Στις αίθουσες μία κινηματογραφική σειρά που ελπίζω να μείνει πιστή στον τίτλο της και να τελειώσει επιτέλους οριστικά, μία που ξεκινάει και θα ήταν προτιμότερο να μη συνεχίσει, ενώ σε διαδικτυακή πλατφόρμα βρίσκονται δύο ενδιαφέρουσες ελληνικές ταινίες.
-
ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ
Σκην.: Γιώργος Γούσης
Πρωτ.: Έλενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Η Έλενα κι ο Αντώνης γνωρίζονται στο φέρι και ξεκινούν ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο της πρώτης για να εκτελέσουν την τελευταία επιθυμία της θείας του δεύτερου και να θάψουν τα οστά της στο χωριό καταγωγής της. Στη διαδρομή θα προκύψουν απρόοπτα που θα τους επιτρέψουν να ανοιχτούν μεταξύ τους και να βρουν προσωρινή παρηγοριά σε όσα τους απασχολούν.
Δραματική κομεντί που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία του σκηνοθέτη. Πρόκειται για την πιο πολυβραβευμένη ελληνική ταινία της περυσινής χρονιάς, έχοντας αποσπάσει έξι βραβεία στο περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και πέντε από τα φετινά βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ αποτελεί επίσης την επίσημη πρόταση της Ελλάδας για την κατηγορία Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας στα Όσκαρ του 2023.
Σ’ ένα αυτοσχεδιαστικό σενάριο φτιαγμένο μαζί με τους εξαιρετικούς ηθοποιούς του (κι ειδικά τη σχεδόν σπαρακτικά εύθραυστη Τοπαλίδου), ο σκηνοθέτης παραδίδει μια τρυφερή και μελαγχολική ιστορία για τη μοναξιά, το αδιέξοδο, τον αναστοχασμό, την ανάγκη για συντροφικότητα κι επικοινωνία.
Η ευγένεια κι η απλότητα των αισθημάτων της ταινίας, το βασικό ανθρώπινο επίπεδο συνύπαρξης κι αλληλεγγύης στο οποίο αναφέρεται, αντανακλώνται στην επιλογή μιας παρωχημένης κάμερας mini DV με την οποία γυρίστηκε (για οικονομικούς λόγους), με όλους τους αισθαντικούς, νοσταλγικούς συνειρμούς που δημιουργεί η χαμηλή της ανάλυση. Παράλληλα ωστόσο, δεν αποφεύγεται η αίσθηση, ότι το όλο εγχείρημα θα μπορούσε να έχει προκύψει ακόμη πιο σφιχτό, μεστό και ουσιαστικό, ακόμα και σ’ αυτό το χειροτεχνικό επίπεδο. Διατίθεται στο Cinobo.
-
ΑΓΕΛΗ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Σκην.: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Πρωτ.: Δημήτρης Λάλος, Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης
Στη σημερινή ελληνική επαρχία ένας ιδιοκτήτης φυτωρίου παρενοχλείται από τον τοκογλύφο στον οποίο χρωστάει. Προκειμένου ν’ απαλλαγεί από το παράλογα υπέρογκο χρέος, συγκεντρώνει κι άλλους οφειλέτες για να αντιμετωπίσουν μαζί τους μπράβους που στέλνει για τους εκφοβίσει. Όμως τα πράγματα στην πορεία παίρνουν απρόσμενη τροπή.
Κοινωνικό δράμα που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη. Κέρδισε το βραβείο κοινού στο περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και β’ ανδρικού ρόλου για τον Άρη Σερβετάλη στα φετινά βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Παρότι εκ πρώτης όψεως πρόσφορη ως ένα ενδιαφέρον θρίλερ που ασκεί κριτική στις παθογένειες της επαρχίας, συνοπτικά οι ανισότητες της ταινίας εντοπίζονται στο ότι ο Κανελλόπουλος είναι καλύτερος σκηνοθέτης απ’ ό,τι σεναριογράφος.
