Στην κωμική και στη σοβαρή εκδοχή της, η περιπέτεια απογοητεύει διπλά αυτή την εβδομάδα.
ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ // AMBULANCE
Σκην.: Μάικλ Μπέι
Πρωτ.: Τζέικ Τζίλενχολ, Γιάχγια Αμπντούλ- Ματίν Β’, Έιζα Γκονζάλες
Μετά από μια ληστεία τράπεζας που πηγαίνει στραβά, οι δράστες διαφεύγουν μ’ ένα ασθενοφόρο και μπλέκονται σε μια ασταμάτητη καταδίωξη με την αστυνομία στους δρόμους του Λος Άντζελες, κρατώντας ομήρους μια διασώστρια κι έναν τραυματισμένο αστυνομικό.Ταινία δράσης που αποτελεί ριμέικ του δανέζικου «Ambulancen» (Λάουριτς Μουνκ-Πίτερσεν, 2005). Για να τα βάζουμε σε μια σειρά: ο Μάικλ Μπέι ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που σημάδεψαν την εφηβεία της γενιάς μου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εμείς τελειώναμε το σχολείο κι εκείνος ξεκινούσε την καριέρα του σε συνεργασία με τον υπερ-παραγωγό Τζέρι Μπράκχαϊμερ, χαρίζοντάς μας τη breakout έκπληξη «Κακά παιδιά» («Bad Boys», 1995), τον εμβληματικό πια «Βράχο» («The Rock», 1996), την ένοχη απόλαυση του «Αρμαγεδδώνα» («Armageddon», 1998) και το σαπουνοπερατικό έπος «Περλ Χάρμπορ» («Pearl Harbor», 2001). Προσωπικά, απόλαυσα μέχρι και το πρώτο από τα πέντε «Transformers» (2007) που γύρισε. Στο μεταξύ είχε ήδη αρχίσει να με ξενίζει το ύφος του στα «Κακά παιδιά 2» («Bad Boys ΙΙ», 2003), ενώ το «Νησί» («The Island», 2005) προσπέρασε ελπίζοντας σε μια ενδεχόμενη μελλοντική επανεκτίμηση.
Τα τελευταία δεκατρία χρόνια ο σκηνοθέτης αναλώθηκε στα υπόλοιπα «Transformers» που κατάντησαν ένας ασυνάρτητος εκκωφαντικός θόρυβος, και σε άνισους τίτλους που γύρισε στα ενδιάμεσα, όπως «Pain and Gain» (2013), «13 ώρες: οι μυστικοί στρατιώτες της Βεγγάζης» («13 Hours», 2016) και «6 Underground» (2019).
Η φετινή του ταινία μοιάζει με μια άλλη εμβληματική περιπέτεια της δεκαετίας του ’90, το «Speed» (Γιαν ντε Μποντ, 1994), καθώς η πλοκή της ακολουθεί επίσης ένα αεικίνητο όχημα. Η διαφορά είναι ότι στην ταινία του ντε Μποντ η συνθήκη που δεν επέτρεπε στο λεωφορείο ν’ ακινητοποιηθεί ήταν μηχανική και γι’ αυτό πολύ πιο αναγκαστική κι αγωνιώδης. Εδώ αντιθέτως, δε δικαιολογείται αρκετά ως αναπόφευκτη η συνεχής κίνηση του ασθενοφόρου, ενώ η πλοκή γίνεται ακόμα πιο αναληθοφανής λόγω της έλλειψης εμποδίων σε μια ημερήσια διαδρομή μέσα σε μια αμερικανική μεγαλούπολη.
Από ‘κει και πέρα ένιωσα ότι το ιδιότυπο φρενήρες ύφος του σκηνοθέτη κατακερματίζει κι υπονομεύει την ιστορία περισσότερο απ’ ό,τι την εξυπηρετεί, ενώ οι ηθοποιοί καθοδηγούνται σε ερμηνείες πολύ κατώτερες του ταλέντου και των ικανοτήτων τους, αφήνοντας τους χαρακτήρες εκνευριστικά επιφανειακούς και στερεότυπους, όπως στην περίπτωση του Τζίλενχολ ή άνισους και ημιτελείς, όπως σ’ εκείνες των Αμπντούλ- Ματίν Β’ και Γκονζάλες.
Ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ // HITMAN’S WIFE’S BODYGUARD
Σκην.: Πάτρικ Χιουζ
Πρωτ.: Ράιαν Ρέινολντς, Σάμιουελ Τζάκσον, Σάλμα Χάγιεκ, Αντόνιο Μπαντέρας, Μόργκαν Φρίμαν
Ένας έλληνας κροίσος σχεδιάζει να εκδικηθεί την Ευρώπη για την οικονομική ασφυξία που έχει προκαλέσει στην Ελλάδα, καθώς ένας εκτελεστής, η γυναίκα του κι ο απρόθυμος σωματοφύλακάς τους προσπαθούν να τον σταματήσουν.
Κωμική περιπέτεια, που συνεχίζει το «Ο σωματοφύλακας του εκτελεστή» («The Hitman’s Bodyguard», 2017) του ίδιου σκηνοθέτη και με το ίδιο πρωταγωνιστικό δίδυμο των Ρέινολντς και Τζάκσον, στους οποίους αυτή τη φορά προστίθενται οι εξίσου ταλαντούχοι Χάγιεκ, Μπαντέρας και Φρίμαν.
Δυστυχώς όμως, το συσσωρευμένο ερμηνευτικό ταλέντο δεν αρκεί ώστε ν’ αποζημιώσει για τη διεκπεραιωτική πλοκή ισχνής συνοχής και μηδαμινής κρισιμότητας, το επιτηδευμένο χιούμορ με την ήδη ξεφτισμένη εξυπνακίστικη μανιέρα του Ρέινολντς και την τόσο αδιάφορα σκηνοθετημένη δράση.