστορία του Γιέγκερστέτερ, βασισμένο στην αλληλογραφία του με τη γυναίκα του, και το οποίο κέρδισε το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο περυσινό φεστιβάλ Καννών.
Μια ιστορία για τον πασιφισμό, την ακεραιότητα και τον αφανή ηρωισμό. Για την ακραία τροπή που μπορεί επίσης να πάρει η ζωή ενός ανθρώπου, από εκεί που χαίρεται τον προσωπικό του παράδεισο να βρεθεί να υφίσταται την εξευτελιστική ταπείνωση από μια μορφή εξουσίας και μάλιστα στη χειρότερη, φασιστική, έκφανσή της.
Το σεναριακό πλάτειασμα αποζημιώνουν τα απέραντα, καταπράσινα πλάνα που φτιάχνει ο διευθυντής φωτογραφίας Γιοργκ Βίντμερ, που μαζί με το συγκινητικό μουσικό θέμα του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ εκθειάζουν την ειδυλλιακή γαλήνη και πληρότητα της απλής οικογενειακής ζωής, την κοπιαστική, αλλά ζωτική σχέση του ανθρώπου με τη γη και την αρμονική του συνύπαρξη με τη φύση. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης προχωρά σε μια συζητήσιμη επιλογή ν’ αφήσει τους γερμανικούς διαλόγους αμετάφραστους. Παρότι δεν εκφέρονται όλοι από τους Ναζί, η συνολική εντύπωση που δημιουργεί η γλώσσα ειδικά σε όσους δεν τη γνωρίζουν, είναι το υποτιμητικό στερεότυπο της ακατάληπτης ανθρωποφαγικής κραυγής.
ΟΙ ΑΕΡΟΝΑΥΤΕΣ
THE AERONAUTS
Σκην.: Τομ Χάρπερ
Πρωτ.: Έντι Ρέντμεϊν, Φελίσιτι Τζόουνς, Χίμες Πατέλ
Στο Λονδίνο του 1862 η πιλότος Αμίλια Ρεν κι ο αστρονόμος Τζέιμς Γκλέισερ, που συστήνεται επίσης με τη μέχρι τότε άγνωστη ιδιότητα του ‘μετεωρολόγου’, ξεκινούν μια παράτολμη πτήση με αερόστατο, προκειμένου να μετρήσουν τις ιδιότητες του αέρα και να πείσουν την επιστημονική κοινότητα ότι η εξέλιξη του καιρού μπορεί να προβλεφθεί.
Ημι-βιογραφικό δράμα εποχής βασισμένο στο βιβλίο του Ρίτσαρντ Χολμς «Falling Upwards: How We Took to the Air», που εκδόθηκε το 2013. Αποτελεί επίσης τη δεύτερη συνεργασία μεταξύ των πρωταγωνιστών Ρέντμεϊν και Τζόουνς μετά τη «Θεωρία των πάντων» («The Theory of Everything», Τζέιμς Μαρς, 2014) για την οποία ο Ρέντμεϊν βραβεύτηκε με Όσκαρ.
Η φετινή τους συνεργασία επικρίθηκε για την επιλεκτικότητα με την οποία παρουσιάζει τα γεγονότα, καθώς παραλείπει τον Χένρι Τρέισι Κόξουελ, που ήταν ο πραγματικός συνεπιβάτης του Γκλέισερ κι όχι η Ρεν, ο χαρακτήρας της οποίας είναι φανταστικός. Κατά τ’ άλλα παραμένει μια φροντισμένη, περιστασιακά αγωνιώδης, αλλά συνολικά συμβατική και προβλέψιμη ιστορία για την επιμονή της επιστημονικής διορατικότητας ενάντια στις κατεστημένες αντιλήψεις.
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΦΥΣΗΣ
THE CALL OF THE WILD
Σκην.: Κρις Σάντερς
Πρωτ.: Τέρι Νόταρι, Χάρισον Φορντ, Ομάρ Σι, Νταν Στίβενς
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Μπακ είναι ένας σκύλος που περνάει από τέσσερα αφεντικά μέχρι ν’ ανακαλύψει το πραγματικό του σπίτι σε μια αγέλη λύκων στην ορεινή φύση.
Φιλοζωική και φυσιολατρική περιπέτεια εποχής βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον, που εκδόθηκε το 1903 κι έχει διασκευαστεί σε ζωντανή δράση άλλες τέσσερις φορές: το 1923 από τον Φρεντ Τζάκμαν με πρωταγωνιστή τον Τζον Θόρντον, το 1935 από τον Γουίλιαμ Γουέλμαν με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, το 1972 από τον Κεν Ανάκιν με τον Τσάρλτον Ίστον και το 1996 από τον Πέτερ Σβάτεκ με τον Ρούτγκερ Χάουερ. Ίσως το γόητρο των μεγάλων σταρ που έχουν θητεύσει στις προηγούμενες διασκευές να εξηγεί το κίνητρο για την επιλογή του Φορντ να συμμετάσχει σ’ ένα τέτοιο σχέδιο, προορισμένο κυρίως στο παιδικό και νεανικό κοινό.
Παρότι δεν ξεφεύγει από την απλότητα και τα κλισέ του είδους, η ταινία καταφέρνει να γίνει μέχρι και συγκινητική ανάλογα με τις ευαισθησίες του καθενός, ενώ ο Νόταρι υποδύεται ψηφιακά τον Μπακ μέσω του motion capture (αποτύπωση κίνησης), προσδίδοντάς του χαριτωμένη κι αδέξια αφέλεια, ευφυΐα και πυγμή.