Παλιοί λογαριασμοί που κλείνουν σε δύο ταινίες, μέσα από τους αγώνες ριζικά διαφορετικών αντρικών σωμάτων.
ΚΡΙΝΤ ΙΙΙ
CREED III
Σκην.: Μάικλ Μπι Τζόρνταν
Πρωτ.: Μάικλ Μπι Τζόρνταν, Τζόναθαν Μέιτζορς, Τέσα Τόμσον
Ο πρωταθλητής της πυγμαχίας Άδωνις Κριντ έχει αποσυρθεί από το άθλημα, αναλαμβάνοντας πλέον την εκπαίδευση νέων αθλητών και τη διοργάνωση αγώνων, απολαμβάνοντας παράλληλα μια γαλήνια οικογενειακή ζωή με τη γυναίκα, την κόρη και τη μητέρα του.
Ώσπου ένας παιδικός φίλος του επανεμφανίζεται για να ξανανοίξει ένα παλιό τραύμα και να προκαλέσει τον Κριντ σε μια ακόμα κρίσιμη μονομαχία.
Αθλητικό δράμα που ακολουθεί τα «Creed» (Ράιαν Κούγκλερ, 2015) και «Creed II» (Στίβεν Κέιπλ Τζούνιορ, 2018), τα οποία αποτελούν παράλληλα συνέχειες και spin- off των έξι ταινιών με ήρωα τον Ρόκι Μπαλμπόα (1976- 2006).
Η φετινή ένατη προσθήκη αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πρωταγωνιστή Τζόρνταν, αλλά και την πρώτη ταινία της σειράς από την οποία ο χαρακτήρας του Ρόκι δεν εμφανίζεται, λόγω διαφωνιών του Σιλβέστερ Σταλόνε με τον συμπαραγωγό του, Έργουιν Γουίνκλερ.
Για την ακρίβεια, όχι απλώς δεν εμφανίζεται, αλλά, εκτός κι αν έχασα κάτι, το σενάριο δεν εξηγεί καν την απουσία του, που παραμένει αφηγηματικά παράλογη, αφού στην πορεία προκύπτουν πολυάριθμες αφορμές στις οποίες όχι απλώς θα μπορούσε, αλλά θα περίμενε κανείς ο βετεράνος πυγμάχος και μέντορας του ήρωα να είναι παρών.
Όπως έκανε ο Σταλόνε σε τέσσερα από τα «Ρόκι», εδώ ο Τζόρνταν αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της ταινίας και τα καταφέρνει εξίσου καλά με τους προκατόχους του. Γύρισε τις σκηνές των αγώνων με κάμερες κατάλληλες για προβολή σε μέγεθος IMAX (το μεγαλύτερο διαθέσιμο φορμά) και φρόντισε εύστοχα να επιλέξει ως αντίπαλο τον επιβλητικό Τζόναθαν Μέιτζορς (που είδαμε πριν λίγες μέρες επίσης ως κακό στον τρίτο «Ant-Man»). Έτσι, παρότι η πλοκή δεν κρύβει συγκλονιστικές εκπλήξεις, εκπληρώνει ικανοποιητικά τις προσδοκίες του είδους και μάλιστα με μια συναισθηματικά ωριμότερη επίλυση απ’ ό,τι συνήθως.
Δεδομένου ότι αυτή η χειραφετημένη από τον Ρόκι προσθήκη σημείωσε το μεγαλύτερο εισπρακτικό άνοιγμα από τις τρεις με ήρωα τον Κριντ, με 100 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, μένει να δούμε πού σκοπεύουν οι συντελεστές να οδηγήσουν τον χαρακτήρα από ‘δω και πέρα, στις αναπόφευκτες συνέχειες που προδιαγράφονται.
Η ΦΑΛΑΙΝΑ
THE WHALE
Σκην.: Ντάρεν Αρονόφσκι
Πρωτ.: Μπρένταν Φρέιζερ, Σέιντι Σινκ, Χονγκ Τσάου, Τάι Σίμπκινς, Σαμάνθα Μόρτον
Ο Τσάρλι είναι ένας ομοφυλόφιλος καθηγητής αγγλικών τόσο υπέρβαρος, ώστε με δυσκολία κινείται κι αυτοεξυπηρετείται.
