Η κρυφή δυστυχία μιας από τις διασημότερες γυναίκες όλων των εποχών.
SPENCER
Σκην.: Πάμπλο Λαραΐν
Πρωτ.: Κρίστεν Στούαρτ, Τίμοθι Σπολ, Σάλι Χώκινς, Σων Χάρις
Στη δεκαετία του 1990 η βασιλική οικογένεια του Ηνωμένου Βασιλείου περνάει το τριήμερο των Χριστουγέννων στο Κτήμα του Σάντριγχαμ.
Η Πριγκίπισσα της Ουαλίας Νταϊάνα όμως, δυσκολεύεται ψυχολογικά όλο και περισσότερο ν’ ακολουθήσει τις δραστηριότητες των ημερών.
Βιογραφικό δράμα που βρέθηκε δικαίως υποψήφιο για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Στούαρτ, η οποία έχει με τα χρόνια εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της γενιάς της, πέρα από το μονότονο μπλαζέ ύφος των πρώτων χρόνων της καριέρας της.
Εδώ, η μελαγχολία που μοιάζει πάντοτε να κουβαλάει μαζί της, ακόμα και στους κωμικούς της ρόλους, τη βοηθάει ν’ αναπτύξει διεισδυτικά την καταθλιπτική εκδοχή της Νταϊάνας, καταπιεσμένης από το πρωτόκολλο, κυνηγημένης από τη δημοσιότητα και ταπεινωμένης από την απιστία.
Από τη μεριά του, ο Λαραΐν, ασχολείται για δεύτερη φορά με τη βιογραφία μιας διάσημης συζύγου μετά την παρόμοια πολυβραβευμένη «Jackie» (2016), ακολουθώντας ένα ψυχογραφικό ύφος που απαρνιέται τους συμβατικούς επιδεικτικούς πειρασμούς του είδους για να υπηρετήσει με συνέπεια την απόγνωση της ηρωίδας του. Κάτι τελείως διαφορετικό δηλαδή απ’ αυτό που έκανε ο Όλιβερ Χίρσμπιγκελ στη «Diana» του το 2013 με τη Ναόμι Γουότς.
THE GRAY MAN
Σκην.: Άντονι Ρούσο, Τζο Ρούσο
Πρωτ.: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κρις Έβανς, Άνα ντε Άρμας, Μπίλι Μπομπ Θόρντον
Όταν ένας εκτελεστής της CIA ανακαλύπτει σκοτεινά μυστικά του προϊσταμένου του, εκείνος στέλνει έναν παρανοϊκό πρώην πράκτορα για να τον εξολοθρεύσει, σ’ ένα κυνηγητό παγκόσμιας κλίμακας.
Κατασκοπική περιπέτεια που διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του αμερικανού Τομ Γκρίνι, το οποίο εκδόθηκε το 2009 και γέννησε μια λογοτεχνική σειρά εξαιρετικά δημοφιλή στις Η.Π.Α., με δέκα ακόμα συνέχειες μέχρι σήμερα. Αυτή τη σειρά ελπίζει το Netflix ότι θα καταφέρει να εξελίξει σ’ ένα πρώτο δικό του franchise δράσης, αντάξιο εκείνων των παραδοσιακών στούντιο του Χόλιγουντ, όπως ο Τζέιμς Μποντ της MGM κι οι «Επικίνδυνες Αποστολές» («Mission: Impossible») της Paramount. Σε μια σκηνή μάλιστα, ο πρωταγωνιστής ερωτάται γιατί ονομάζεται 6 κι απαντάει “επειδή το 007 είναι πιασμένο”, σε μια υπαινικτική δήλωση των φιλοδοξιών της ταινίας.
Επίσης, ήδη την προηγούμενη εβδομάδα, μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία της ταινίας στην πλατφόρμα (όπου και διατίθεται αποκλειστικά), ανακοινώθηκε επισήμως η προετοιμασία ενός δεύτερου μέρους πάντα από τους ίδιους σκηνοθέτες και με πρωταγωνιστή τον Ράιαν Γκόσλινγκ, αλλά κι ενός spin- off που θα προεκτείνει το αφηγηματικό σύμπαν της ταινίας, εξερευνώντας μία άλλη πλευρά του.
Η ταινία διαθέτει όλες τις τυπικές προδιαγραφές για να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο την προορίζει η πλατφόρμα: τεράστιο προϋπολογισμό 200 εκατομμυρίων δολαρίων, μεγάλους και γοητευτικούς σταρ, αμέτρητες τοποθεσίες, ασταμάτητη δράση. Κι όμως, όπως παρόμοιες επενδύσεις του Netflix (βλ. «Red Notice» του Ρώσον Μάρσαλ Θέρμπερ με την παρόμοια τριπλέτα Ντουέιν Τζόνσον, Ράιαν Ρέινολντς και Γκαλ Γκαντότ), δε διαθέτει τίποτα το αξιομνημόνευτο.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πρόκειται για προκατάληψη εναντίον της συγκεκριμένης πλατφόρμας ή ότι η ταινία θ’ αναδεικνυόταν καλύτερα με μια ευρύτερη και διαρκέστερη κυκλοφορία στις αίθουσες. Ίσως αυτοί οι δύο παράγοντες να επηρεάζουν σ’ έναν βαθμό. Ακόμα όμως κι αν έλειπαν, δε θα μπορούσαν να κρύψουν τις σοβαρές αδυναμίες της ταινίας που αφορούν τους βασικούς αισθητικούς της στόχους: την αγωνία και τη δράση.
Δύο σκηνές είναι ενδεικτικές της συνολικής αποτυχίας του εγχειρήματος: η πρώτη είναι η καταδίωξη στον αέρα χωρίς αλεξίπτωτο που είναι γυρισμένη ως επί το πλείστον με ψηφιακά εφέ, τη στιγμή που η «Επιχείρηση Μούνρεϊκερ» («Moonraker», Λούις Γκίλμπερτ) της σειράς Μποντ την είχε γυρίσει με κασκαντέρ σε αληθινές συνθήκες το 1979! Η δεύτερη είναι η καταδίωξη με το τραμ, μια ιδέα που από τη σκέψη της κιόλας είναι παράδοξη λόγω της χαμηλής ταχύτητας του συγκεκριμένου μεταφορικού μέσου, το οποίο εδώ η σκηνοθεσία αναγκάζεται να επιταχύνει αδέξια και πέρα από κάθε μέτρο αληθοφάνειας.
Επιπλέον, παρά τις δυναμικές ερμηνείες των δύο αρσενικών πρωταγωνιστών, μοιάζει να απουσιάζει ένα σοβαρό διακύβευμα, ενώ η ταινία καταφέρνει ακόμη και να παραγκωνίσει τη ντε Άρμας, η οποία σε αντίθεση ξανά με το τζεϊμσποντικό «No Time To Die» (Κάρι Φουκουνάγκα, 2021), όπου μάλιστα είχε πολύ μικρότερο ρόλο, δεν αξιοποιείται ερμηνευτικά και χαρακτηρολογικά.