ΡΟΜΑ - ROMA

Κινηματογραφή

Μερικές από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

ΡΟΜΑ

ROMA

Σκην.: Αλφόνσο Κουαρόν.

Πρωτ.: Γιαλίτσα Απαρίθιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα, Νάνσι Γκαρθία Γκαρθία.

ΡΟΜΑ - ROMA
 Η Κλέο είναι οικονόμος μιας πολυμελούς μεσοαστικής οικογένειας στη συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού το 1970. Μαζί θα βιώσουν την ταραγμένη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της εποχής, και θα αλληλοϋποστηριχτούν σε προσωπικές κι οικογενειακές δυσκολίες.

Ημι-αυτοβιογραφικό δράμα εποχής που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο περυσινό φεστιβάλ Βενετίας, ενώ μόλις βραβεύτηκε πριν από λίγες μέρες με Χρυσές Σφαίρες σκηνοθεσίας και ξενόγλωσσης ταινίας.

Πανόραμα. Αυτή η λέξη ίσως συνοψίζει καλύτερα από κάθε άλλη το εγχείρημα του Κουαρόν, καθώς περικλείει ταυτόχρονα την έμφαση στην αφήγηση μέσω της εικόνας κι όχι των εναλλαγών της πλοκής, αλλά  και την απόδοσή της μέσα από αργά πλάγια πανοραμικά πλάνα που αποτελούν το σήμα κατατεθέν της φωτογραφίας, ίσως ουσιαστικότερο κι απ’ την πιο ευδιάκριτη επιλογή της ασπρόμαυρης παλέτας.

Η πανοραμική προσέγγιση στην πλοκή σημαίνει επίσης ότι η κάμερα παραμένει σε απόσταση από τα γεγονότα, ακριβώς για να μπορέσει να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα απ’ αυτά. Για την ακρίβεια σκοπός της ταινίας είναι όχι απλώς ν’ αφηγηθεί μια ιστορία, αλλά ν’ ανασυστήσει έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος παρατηρείται μέσα από σε γενικά ως επί το πλείστον πλάνα, σαν την οπτική ενός ονειρικού, νοσταλγικού παρατηρητή.

Οικογένεια, φιλία, έρωτας, τάξη, πολιτική, ιστορία, κοινωνικοί αγώνες: όλα δίνονται με απλό τρόπο και χωρίς συχνές ή έντονες διακυμάνσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ακόμη και κατά τις οποίες η φωτογραφία δεν εγκαταλείπει τη στωική της αντιμετώπιση. Η ανασύσταση του κόσμου είναι πλούσια και πολύμορφη, χωρίς να επιβάλει στον θεατή τα ζητήματά της (όπως θα έκανε με μεγαλύτερη ποικιλία πλάνων κι ένα πιο δραστήριο μοντάζ), αλλά αφήνοντάς τον να περιπλανηθεί αβίαστα στον μεστό λυρισμό του.

ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ

MANBIKI KAZOKU

Σκην.: Χιροκάζου Κορεέντα.

Πρωτ.: Λίλι Φράνκι, Σακούρα Άντο, Μάγιου Ματσουόκα.

Μια οικογένεια αποφασίζει να περιθάλψει ένα μικρό άστεγο κορίτσι και το μυούν στις μικροκλοπές που αποτελούν τη βασική τους μέθοδο διαβίωσης.

Οικογενειακό δράμα που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο περυσινό φεστιβάλ Καννών κι ήταν υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας. Ο Κορεέντα συνεχίζει να παρουσιάζει διαφορετικές εκδοχές των κεντρικότερων θεμάτων στη φιλμογραφία του, διερευνώντας εναλλακτικές μορφές οικογένειας και την ψυχολογία της παιδικότητας.

Προσωπικά δεν είδα κάτι που δεν έχω ξαναδεί στο μέχρι τώρα έργο του, με κορυφαίο το «Πατέρας και γιος» («Soshite Chichi ni Naru», 2013), μία από τις καλύτερες ταινίες για τη γονικότητα. Τουλάχιστον όμως κι εδώ ο σκηνοθέτης εξακολουθεί να διατηρεί τη λεπτότητα, την ευαισθησία και την τρυφερότητα με την οποία ξεδιπλώνει τις ιστορίες του, χωρίς να ξεπέφτει στην ευτελή εκμετάλλευση και τον μελοδραματισμό.

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

GREEN BOOK

Σκην.: Πίτερ Φαρέλι.

Πρωτ.: Βίγκο Μόρτενσεν, Μαχέρσαλα Άλι, Λίντα Καρντελίνι.

