ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΦΙΣΤΙΚΟΒΟΥΤΥΡΟΥ / THE PEANUT BUTTER FALCON

Δύο τελείως διαφορετικές ταινίες, με ήρωες που πρέπει να περάσουν σημαντικά εμπόδια για να κερδίσουν την ελευθερία τους.

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΦΙΣΤΙΚΟΒΟΥΤΥΡΟΥ /
THE PEANUT BUTTER FALCON

Σκην.: Τάιλερ Νίλσον, Μάικλ Σβαρτς.

Πρωτ.: Σάια ΛαΜπαφ, Ζακ Γκότσαγκεν, Ντακότα Τζόνσον.

Ένα αγόρι με σύνδρομο Down που έχει δραπετεύσει από το γηροκομείο όπου διαμένει, η κοπέλα που τον φροντίζει κι ένας νεαρός ψαράς ξεκινούν ένα περιπετειώδες ταξίδι για να εκπληρώσουν την επιθυμία του πρώτου, να γνωρίσει έναν σταρ του wrestling.

Μποέμικο ρόουντ- μούβι (ή ‘ρίβερ- μούβι’, πιο εύστοχα) για τη φιλία, τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ελευθερία, με πολύ καλές ερμηνείες και διάχυτη αισιοδοξία που εξυψώνει τη διάθεση, εν μέρει χάρη σε μία από τις πιο θετικές κινηματογραφικές απεικονίσεις ατόμου με σύνδρομο Down.

 

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΘΑ ΣΦΥΡΙΞΕΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ /

HIGH NOON

Σκην.: Φρεντ Ζίνεμαν.

Πρωτ.: Γκάρι Κούπερ, Γκρέις Κέλι, Κάτι Χουράδο, Λόιντ Μπρίτζες.

Ένας σερίφης ετοιμάζεται ν’ αντιμετωπίσει μόνος του τον επικίνδυνο κακοποιό που επιστρέφει στην πόλη με τη συμμορία του, ζητώντας εκδίκηση για τη φυλάκισή του.

Γουέστερν του 1952, βασισμένο στο διήγημα του Τζον Κάνιγχαμ «The Tin Star», που δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Collier’s το 1947.  Το φιλμ ήταν υποψήφιο για εφτά Όσκαρ από τα οποία κέρδισε τέσσερα: α’ ανδρικού ρόλου για τον Κούπερ, μοντάζ, μουσικής και τραγουδιού. Μια αρχετυπική προσθήκη στο είδος, με μια υποτυπώδη κεντρική σεναριακή ιδέα, μια μονομαχία κορύφωσης που σήμερα μοιάζει υπερβολικά διεκπεραιωτική και κατώτερη των προσδοκιών που χτίζονται όλη την προηγούμενη ώρα, δύο θαρραλέες και δυναμικές ηρωίδες ερμηνευμένες από την Κέλι και τη Χουράδο κι έναν στιβαρό αλλά μάλλον ‘ξύλινο’ Κούπερ, τη γοητεία του οποίου προσωπικά τουλάχιστον δεν αντιλαμβάνομαι.

Ωστόσο, ίσως η πιο σημαντική πλευρά του φιλμ είναι η σεναριακή απεικόνιση του ηρωισμού και της συλλογικής ευθύνης. Εδώ δηλαδή ο ήρωας της ταινίας ωθείται ως συνήθως από το αίσθημα ευθύνης προς τον εαυτό του και την κοινότητα, αλλά είναι ένας σωτήρας ούτε αυτόκλητος, ούτε κάποιος στον οποίο προσφεύγουν οι κάτοικοι λόγω δικής τους αδυναμίας. Εδώ ο σερίφης φοβάται και δε διστάζει να εκφράσει τον φόβο του, τον οποίο παραδέχεται ρητά και φυσιογνωμικά. Επίσης, όχι μόνο δεν του ανατίθεται ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μόνος του, αλλά οι κάτοικοι του ζητούν να εγκαταλείψει την πόλη για ν’ αποφύγουν την επέλαση της συμμορίας.

Αντιθέτως, εκείνος είναι που ζητάει βοήθεια από την κοινότητα, η οποία από την πλευρά της αποποιείται την ευθύνη της ίδιας της υπεράσπισής της, μεταθέτοντάς όλο το βάρος σ’ αυτόν. Ο σερίφης μετατρέπεται έτσι σ’ έναν απρόθυμο ήρωα που δρα προς όφελος μιας ανεύθυνης, δειλής κι αχάριστης κοινότητας, η σχέση του με την οποία δεν αποκαθίσταται ποτέ, κάνοντας ακόμη πιο αιχμηρό το σχόλιο της ταινίας για τη σημασία της αλληλεγγύης, της ανάληψης κοινωνικής ευθύνης και της συλλογικής δράσης.