Από τη μία, σε μια σπάνια περίπτωση έλληνα σκηνοθέτη, όχι μόνο γράφει αληθοφανείς διαλόγους μέχρι και στις λεπτομέρειές τους, αλλά καταφέρνει ν’ αποσπάσει κι εξίσου αληθοφανή εκφορά από τους ηθοποιούς του, εξασφαλίζοντας στιβαρές ερμηνείες χωρίς υπερβολές απ’ όλο το καστ κι ειδικά από τον Σερβετάλη με την τεμπέλικη απάθειά του, που ξεχειλίζει από το υπναλέο βλέμμα και το υπερμέγεθες μπουφάν του. Επιπλέον, η ευπρόσδεκτη ευθύτητα των χαρακτήρων ξεμπερδεύει από νωρίς με το θεματικό κλισέ της απιστίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η πλοκή θα εστιάσει σε κάτι πιο περίπλοκο κι ουσιαστικό.
Ωστόσο, το σενάριο πάσχει από αδύναμη δομή, που το αφήνει χωρίς ‘καύσιμα’ από τη συγκέντρωση της ομάδας στο μπαρ κι έπειτα, καθώς χάνονται οι ισορροπίες ανάμεσα στα κίνητρα των χαρακτήρων και τη βαρύτητα των σεναριακών διακυβευμάτων.
Η δραματικότητα της τροπής δηλαδή που παίρνουν τα γεγονότα είναι αβάσιμη, καθώς αφενός η κατάσταση θα μπορούσε να επιλυθεί με απλούστερο τρόπο (όπως προτείνουν ο Βαγγέλης κι ο Μιχάλης στον Θανάση), αφετέρου η (αυτο-)πυρπόληση δεν είναι ιδιαίτερα πειστική ως μέθοδος εκβιασμού κι αυτοθυσίας εκ μέρους του Σωτήρη προς την ομάδα για χάρη του συνεργάτη του, τόσο για πρακτικούς, όσο και για χαρακτηρολογικούς λόγους (η σχέση των δύο συνεργατών δεν έχει καλλιεργηθεί επαρκώς σεναριακά, ώστε να πείσει μια τέτοια πράξη υποστήριξης). Διατίθεται στο Cinobo.
-
BLACK ADAM
Σκην.: Τζάουμε Κολέτ- Σέρα
Πρωτ.: Ντουέιν Τζόνσον, Σάρα Σάχι, Άλντις Χοτζ, Πιρς Μπρόσναν
Καθώς προσπαθεί να εμποδίσει ένα αρχαίο μαγικό στέμμα από το να πέσει σε λάθος χέρια, μια γυναίκα ‘ξυπνάει’ τον αρχαίο ήρωα Τεθ- Άνταμ, που όμως θα πρέπει να μάθει να ζει στο παρόν και ν’ ανακαλύψει έναν καινούριο σκοπό για να μάχεται, αφήνοντας πίσω το τραυματικό παρελθόν του.
Περιπέτεια φαντασίας η οποία αποτελεί την πρώτη ζωντανής δράσης κινηματογραφική εξόρμηση του ήρωα, που δημιούργησαν ο Ότο Μπίντερ και ο Σι Σι Μπεκ το 1945 για τα κόμικ της εταιρείας Fawcett, οι χαρακτήρες της οποίας αγοράστηκαν αργότερα από τη DC.
Μία από τις χειρότερες προσθήκες στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της DC, σεναριακά προβληματική, σκηνοθετικά πρόχειρη κι εν τέλει χωρίς κάτι ουσιαστικό να προσθέσει στο είδος, εκτός από το να καθιερώσει την παρουσία του Τζόνσον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σύσταση της Justice Society of America, που παρότι στα κόμικ προηγήθηκε ιστορικά όλων των υπόλοιπων και γνωστότερων ομάδων υπερηρώων, εδώ πραγματοποιεί το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, τελευταία και καταϊδρωμένη μετά τους Εκδικητές της Marvel και τη Justice League επίσης της DC. Εδώ αποτελείται από μόλις τέσσερα μέλη, τα οποία συστήνονται βιαστικά τόσο μεταξύ τους, όσο και στους θεατές, μέσα από μια ατάκα του Μπρόσναν που υποβαθμίζεται από το μοντάζ και τα οποία δεν προλαβαίνουν ν’ αποκτήσουν χημεία μεταξύ τους ή αξιοπιστία ως χαρακτήρες κι ως ομάδα.
