ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗ: Ρατσιστική κτηνωδία

Κινηματογραφή

Δε βρίσκουν όλες οι αξιόλογες ταινίες τον δρόμο για τις αίθουσες.

TILL

Σκην.: Τσινόγιε Τσούκου.

Πρωτ.: Ντανιέλ Ντέντγουαϊλερ, Τζέιλιν Χολ, Φράνκι Φέισον, Γούπι Γκόλντμπεργκ.

Το 1955 ο 14χρονος μαύρος Έμετ Τιλ στέλνεται από τη μητέρα του για να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές με τα ξαδέρφια του σε μια μικρή πόλη του Μισισιπή.

Αγνοώντας την κρισιμότητα των κοινωνικών περιορισμών που επιβάλλονται στον μαύρο πληθυσμό, ο Έμετ χαρίζει μια φιλοφρόνηση σε μια λευκή νεαρή πωλήτρια, που οδηγεί στην απαγωγή του από τους συγγενείς της, οι οποίοι τον ξυλοκοπούν μέχρι αναισθησίας, τον πυροβολούν κι επιχειρούν να εξαφανίσουν το πτώμα του.

Μέσα στη συντριβή του θρήνου της, η μητέρα του, Μέιμι, θα δώσει έναν σκληρό κι άνισο αγώνα για να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι του παιδιού της, ο οποίος γίνεται αντιρατσιστικό σύμβολο για τα δικαιώματα των Μαύρων στις Η.Π.Α. και τον κόσμο.

Ιστορικό δράμα που αφηγείται με νηφάλια μαχητικότητα μία από τις πιο σκληρές στιγμές στην ιστορία των πολιτικών δικαιωμάτων της μαύρης κοινότητας των Η.Π.Α.

Η Ντανιέλ Ντέντγουαϊλερ δίνει μία από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες της χρονιάς, που αναγνωρίστηκε από τη Βρετανική Ακαδημία Τεχνών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης με μια υποψηφιότητα για BAFTA α’ γυναικείου ρόλου, όχι όμως κι από την Αμερικανική, αποτελώντας μία από τις πιο ηχηρές απουσίες από τα φετινά Όσκαρ.

Η ταινία δυστυχώς δεν έχει λάβει διανομή στις ελληνικές αίθουσες μέχρι στιγμής, αλλά σε περίπτωση που έρθει αργότερα ή την εντοπίσετε σε πλατφόρμες, μη χάσετε μία από τις καλύτερες ταινίες της  χρονιάς.

ΚΟΡΣΕΣ (CORSAGE)

Σκην.: Μαρί Κρόιτσερ.

Πρωτ.: Βίκι Κριπς, Φλόριαν Τάιχτμαϊστερ, Ταμάς Λενγκιέλ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η αυτοκράτειρα της Αυστρίας, Ελισάβετ (κατά κόσμον, Σίσυ), περνάει τα 40 της χρόνια κι αρχίζει ν’ ασφυκτιά όλο και περισσότερο στον τρυφηλό, αλλά μονότονο και καταπιεστικό ρόλο της.

Ιστορικό δράμα που κέρδισε βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Βίκι Κριπς στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του περυσινού φεστιβάλ Καννών και βρέθηκε υποψήφιο για BAFTA μη- αγγλόγλωσσης ταινίας.

Φεμινισμός εποχής, τον οποίο η διεθνής κριτική συνέκρινε με τα «Μαρία Αντουανέτα» («Marie Antoinette», Σοφία Κόπολα, 2006) και «Spencer» (Πάμπλο Λαραΐν, 2021), ως ακόμα ένα πορτρέτο μιας προνομιούχας διάσημης γυναίκας της Ιστορίας, η οποία στην πραγματικότητα ασφυκτιούσε στον ρόλο που της είχε αναθέσει η τύχη της. Χωρίς λοιπόν να έχει να πει κάτι καινούριο, η ταινία λέει αυτά που θέλει με αιχμηρότητα και με το ενδιαφέρον τέχνασμα των επιμέρους σκηνοθετικών αναχρονισμών, αν και σε σημεία μοιάζει να παρακάμπτει ζητήματα για τα οποία έχει ήδη θέσει ένα πλαίσιο. Για παράδειγμα, δεδομένου του ενδιαφέροντος που δείχνει η Ελισάβετ για τις ψυχικά ασθενείς γυναίκες με τις συχνές επισκέψεις της στο άσυλο, δημιουργείται η αίσθηση ότι σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής και η δική της αντισυμβατική συμπεριφορά θα μπορούσε να εκληφθεί ως ψυχικά ασταθής, είτε στο πλαίσιο του κουτσομπολιού, είτε σ’ έναν καυγά με τον σύζυγό της, παρόλαυτά η επανάστασή της προσπερνάται αναίμακτα (τουλάχιστον μέχρι το συμβολικό, σκόπιμα ιστορικά ανακριβές τέλος). Η ταινία διατίθεται στο Cinobo.

 

MAGIC MIKE: Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΣ
(MAGIC MIKE’S LAST DANCE)

 

Σκην.: Στίβεν Σόντερμπεργκ.

Πρωτ.: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Σάλμα Χάγιεκ Πινό.

Στην ευκαιριακή δουλειά του ως μπάρμαν σε μια φιλανθρωπική δεξίωση, ο βετεράνος στρίπερ Μάικ Λέιν γνωρίζεται με την πλούσια οικοδέσποινα Μαξ, η οποία αφού παίρνει μια γεύση από το πολύπλευρο ταλέντο του, του αναθέτει να ανεβάσει μια παράσταση στο θέατρό της στο Λονδίνο.

