MORBIUS
Από το ταξίδι στη Ρουμανία (από αριστερά προς δεξιά Μαργαρίτα Γρηγορακάκη, Μαρία Καλαϊτζάκη και η υπεύθυνη του προγράμματος Ουλουσίδου Χριστίνα)

Κινηματογραφή

Το προ πολλού κορεσμένο είδος των υπερηρώων, δίνει μία από τις χειρότερες προσθήκες του.

MORBIUS

Σκην.: Ντάνιελ Εσπινόζα

Πρωτ.: Τζάρεντ Λέτο, Άντρια Αρτζόνα, Ματ Σμιθ, Τζάρεντ Χάρις

Ο βιοχημικός Μάικλ Μόρμπιους εφευρίσκει τη θεραπεία για μια σπάνια νόσο του αίματος από την οποία πάσχουν αυτός κι ο καλύτερος φίλος του, η οποία όμως ταυτόχρονα τους μεταμορφώνει σε βρικόλακες, με διαφορετικές απόψεις για τη χρήση των υπερδυνάμεών τους.

Περιπέτεια φαντασίας που μεταφέρει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο τον ομώνυμο ήρωα που δημιούργησαν οι Ρόι Τόμας και Γκιλ Κέιν για τα κόμικ της Marvel, στα οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1971 ως εχθρός του Spider- Man, πριν αποκτήσει με τα χρόνια τη δική του εκδοτική σειρά.

Έπειτα από τα δύο «Venom» (Ρούμπεν Φλάισερ, 2018 και Άντι Σέρκις, 2021), η ταινία αποτελεί την τρίτη προσθήκη σ’ αυτό που το στούντιο της Sony/ Columbia αποκαλεί Sony’s Spider-Man Universe. Η Sony κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα του Spider-Man και των χαρακτήρων του αφηγηματικού του σύμπαντος από τη δεκαετία του 1990, όταν τα αγόρασε από μια ασθμαίνουσα τότε Marvel, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει κεφάλαια για να κρατηθεί ζωντανή στην κινηματογραφική αγορά.

MORBIUS
Από το ταξίδι στη Ρουμανία (από αριστερά προς δεξιά Μαργαρίτα Γρηγορακάκη, Μαρία Καλαϊτζάκη και η υπεύθυνη του προγράμματος Ουλουσίδου Χριστίνα)
Έκτοτε, η Sony αξιοποίησε με μερική επιτυχία τον Spider-Man από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 κι έπειτα, ώσπου στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας τον ‘δάνεισε’ στη μητρική Marvel, προκειμένου εκείνη να τον εντάξει στο δικό της εξαιρετικά επιτυχημένο Κινηματογραφικό Σύμπαν. Έχοντας παραδώσει τη δημιουργική πρωτοβουλία στη Marvel, η Sony φρόντισε ν’ αξιοποιήσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων ο Venom, ο Morbius και διάφοροι άλλοι, οι ταινίες των οποίων έχουν προγραμματιστεί για μελλοντική κυκλοφορία.

Η ταινία του Εζπινόζα πάντως δεν πρόκειται να βοηθήσει σημαντικά τις επιδιώξεις του στούντιο. Ασυνάρτητη, ακατανόητη, κακοπαιγμένη, ανούσια, συγκεχυμένη κι αδιάφορη, αποτελεί ακόμα μία χαμένη ευκαιρία για τον πρωταγωνιστή Λέτο να διαπρέψει ερμηνευτικά σ’ έναν χαρακτήρα από το είδος τον υπερηρώων, μετά τον επιτηδευμένο Τζόκερ στην «Ομάδα Αυτοκτονίας» («Suicide Squad», Ντέιβιντ Άιρ, 2016).

Καταρχάς, είναι πάρα πολύ φτηνός ο τρόπος με τον οποίο ο Εσπινόζα αντιγράφει τον Κρίστοφερ Νόλαν. Έχει δηλαδή στα χέρια του έναν δευτερεύοντα ήρωα της Marvel που συνδέεται με τη νυχτερίδα, τη στιγμή που το ίδιο ζώο είναι ταυτισμένο με έναν από τους αρχετυπικότερους ήρωες όλων των εποχών, τον Μπάτμαν. Ο Εσπινόζα αντί να βρει καινούριους τρόπους κι εικονογραφία για να διαμορφώσει τον ήρωά του, καταφεύγει στην τριλογία του «Σκοτεινού Ιππότη», απ’ όπου ‘ξεπατικώνει’ τις σκηνές με τις νυχτερίδες που κατακλύζουν τον ήρωα και μάλιστα με παρόμοιο μουσικό θέμα, που ο συνθέτης Τζον Έκστραντ αντιγράφει ξεκάθαρα από τα μοτίβα των Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ και Χανς Ζίμερ.

Από ‘κει και πέρα, το σενάριο των Ματ Σαζάμα και Μπερκ Σάρπλες μοιάζει να μην πέρασε ποτέ σε δεύτερο προσχέδιο. Οι μεταστροφές των χαρακτήρων είναι βιαστικές κι ανεξήγητες: μπορεί κανείς μόνο να υποθέσει αόριστα τους λόγους για τους οποίους ο Μάιλο προκύπτει ο κακός της υπόθεσης. Επίσης, καθώς μια ολόκληρη ταινία προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Μόρμπιους είναι ο ‘καλός’ ήρωας της πλοκής, στη δεύτερη σκηνή των τίτλων τέλους αποφασίζει ν’ αλλάξει στρατόπεδο χωρίς την ελάχιστη σκέψη και σεναριακή λογική. Επιπλέον, η δράση είναι τελείως κοινότοπη και διεκπεραιωτική, ενώ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι, με τον Χάρις να εξαντλείται σ’ έναν προσχηματικό γιατρό, τον Ταϊρίζ Γκίμπσον και τον Αλ Μαντριγκάλ να υποδύονται δύο ανίκανους αστυνομικούς, και τη μοίρα της Αρτζόνα ως Μαρτίν ν’ αφήνεται ασαφής.