ATHENA 2022

Δύο από τις πιο συζητημένες ταινίες της χρονιάς διαθέσιμες στο Netflix.

  • ATHENA

Σκην.: Ρομαίν Γαβράς

Πρωτ.: Νταλί Μπενσαλά, Σαμί Σλιμάν, Ουασινί Εμπαρέκ, Άντονι Μπαζόν

Μετά τον θάνατο του ανήλικου αδερφού τους από αστυνομική βία, τρεις άντρες διαδραματίζουν διαφορετικούς ρόλους στις συμπλοκές με την αστυνομία, που εκτυλίσσονται στο προαστιακό συγκρότημα εργατικών κατοικιών «Αθηνά».

Κοινωνικό δράμα που ανήκει στην κατηγορία των ταινιών, οι οποίες ασχολούνται με τη ζωή στις εργατικές κατοικίες και τα μεταναστευτικά γκέτο στα γαλλικά προάστια (τα λεγόμενα banlieue), κι η οποία περιλαμβάνει επίσης μεταξύ άλλων τίτλους όπως «Το μίσος» («La Haine», Ματιέ Κασοβίτς, 1995), «Οι άθλιοι» («Les Misérables», Λατζ Λι, 2019) και «Βόρειο οχυρό» («BAC Nord», Σεντρίκ Χιμένεζ, 2020).

Το ζήτημα στο οποίο εστιάζουν οι ταινίες της συγκεκριμένης κατηγορίας και πάντοτε σε αμφιλεγόμενες αναπαραστάσεις, είναι η σύγκρουση του νεαρού πληθυσμού με την αστυνομία, με αφορμές όπως οι παράνομες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στις οικονομικά υποβαθμισμένες περιοχές και κυρίως τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά κι ο θάνατος κατοίκων από αστυνομική βία. Η ταινία του Γαβρά (γιου του σπουδαίου Κώστα Γαβρά), χρησιμοποιεί το δεύτερο απ’ αυτά τα θεματικά μοτίβα, αλλά διαφοροποιείται κατά μία σημαντική λεπτομέρεια, ότι προσθέτει στο ήδη ταξικά και πολιτικά φορτισμένο πλαίσιο ένα επιπλέον ιδεολογικό στοιχείο, το οποίο όμως καταλήγει να χειρίζεται με απλοϊκότητα και αστοχία, που προδίδουν το επαναστατικό πνεύμα της ιστορίας.

Οι αισθητικές προθέσεις της ταινίας είναι προφανείς από την πρώτη κιόλας δεκάλεπτη σεκάνς: ένα ορμητικό, σαρωτικό μονοπλάνο που αποδίδει ιδανικά την οργή, την αγανάκτηση και την αποφασιστικότητα της περιθωριοποιημένης νεολαίας. Μια εισαγωγή που παρασύρει τον θεατή χωρίς ανάσα και προσδίδει στην ταινία την αισθητική της ταυτότητα, αφού ο σκηνοθέτης μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Ματίας Μπουκάρ, επιλέγουν την αμεσότητα των μονοπλάνων για να ενισχύσουν τον ραγδαίο κι επείγοντα χαρακτήρα των γεγονότων τους. Επιπλέον, δεν είναι αξιοθαύμαστη μόνο η τεχνική απαιτητικότητα των πλάνων κι η ακριβής ευκινησία με την οποία υλοποιούνται, αλλά, ίσως ακόμη σημαντικότερη είναι η ένταση που καταφέρνει να δημιουργήσει μέσα τους ο Γαβράς, με τον εσωτερικό ρυθμό των πλάνων (αποτελούμενο από τη διάδραση ηθοποιών κι αντικειμένων) σ’ έναν μαεστρικό συγχρονισμό, που τα κάνει να ‘βράζουν’ από ένταση και μαχητικότητα, βοηθημένα επίσης από τις αμείωτα οξυμένες ερμηνείες του καστ.

Δυστυχώς όμως εδώ δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη αντιπαράθεση μεταξύ κατοίκων κι αστυνομίας, καθώς αυτή εκρήγνυται μεν από τη γνώριμη αφορμή της δολοφονίας ενός ανηλίκου από αστυνομικούς, φορτίζεται δε με το στοιχείο της προβοκάτσιας από ακροδεξιούς. Είναι αυτό το στοιχείο που η ταινία χειρίζεται με αδικαιολόγητη αφέλεια, η οποία ξενίζει ακόμη περισσότερο, επειδή δομικά τοποθετείται ως η ανατροπή της πλοκής, που αποκαλύπτεται τελευταία, ως επιμύθιο.