Αισθηματική/ κοινωνική κομεντί η οποία ακολουθεί τα «Magic Mike» (Στίβεν Σόντερμπεργκ, 2012) και «Magic Mike XXL» (Γκρέγκορι Τζέικομπς, 2015). Η πρώτη ταινία παραμένει η καλύτερη, ως μια κοινωνική κομεντί που παρουσίαζε με εύστοχο πραγματισμό τον κόσμο του ανδρικού στρίπινγκ. Η δεύτερη ήταν μια φλύαρη συρραφή από χορευτικά νούμερα, που μετακίνησε τη σειρά πιο κοντά στο είδος του μιούζικαλ, ενισχύοντας παράλληλα το σεναριακό θέμα του ανδρικού στριπτίζ ως μέσου γυναικείας ενδυνάμωσης. Η φετινή ταινία, παρότι σκηνοθετημένη από τον Σόντερμπεργκ της πρώτης, μοιάζει δυστυχώς περισσότερο με τη δεύτερη του Τζέικομπς.

Εδώ επαναλαμβάνεται το θέμα του ανδρικού στριπτίζ ως φεμινιστικής πρακτικής, αλλά επιπλέον εντοπίζεται μια γενικότερη προσπάθεια καλλιτεχνικής αναβάθμισής του ως θεάματος, μέσα από τη στενότερη σύνδεσή του με τον σύγχρονο χορό και την τοποθέτησή του σ’ ένα παραδοσιακό κι ευηπόληπτο καλλιτεχνικό περιβάλλον, όπως η θεατρική σκηνή- ειδικά εφόσον αυτή βρίσκεται σε μία από τις θεατρικές πρωτεύουσες του πλανήτη, το Λονδίνο. Το voice- over της μικρής Ζέιντι για τη φύση του χορού διατρέχει την πλοκή, η αναζήτηση χορευτών αντί στρίπερ για την παράσταση, και το πιο έντεχνο, σύγχρονο ύφος των χορογραφιών αποτελούν επίσης μέρη αυτής της στρατηγικής της ταινίας.

Παρόλη την προσπάθεια όμως, και παρά το εύστοχο ταίριασμα του απελπιστικά σέξι Τέιτουμ με την πάντα σαγηνευτική Χάγιεκ, η ταινία δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τις απλοϊκές διασκεδαστικές επιδιώξεις της, τις οποίες επιπλέον το πρόβλημα είναι ότι διεκπεραιώνει επιφανειακά, κοινότοπα και προβλέψιμα.

 

ANT-MAN AND THE WASP: ΚΒΑΝΤΟΜΑΝΙΑ
ANT-MAN AND THE WASP: QUANTUMANIA

 

Σκην.: Πέιτον Ριντ.

Πρωτ.: Πωλ Ραντ, Εβάντζελιν Λίλι, Τζόναθαν Μέιτζορς, Μάικλ Ντάγκλας, Μισέλ Φάιφερ.

Ο Σκοτ Λανγκ, γνωστότερος ως υπερήρωας Ant-Man, παγιδεύεται μαζί με την οικογένειά του στον Κβαντικό Κόσμο, όπου πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τον μοχθηρό Κανγκ και να τον εμποδίσουν ν’ αποκτήσει μια συσκευή που θα του επιτρέψει να ταξιδεύει και να σπέρνει τον όλεθρο οπουδήποτε μέσα στο πολυσύμπαν.

Περιπέτεια φαντασίας που ακολουθεί τα «Ant-Man» (2015) και «Ο Ant-Man και η Σφήκα» («Ant-Man and the Wasp», 2018) του ίδιου σκηνοθέτη κι αποτελεί την 31η προσθήκη στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της Marvel (MCU).

Μια ακόμη χαοτική κι ασυνάρτητη, αχρείαστη κι εν τέλει αδιάφορη προσθήκη στη σειρά ενός ήρωα εξαρχής «άνοστα» συμπαθητικού, χωρίς αρκετή γοητεία κι ιδιαιτερότητα που να τον ξεχωρίζουν αρκετά ανάμεσα στους συναδέλφους του, ώστε να δικαιολογούν την ύπαρξη τριών ταινιών με αυτόν πρωταγωνιστή.

Αυτή εδώ διαθέτει τουλάχιστον έναν επαρκώς απειλητικό κακό, που υποδύεται ο Τζόναθαν Μέιτζορς κι ο οποίος στο εξής θ’ αποτελέσει τον κύριο κακό του Σύμπαντος της Marvel, ώσπου να τον αντιμετωπίσουν οι Εκδικητές στα «The Kang Dynasty» και «Secret Wars», που έχουν προγραμματιστεί για το 2025 και 2026 αντιστοίχως. Στο μεταξύ φέτος ο Μέιτζορς απολαμβάνει τη breakthrough χρονιά του, αφού τον είδαμε πριν λίγο καιρό στο «Devotion: Οι ήρωες των αιθέρων» («Devotion», Τζέι Ντι Ντίλαρντ, 2022) και θα τον δούμε επίσης ως κακό απέναντι στον Μάικλ Μπι Τζόρνταν στο «Creed III» την επόμενη εβδομάδα.

Από μόνος του όμως, ο επιβλητικός Μέιτζορς δεν αρκεί για να σώσει μια πλοκή, όπου τη μία στιγμή ο Κανγκ είναι παντοδύναμος και την άλλη αδυνατεί να σταματήσει μια φαινομενικά απλή γι’ αυτόν απειλή, ενώ ο ανίσχυρος μπροστά του, Ant- Man, καταστρέφει ολόκληρη την τεχνολογικά υπερανεπτυγμένη οχύρωσή του με ένα… σπρώξιμο.