Ζει απομονωμένος στο διαμέρισμά του, διδάσκοντας διαδικτυακά, κρυμμένος από τους φοιτητές του, αποξενωμένος από την κόρη του και την πρώην γυναίκα του, με μόνη του συντροφιά τις επισκέψεις από την κολλητή του, Λιζ, που ως νοσοκόμα τον βοηθάει να ξεπερνάει τις συνεχείς κρίσεις της επιβαρυμένης υγείας του. Καθώς δε διαθέτει πολύ περισσότερο χρόνο ζωής, προσπαθεί για τελευταία φορά ν’ αποκαταστήσει τη σχέση του με την κόρη του.
Κοινωνικό και ψυχολογικό δράμα, το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του αμερικανού Σάμιουελ Ντι Χάντερ που πρωτανέβηκε το 2012, σεναριακά διασκευασμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα, και βρίσκεται υποψήφιο για τρία Όσκαρ: α’ ανδρικού ρόλου για τον Μπρένταν Φρέιζερ, β’ γυναικείου για τη Χονγκ Τσάου και μακιγιάζ για τους Έιντριεν Μορό, Τζούντι Τσιν και Ανμαρί Μπράντλι- Σέρον.
Πρόκειται για την ταινία που σηματοδοτεί την επιστροφή του πρωταγωνιστή Φρέιζερ στο προσκήνιο, μετά από μια δεκαπενταετία κατά την οποία δε σταμάτησε ποτέ να εργάζεται, αλλά σε σχέδια που τον κράτησαν ουσιαστικά στην αφάνεια.
Η φετινή του ερμηνεία του έχει χαρίσει πολυάριθμα έγκριτα βραβεία, τα οποία τον καθιστούν επάξιο φαβορί στα φετινά Όσκαρ που πρόκειται ν’ απονεμηθούν αυτή την Κυριακή. Εκτός από τον ίδιο, το βραβείο αξίζουν εξίσου η Τσάου για τη δυναμική απόδοση της Λιζ, και η ομάδα του μακιγιάζ για τις απίστευτα ρεαλιστικές ολόσωμες προσθετικές παρεμβάσεις που μεταμόρφωσαν τον ηθοποιό.
Η πλοκή διατηρεί τις θεατρικές της καταβολές, καθώς εξελίσσεται ουσιαστικά σε μόνο έναν αφηγηματικό χώρο (τα φλάσμπακ στο ειδυλλιακό οικογενειακό παρελθόν στην παραλία είναι φευγαλέα), αλλά οι χαρακτήρες, ο ρυθμός, οι ερμηνείες, όλα καταφέρνουν να φτιάξουν ένα ελκυστικό μελόδραμα, που δεν πλατειάζει και παραμένει ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Το ζήτημα είναι, πως προσωπικά δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρω γιατί ακριβώς παραμένει ενδιαφέρον.
Ακόμη και παρά το γεγονός δηλαδή ότι το πρωτότυπο υλικό είναι διασκευασμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του, ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται κι εκτίθενται τα θέματα της ιστορίας παραμένει συγκεχυμένος κι αμφιλεγόμενος. Η σχέση του Τσάρλι με τον σύντροφό του και το διαρκές πένθος του, η σχέση του με τη Λιζ, με την πρώην γυναίκα κι ειδικά με την κόρη του, του με τον εαυτό του, όλα προσφέρουν συναρπαστικό δραματουργικό υλικό, αλλά μοιάζουν να επισκιάζονται από την παχυσαρκία του ήρωα, η οποία καταλήγει αυτοσκοπός, καθώς το σενάριο επιστρέφει συνεχώς σ’ αυτή για να εκμαιεύσει (αν όχι να εκβιάσει) το συναίσθημα του θεατή.