Διαχωρίζοντας δηλαδή μια αιτία κι ένα αποτέλεσμα που στην αληθινή ζωή είναι τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, απομακρύνοντας τελικά την ευθύνη του εγκλήματος της πλοκής από την αστυνομία, η ταινία αποφασίζει να θίξει κι έπειτα να παρακάμψει, να ‘ξεπλύνει’ μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες της αστυνομίας διεθνώς: τις ακροδεξιές, ρατσιστικές αντιλήψεις που διατρέχουν τις τάξεις της κι ευθύνονται για μερικά από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα που έχουν συμβεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έτσι, σε μια ακούσια αυτοαναφορική τροπή, η ταινία καταλήγει να μοιάζει μ’ ένα από τα βασικότερα σκηνοθετικά στοιχεία της, το πυροτέχνημα.

  • BLONDE

Σκην.: Άντριου Ντόμινικ

Πρωτ.: Άνα ντε Άρμας, Τζουλιάν Νίκολσον, Έιντριεν Μπρόντι

Μην έχοντας γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της και στερημένη από την ψυχικά ασθενή μητέρα της, που νοσηλεύεται σε ψυχιατρικό ίδρυμα, η νέα κι όμορφη Νόρμα Τζιν Μπέικερ φιλοδοξεί να γίνει διάσημη ηθοποιός, αλλά το ανδροκρατούμενο κατεστημένο του Χόλιγουντ έχει πολύ συγκεκριμένη άποψη για την καριέρα της, και ξεκινάει αλλάζοντας το όνομά της σε Μέριλιν Μονρό.

Βιογραφικό δράμα βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της αμερικανίδας Τζόις Κάρολ Όουτς, που εκδόθηκε το 2000. Στην προσπάθειά του να στηλιτεύσει τον κακοποιητικό μισογυνισμό της πατριαρχίας και να διοχετεύσει την κοινωνική οργή, η οποία παραμένει διάχυτη μετά τις αποκαλύψεις που οδήγησαν στο κίνημα #MeToo και την αναθέρμανση του φεμινισμού κατά την τελευταία πενταετία, ο σκηνοθέτης Ντόμινικ φτιάχνει ένα πορτραίτο, με το οποίο προσπαθεί να καταγγείλει τη βία και την εκμετάλλευση που υπέστη ένα από τα μεγαλύτερα γυναικεία είδωλα στην ιστορία του κινηματογράφου.

Παρακολουθώντας την ταινία, στον νου έρχονται τα πορτραίτα του Πάμπλο Λαραΐν «Jackie» (2016) και «Spencer» (2021), για διάσημες γυναίκες που φαινομενικά είχαν όλα όσα θα επιθυμούσε ένας άνθρωπος (λεφτά, φήμη, κύρος κτλ.), αλλά στην πραγματικότητα ήταν εγκλωβισμένες σ’ ένα πατριαρχικό σύστημα εκμετάλλευσης, που τους χρησιμοποιούσε σαν ρόλους σ’ ένα δημόσιο θέαμα εξουσίας. Το δημόσιο θέαμα στην περίπτωση της Μονρό ήταν ψυχαγωγικό αντί πολιτικό (όχι άμεσα τουλάχιστον), αλλά εδώ ο χειρισμός της από τον Ντόμινικ είναι ανάλογος, με μια αποσπασματική αφήγηση που εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην τραυματική πλευρά της ζωής της.

Το πρόβλημα ωστόσο με την ταινία του Ντόμινικ, η διαφορά της από εκείνες του Λαραΐν και παρά την ομολογουμένως εξαιρετική ερμηνεία της ντε Άρμας, είναι η συχνά άγαρμπη, άκομψη απεικόνιση στην οποία καταφεύγει, που αφενός αποσκοπεί στην απροσχημάτιστη και σκόπιμα σοκαριστική έκθεση της συγκαλυμμένης κακοποίησης, αφετέρου καταλήγει συζητήσιμη για το κατά πόσο υπερασπίζεται ή υποβαθμίζει περισσότερο την προσωπικότητα που επιχειρεί να προστατέψει.