X-MEN: Ο ΜΑΥΡΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑΣ / X-MEN: DARK PHOENIX

Πολλά διαφορετικά είδη. Ένα κοινό αίσθημα.

X-MEN: Ο ΜΑΥΡΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑΣ

X-MEN: DARK PHOENIX

Σκην.: Σάιμον Κίνμπεργκ

Πρωτ.: Τζέιμς Μάκαβοϊ, Μάικλ Φασμπέντερ, Σόφι Τέρνερ, Τζέσικα Τσαστέιν, Τζένιφερ Λώρενς, Νίκολας Χουλτ

Μετά από την επιτυχημένη διάσωση του πληρώματος ενός διαστημικού αεροσκάφους, οι μεταλλαγμένοι υπερήρωες X-Men επιστρέφουν στη Γη φαινομενικά σώοι κι αβλαβείς.

Ώσπου η Τζιν Γκρέι συνειδητοποιεί ότι έχει απορροφήσει μια κοσμική ενέργεια που την καθιστά το πιο ισχυρό πλάσμα στο σύμπαν κι ότι στον πλανήτη έχουν εισβάλει εξωγήινοι που θέλουν πάση θυσία αυτή τη δύναμη στην κατοχή τους.

Περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί την έβδομη ομαδική εξόρμηση  των υπερηρώων X-Menκαι δωδέκατη συνολικά στο κινηματογραφικό σύμπαν των Μεταλλαγμένων, το οποίο ξεκίνησε το 2000, επανεκκινήθηκε το 2011 κι εκτός απροόπτου θα ολοκληρώσει τον κύκλο αυτής της εκδοχής του το 2020 με το ήδη κατά δύο χρόνια αναβεβλημένο «TheNewMutants» του Τζος Μπουν.

Μετά κι απ’ αυτό, η ομάδα οδεύει μελλοντικά με νέα μορφή προς ένταξη στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της Marvel, έπειτα από την πρόσφατη εξαγορά της Foxαπό τη Disney.

Η ταινία γενικά είναι διασκεδαστικότερη από το «X-Men: Απόκαλιψ» («X-Men: Apocalypse», Μπράιαν Σίνγκερ, 2016) που προηγήθηκε, κυρίως χάρη στον τρόπο που θέτει υπό αμφισβήτηση την αυθεντία και τις προθέσεις του Ξαβιέ αλλά και στις σκηνές δράσης, με δραματικότερη όλων τη μακροσκελή σεκάνς στο τρένο. Δυστυχώς όμως, βασικά στοιχεία της πλοκής, όπως η κακή εξωγήινη της Τσαστέιν κι η τραγική θέση της Τζιν αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν τον συναισθηματικό αντίκτυπο που τους αναλογεί.

 

Η ΚΟΜΠΙΝΑ

THE HUSTLE

Σκην.: Κρις Άντισον

Πρωτ.: Αν Χάθαγουεϊ, Ρέμπελ Γουίλσον

Δύο απατεώνισσες από ανταγωνίστριες γίνονται συνεργάτριες, προκειμένου να ξαφρίσουν την υψηλή κοινωνία της Γαλλικής Ριβιέρας.

Κωμωδία εγκλήματος, η οποία, μετά από το «Απατεώνες και τζέντλεμεν» («DirtyRottenScoundrels», Φρανκ Οζ, 1988) με τον Μάικλ Κέιν και τον Στιβ Μάρτιν, αποτελεί το δεύτερο ριμέικ του «BedtimeStory» (Ραλφ Λίβαϊ, 1964) με τον Ντέιβιντ Νίβεν και τον Μάρλον Μπράντο.

Παρά την περιστασιακή ασυνέπεια του σεναρίου, τα κωμικά του ευρήματα μαζί με το άφθονο μπρίο των δύο πρωταγωνιστριών και τον σφιχτό ρυθμό της πλοκής εξασφαλίζουν ανέμελη, έστω κι αν όχι ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτη, διασκέδαση.

 

MA

Σκην.: Τέιτ Τέιλορ

Πρωτ.: Οκτάβια Σπένσερ, Νταϊάνα Σίλβερς, Τζουλιέτ Λούις, Λουκ Έβανς

Μια υπάλληλος κτηνιατρείου προσφέρει το υπόγειο του σπιτιού της σε μια παρέα εφήβων, για να διασκεδάσουν άφοβα πίνοντας αλκοόλ. Στην πορεία όμως τα παιδιά ανακαλύπτουν ότι οι προθέσεις της δεν είναι όσο αγνές νόμιζαν.

Θρίλερ τρόμου που διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ και μια πρόσφορη πλοκή, χωρίς δυστυχώς να καταφέρνει ν’ αξιοποιήσει κανένα από τα δύο.

Η πλοκή είναι επιπόλαιη, άνιση κι άδικη προς την ηρωίδα της, αφού ανάγει την παράφρονα εγκληματική συμπεριφορά της σ’ ένα τραυματικό περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη, λόγω του οποίου η Σου Ανν αξίζει κι ως ενήλικη μια συμπονετική σεναριακή πτυχή που λείπει.

Η εξέλιξη δηλαδή του χαρακτήρα από την έφηβη στην ενήλικη φάση της είναι ακατέργαστη, με αποτέλεσμα να δαιμονοποιείται απότομα και τελικά μονοδιάστατα.

Επιπλέον, το σενάριο περιπλέκεται μάλλον άσκοπα κι αδέξια με την υπο-πλοκή που αφορά την κόρη της Σου Ανν, ενώ αφήνει συγκεχυμένη τη φυλετική του ρητορική όπως αυτή διαμορφώνεται από τις σχέσεις της μαύρης ηρωίδας μσε τους λευκούς χαρακτήρες.

Αναφορικά με το καστ, η Σπένσερ αποδίδει απειλητικά την τραυματική διαστροφή της ηρωίδας, καθοδηγημένη ξανά από τον Τέιλορ που την οδήγησε στο Όσκαρ για τις «Υπηρέτριες» («TheHelp», 2011).

Ωστόσο, η μαχητική μητρότητα της Λούις χαραμίζεται εξαιτίας του φτωχού διαλόγου της, ενώ μια ταινία που περιλαμβάνει στο καστ της τη σπουδαία Άλισον Τζάνεϊ και την περιορίζει σ’ έναν τόσο σύντομο, δευτερεύοντα κι αδιάφορο ρόλο (εδώ ως κτηνίατρο), σίγουρα κάτι δεν έχει αντιληφθεί σωστά.