ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΠΕΣ - THE TWO POPES

Μια ταινία που ‘ξεπλένει’ τα εγκλήματα της Εκκλησίας με δύο σπουδαίες ερμηνείες.

 

  • ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΠΕΣ – THE TWO POPES

Σκην.: Φερνάντο Μεϊρέγιες

Πρωτ.: Άντονι Χόπκινς, Τζόναθαν Πράις

Το 2012 ο πάπας Βενέδικτος 16ος προσκαλεί τον καρδινάλιο Αργεντινής Χόρχε Μάριο Μπρεγκόλιο για να του ανακοινώσει ότι αποφάσισε ν’ αποσυρθεί κι ότι επιθυμεί να τον διαδεχτεί εκείνος. Παρά τις διαφορετικές τους αντιλήψεις, η  συνάντησή τους αποδεικνύεται απρόσμενα καθαρτήρια και για τους δυο.

Βιογραφικό δράμα που μετά τον «Ιρλανδό» («The Irishman», Μάρτιν Σκορσέζε) και την «Ιστορία γάμου» («Marriage Story», Νόα Μπόμπακ), αποτελεί την τρίτη παραγωγή με την οποία το Netflix επιχειρεί να επιβληθεί στη φετινή περίοδο των βραβείων και φαίνεται να το καταφέρνει. Ανάμεσα στις πολυάριθμες διακρίσεις και υποψηφιότητες που έχουν λάβει οι άλλες δύο ταινίες, αυτή εδώ είναι υποψήφια για τέσσερις Χρυσές Σφαίρες: ταινίας, σεναρίου κι ερμηνειών για τους δύο σπουδαίους πρωταγωνιστές της.

Κι οι δύο παραδίδουν συγκροτημένες, ισορροπημένες ερμηνείες δύο ανθρώπων σ’ έναν ειλικρινή και νηφάλιο απολογισμό ζωής, στη διάρκεια του οποίου αναγνωρίζουν τα λάθη τους κι αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν πριν και μετά τη συνάντησή τους.

Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί στην πράξη μπορεί κανείς να εγείρει πολλές ενστάσεις, ανάλογα με το πόσο θρήσκος, ορθολογιστής ή κυνικός είναι. Μπορεί δηλαδή να δει την ιστορία δύο ανθρώπων που είτε περνούν στωικά από την εξομολόγηση στην εξιλέωση (όπως ο Φρανκ Σίραν στον «Ιρλανδό»), είτε απολαμβάνουν την εξωφρενική πολυτέλεια να αυτο-συγχωρούνται εξασφαλισμένοι από την τρυφή και τα προνόμια ενός εξοργιστικά υποκριτικού κι εξουσιαστικού θεσμού όπως η Χριστιανική Εκκλησία κι η θρησκεία γενικότερα.

Είναι κατανοητή η πρόθεση της ταινίας να μιλήσει για τις έννοιες της μετάνοιας και της συγχώρεσης, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το κάνει μέσα σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο, η ηθική σημασία του οποίου υποτίθεται ότι υπερβαίνει κάθε έγκλημα επειδή βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με τον Θεό. Στη διάρκεια της πλοκής δηλαδή οι χαρακτήρες έχουν ομολογήσει εγκλήματα, όπως η συνεργασία με  φασιστικά καθεστώτα κι η συγκάλυψη της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, που σε περιπτώσεις κοινών πολιτών θα είχαν φτάσει τουλάχιστον μέχρι τα δικαστήρια, ενώ η καλλιτεχνική τους πραγμάτευση θα ήταν πολύ πιο αιχμηρή.

Ωστόσο, παρότι προς τιμήν της εκθέτει θαρραλέα και διεξοδικά τις μελανές πλευρές στη ζωή των δύο αντρών (ή τουλάχιστον κάποιες απ’ αυτές), η ταινία μοιάζει να εκδίδει τα συγχωροχάρτια της υπερβολικά εύκολα, εξαρχής προδιατεθειμένη ευνοϊκά προς ένα θέμα που στη σημερινή εποχή είναι πολύ πιο αμφιλεγόμενο.

 

  • Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΜΙΝΤΓΟΥΕΪ – MIDWAY

Σκην.: Ρόλαντ Έμεριχ

Πρωτ.: Εντ Σκράιν, Πάτρικ Γουίλσον, Λουκ Έβανς, Νικ Τζόνας, Άαρον Έκχαρτ, Γούντι Χάρελσον

Την άνοιξη του 1942 το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό ετοιμάζεται να αιφνιδιάσει τις προελαύνουσες ιαπωνικές δυνάμεις στα νησιά Μίντγουεϊ, και να εκδικηθεί για την πανωλεθρία που υπέστη στο Περλ Χάρμπορ.