Στις Η.Π.Α. του 1962 ο μαύρος πιανίστας Ντον Σέρλεϊ προσλαμβάνει τον λευκό πορτιέρη νυχτερινών κλαμπ Τόνι Βαλελόνγκα ως οδηγό του στην περιοδεία του στον αμερικανικό Νότο, όπου οι φυλετικές διακρίσεις κατά των μαύρων φοβάται ότι θα θέσουν σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια του τη ζωή.

Βιογραφική κομεντί που κέρδισε τρεις Χρυσές Σφαίρες, καλύτερης ταινίας στην κατηγορία κωμωδία/ μιούζικαλ, καλύτερου σεναρίου και β’ ανδρικής ερμηνείας για τον Άλι. Το θεματικό μοτίβο με το δίδυμο δύο αταίριαστων χαρακτήρων από διαφορετικά πολιτισμικά/ φυλετικά περιβάλλοντα, που καταλήγουν να γίνουν φίλοι, να διδάξουν ο ένας τον άλλον και ν’ αλληλοσυμπληρωθούν, είναι ένα από τα πιο κοινότοπα στην κινηματογραφική ιστορία, με δύο εντελώς τυχαία παραδείγματα τα «Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ» («Finding Forrester», Γκας Βαν Σαντ, 2000) και «Άθικτοι» («Intouchables», Ολιβιέ Νακάς κι Ερίκ Τολεντανό, 2011).  Ωστόσο εδώ έχουμε μία από τις πιο επιτυχημένες εκδοχές του, χάρη στην πολιτικά καίρια ρητορική του, το άψογο κάστινγκ και την ιδανικά συγχρονισμένη σκηνοθεσία που χρησιμοποιεί κάθε υπαρκτό σεναριακό, χαρακτηρολογικό κι υφολογικό κλισέ, αλλά τουλάχιστον το κάνει υπηρετώντας με απολαυστική συνέπεια την πολιτική και διασκεδαστική σημασία της ιστορίας.

DESTROYER

Σκην.: Κάριν Κουσάμα.

Πρωτ.: Νικόλ Κίντμαν, Τόμπι Κέμπελ, Τατιάνα Μασλάνι.

Μια ντετέκτιβ της αστυνομίας αναλαμβάνει να ερευνήσει μια υπόθεση, που πιστεύει ότι θα τη βοηθήσει να κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς με το τραυματικό επαγγελματικό παρελθόν της.

Αστυνομικό δράμα για το οποίο η Κίντμαν βρέθηκε δικαίως υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα γυναικείας ερμηνείας. Μια περιπλάνηση στο τραύμα, την ενοχή, τον θυμό, την παραίτηση, τους εφιάλτες και την εκδίκηση, όλα ενισχυμένα από την τελική ανατροπή της πλοκής, η οποία κατά τ’ άλλα θα ωφελούταν από λίγο περισσότερη κρισιμότητα.

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

THE NIGHT EATS THE WORLD

Σκην.: Ντομινίκ Ροσέρ.

Πρωτ.: Άντερς Ντάνιελσεν Λι, Γκολσίφτε Φαραχάνι, Ντενί Λαβάν.

Ο Σαμ αποκοιμιέται στη διάρκεια του πάρτι της πρώην του στο Παρίσι, κι όταν ξυπνάει, θα πρέπει να μάθει να επιβιώνει απομονωμένος στο διαμέρισμά της, αφού ο κόσμος έξω απ’ αυτό έχει καταληφθεί από αιμοσταγή ζόμπι.

Ψυχολογικό δράμα τρόμου που διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Πιτ Αγκαρμάν (ψευδώνυμο του γάλλου συγγραφέα Μάρτιν Πέιτζ), το οποίο εκδόθηκε το 2012. Δεύτερη πρόσφατη ταινία με ζόμπι μετά από το «Η Άννα και η Αποκάλυψη» («Anna and the Apocalypse», Τζον ΜακΦέιλ), εξίσου ιδιόμορφη μ’ εκείνη. Αν η «Άννα» συνδύαζε κάπως άνισα την ταινία τρόμου με το μιούζικαλ, αυτή εδώ στήνει ένα ‘υπαρξιακό’ δράμα, αφού ο χειρότερος εχθρός του ήρωα δεν είναι τα ζόμπι, αλλά η μοναξιά, που τον ωθεί να ξανασκεφτεί το παρελθόν του και τη θέση του στον κόσμο. Η σκηνοθετική επιλογή τα ζόμπι να μην ουρλιάζουν αλλά να είναι άφωνα δεν ξέρω πόσο πρωτότυπη είναι, αλλά είναι σίγουρα λειτουργική προσδίδοντάς τους απόκοσμη αηδία. Κατά τ’ άλλα, δυστυχώς η έλλειψη ιδεών θα μπορούσε να κάνει την ταινία ακόμη συντομότερη απ’ ό,τι ήδη είναι, καθώς αφήνει τον αναστοχασμό της αισθαντικό αλλά περιορισμένο και μετέωρο.