Όσο για το πολιτικό υπόβαθρο του σεναρίου, αυτό παραμένει αμφιλεγόμενο, καθώς η διαφαινόμενη αντι-ιμπεριαλιστική καταγγελία υπονομεύεται σταδιακά, όσο η συνεργασία μεταξύ της JSA και του Άνταμ καταλήγει αναγκαία. Επίσης, πόσους κατοίκους έχει αυτή η πόλη- κράτος; Επειδή όταν τελικά ξεσηκώνονται, δεν ξεπερνούν τον πληθυσμό μιας γειτονιάς. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε, αλλά έλα που σ’ ένα τόσο κορεσμένο είδος και με τόσο υψηλούς προϋπολογισμούς, περιμένει κανείς στη χειρότερη περίπτωση προδιαγραφές υψηλότερες από αυτές μιας τηλεοπτικής σειράς και στην καλύτερη μια φρέσκια, ανανεωτική συνεισφορά. Δυστυχώς, εδώ εγώ τουλάχιστον δε βρήκα τίποτα από τα δύο.
-
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ HALLOWEEN ENDS
Σκην.: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν
Πρωτ.: Τζέιμι Λη Κέρτις, Νικ Κασλ, Κάιλ Ρίτσαρντς
Η Λόρι Στρόουντ καλείται ν’ αντιμετωπίσει γι’ ακόμα μια φορά τον ψυχοπαθή δολοφόνο Μάικλ Μάγιερς σ’ αυτή την ταινία τρόμου, που αποτελεί τη δέκατη τρίτη προσθήκη στη σειρά ταινιών, η οποία ξεκίνησε με το «Η νύχτα με τις μάσκες» («Halloween») του Τζον Κάρπεντερ το 1978. Παράλληλα, πρόκειται για την ολοκλήρωση της τριλογίας του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, που συνεχίζει απευθείας από το πρωτότυπο του Κάρπεντερ και περιλαμβάνει επίσης τα «Η νύχτα με τις μάσκες» («Halloween», 2018) και «Η νύχτα με τις μάσκες 2» («Halloween Kills», 2021).
Δεν ξέρει κανείς πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει με τη γενικότερη ασυναρτησία της ταινίας. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο Μάγιερς παραγκωνίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της πλοκής για χάρη ενός νεαρού μαθητευόμενου και δυνάμει διαδόχου του, τον οποίο τελικά το σενάριο αποφασίζει να ξεφορτωθεί. Επιπλέον, ενώ στο τέλος της προηγούμενης ταινίας κατέληγε ως μια υπεράνθρωπη ενσάρκωση του κακού, αψηφώντας ακόμα και τις πιο αναπότρεπτες απόπειρες εξόντωσής του, εδώ εμφανίζεται ως αποκαμωμένος ηλικιωμένος που, επίσης αδικαιολόγητα, ζει κρυμμένος από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Κόρι από την πλευρά του αδικείται κατάφωρα, καθώς ενώ το σενάριο τον βάζει στην ξεκάθαρα μειονεκτική θέση του θύματος, το οποίο ο θεατής καλείται να συμπονέσει, στην πορεία τον μετατρέπει σε ανισόρροπο συνειδητό δολοφόνο, από τον οποίο επιπλέον γοητεύεται η κατά τ’ άλλα συγκροτημένη Άλισον χωρίς ίχνος αληθοφάνειας στην έλξη της προς αυτόν κι ακόμη χειρότερα στη μεταστροφή της ενάντια στη γιαγιά της, Λόρι. Υπάρχουν πολλά περισσότερα παραδείγματα, που απλώς επισφραγίζουν το γεγονός, ότι η συγκεκριμένη σειρά έχει χάσει προ πολλού τον λόγο ύπαρξής της.