Πολεμική περιπέτεια που αναπαριστά τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία έχουν απεικονισθεί επίσης στην ομότιτλη ταινία που γύρισε ο Τζακ Σμάιτ το 1976 μ’ ένα θρυλικό καστ που περιλάμβανε μεταξύ άλλων τους Τσάρλτον Ίστον, Χένρι Φόντα, Τοσίρο Μιφούνε και Ρόμπερτ Μίτσαμ. Επίσης, η πλοκή της σε μεγάλο βαθμό συμπίπτει μ’ εκείνη του «Περλ Χάρμπορ» («Pearl Harbor», Μάικλ Μπέι, 2001), προσφέροντας πατριωτικό αμερικανικό θέαμα, τετριμμένο και γλυκανάλατο, αλλά πληθωρικό και χορταστικό.

 

  • ΜΑΥΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – BLACK CHRISTMAS

Σκην.: Σοφία Τακάλ

Πρωτ.: Ίμοτζεν Πουτς, Κάρι Έλγουες, Λίλι Ντόναχιου

Τέσσερις φίλες και μέλη μιας αδερφότητας αποφασίζουν ν’ ανεβάσουν ένα μουσικοχορευτικό νούμερο με θέμα τους βιασμούς στα πανεπιστήμια. Ως αποτέλεσμα αρχίζουν να βρίσκονται δολοφονημένες, ενώ όσες παραμένουν ακόμα ζωντανές, πρέπει ν’ ανακαλύψουν τον δολοφόνο πριν έρθει η σειρά τους.

Φεμινιστικό θρίλερ τρόμου που αποτελεί δεύτερο ριμέικ της ομώνυμης ταινίας, την οποία σκηνοθέτησε ο Μπομπ Κλαρκ το 1974 με πρωταγωνίστριες την Ολίβια Χάσεϊ και τη Μάργκο Κίντερ, και διασκεύασε επίσης ο Γκλεν Μόργκαν το 2006.

Το σενάριο θίγει ένα σημαντικό πρόβλημα της αμερικανικής φοιτητικής κουλτούρας, ενώ παράλληλα προάγει τη γυναικεία αλληλεγγύη, αλλά το κάνει μέσα σε μια κοινότοπη, άνευρη και προβλέψιμη αφήγηση, με επιφανειακούς, στερεότυπους χαρακτήρες.

 

  • ΤΣΑΡΛΙ

Σκην.: Θανάσης Τσαλταμπάσης

Πρωτ.: Θανάσης Τσαλταμπάσης, Γιώργος Κοψιδάς, Αγοραστή Αρβανίτη

Ο Τσάρλι είναι ένας χρεωμένος και πεινασμένος αλητάκος, που προσπαθεί να εξαρθρώσει μια σπείρα απαγωγέων μικρών παιδιών.

Μετά την ανεκδιήγητη «Πέμπτη και 12» (2014), αυτή η κομεντί αποτελεί τη δεύτερη σκηνοθεσία του Τσαλταμπάση, με την οποία κεφαλαιοποιεί τον ρόλο του Τσάρλι Τσάπλιν που ερμήνευσε στην ομώνυμη θεατρική παράσταση, η οποία ανέβηκε στην Αθήνα το 2017 βασισμένη στο έργο του Ντανιέλ Κολά.

Για την ιστορία, ο Τσαλταμπάσης δεν είναι ο πρώτος ηθοποιός που οικειοποιείται την περσόνα του Τσάπλιν στον ελληνικό κινηματογράφο. Έχει προηγηθεί ο Κίμων Σπαθόπουλος πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τίτλους όπως μεταξύ άλλων «Ο Σαρλώ αρχιληστής στην Αράχωβα» (Αναστάσιος ή Αντώνης ή Δ. Κεφαλάς, 1927), «Ο παλιάτσος της ζωής» (Κεφαλάς και Νίκος Μεταξάς, 1930), «Ο πρίγκηψ των αλητών» (Ορέστης Λάσκος, 1932 ή 1933) και «Το όνειρο του παλιατζή» (Κίμων Σπαθόπουλος, 1956). Στο YouTube μάλιστα μπορείτε να βρείτε ένα πολύ πειστικό μιμητικό νούμερό του από την ταινία «Η ανθοπώλις των Αθηνών» (Αντώνης Παπαδαντωνάκης, 1945).     Δυστυχώς το εγχείρημα του Τσαλταμπάση είναι απογοητευτικό από κάθε πλευρά, γεμάτο από κρύο χιούμορ και διάχυτη προχειρότητα, υποτιμητικά για τον θεατή κάθε ηλικίας κι ειδικά για τα παιδιά στα οποία προφανώς απευθύνεται κυρίως. Κρυμμένος πίσω από το πρόσχημα της αφέλειας που προϋποθέτει το είδος της ‘παιδικής ταινίας’, ο Τσαλταμπάσης στήνει τις εικόνες του με ερασιτεχνική βιασύνη κι αμέλεια, αδιαφορώντας πλήρως για τη στοιχειώδη αληθοφάνεια και συνοχή τους. Επιπλέον, σ’ ένα καταληκτικό ασυνάρτητο εύρημα, επιβραβεύει ναρκισσιστικά τον εαυτό του ως έλληνα διάδοχο του Τσάπλιν. Το πρόβλημα είναι ότι ολ’ αυτά θα ήταν ανάξια σχολιασμού, αν δε ζητούσαν ως αντίτιμο τα χρήματα του κοινού.