Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ DOWNTON - DOWNTON ABBEY

Όταν το μεγαλύτερο πρόβλημα στη ζωή σου είναι να πρέπει να παραθέσεις γεύμα για τριάντα.

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ DOWNTON

DOWNTON ABBEY

Σκην.: Μάικλ Ένγκλερ

Πρωτ.: Χιού Μπόνεβιλ, Μισέλ Ντόκερι, Λώρα Κάρμαϊκλ, Τζιμ Κάρτερ, Μάγκι Σμιθ

Το 1927 οι ένοικοι και το προσωπικό του Πύργου του Ντάουντον ετοιμάζονται να υποδεχτούν τους υψηλότερους προσκεκλημένους που θα μπορούσαν: τον βασιλιά και τη βασίλισσα της Αγγλίας.

Κομεντί εποχής, που συνεχίζει μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυβραβευμένες βρετανικές τηλεοπτικές σειρές, η οποία προβαλλόταν από το 2010 ως το 2015, δημιουργημένη από τον βρετανό σεναριογράφο Τζούλιαν Φέλοους.

Ο μηχανισμός λειτουργίας μιας έπαυλης ως μικρογραφία των ταξικών διαφορών της βρετανικής κοινωνίας είναι ένα θέμα που συναντάται επίσης σε τίτλους όπως μεταξύ άλλων «Τ’ απομεινάρια μιας μέρας» («The Remains of the Day», Τζέιμς Άιβορι, 1993) κι «Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ» («Gosford Park», Ρόμπερτ Όλτμαν, 2001).

Στα σπουδαία «Απομεινάρια», η σταθερή σεναριογράφος του Άιβορι, Ρουθ Πράουερ Τζαμπβάλα, διασκεύασε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο σε μια ελεγεία για τον φόβο και τη μοναξιά των ανθρώπων, αλλά και την πτώση της βρετανικής αριστοκρατίας. Το «Gosford», βραβευμένο με Όσκαρ για το σενάριο που έγραψε επίσης ο Φέλοους, είναι ένα αιχμηρό, θλιβερό, απαξιωτικό πορτρέτο της αριστοκρατίας και του κόσμου της, γεμάτου αυθαιρεσία κι υποκρισία.

Αντιθέτως, το κινηματογραφικό «Downton» παραμένει πιστό στο φωτεινό, νοσταλγικό, συμφιλιωτικό πνεύμα της σειράς, παρέχοντας -πρωτίστως στους Βρετανούς- ένα εξωραϊσμένο παρελθόν, μια φιλομοναρχική πατριωτική φαντασίωση ως παρηγοριά μέσα στη σημερινή πολιτικοκοινωνική αβεβαιότητα.

Η ταινία -καλώς και κακώς- δε χάνει ίχνος από τη σπιρτάδα και την ελαφρότητα της σειράς, χωρίς όμως να τολμάει να εμβαθύνει περισσότερο σε κάποιο από τα πολυάριθμα ζητήματα που προσφέρει το σενάριο.

Καταρχάς, η ταινία θίγει μόνο επιφανειακά και φευγαλέα ένα από τα βασικότερα και πιο πρόσφορα θέματα της σειράς, δηλαδή τη σημασία του σπιτιού, της παράδοσης και των συνηθειών μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης που μεταφέρει μέσα σε μια ραγδαία μεταβαλλόμενη εποχή. Αντ’ αυτού επιλέγει να επικεντρωθεί στην επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους, και πάλι όμως όχι για να συζητήσει τη θέση της μοναρχίας σ’ έναν μοντέρνο κόσμο, καθώς η όποια αμφισβήτηση που εγείρεται καταπνίγεται εύκολα και γρήγορα.

Το σενάριο προτιμάει ν’ αξιοποιήσει την επίσκεψη ως αφορμή γι’ αναληθοφανή χαριτωμένα -μερικά μέχρι και χαζοχαρούμενα- περιστατικά, αλλά και για μια απολαυστική επίδειξη ενδυματολογίας, τοποθεσιών, εθιμοτυπίας, συμπεριφοράς και πλούτου, που άλλωστε αποτελούν τα κύρια θέλγητρα της σειράς.

Έτσι, ευτυχώς τουλάχιστον η ταινία διατηρεί τα υψηλά σκηνοθετικά μέτρα της σειράς, με τα ανακτορικά της μέγαρα, τις φλεγματικές ερμηνείες του καστ, τα υπέρκομψα κοστούμια της Άννα Ρόμπινς, την καλλιγραφική φωτογραφία του Μπεν Σμίδαρντ, καθώς και το γνώριμο μουσικό θέμα του Τζον Λαν που αποπνέει την ευγένεια και το κύρος της οικογένειας Κρόλι.

Επίσης, παρότι το σενάριο μοιάζει να μην ξέρει ακριβώς τι να κάνει με την πλοκή του, αφήνοντας ημιτελή σημαντικά επιμέρους ζητήματα που ανοίγει στην πορεία καθώς αναζητά έναν ουσιαστικότερο στόχο από μια βασιλική δεξίωση, τουλάχιστον αποκαθιστά μια σημαντική αδικία της σειράς, χαρίζοντας επιτέλους στον Μπάροου την ευκαιρία να εκδηλώσει την ομοφυλοφιλία του και να βρει έναν άξιο σύντροφο.

Η καταληκτική ατάκα της κ. Χιούζ δεν αφήνει απλώς ανοιχτά περιθώρια για μελλοντικές συνέχειες, αλλά δίνει και μια συγκεκριμένη ιδέα γι’ αυτές, ότι θα μπορούσαν να  εκτυλίσσονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές του 20ου αιώνα, δείχνοντας την εξέλιξη του Πύργου αλλά και των ενοίκων του μέσα στις διαφορετικές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες. Δεδομένου ότι η θεματολογία του έργου αφορά δίπολα όπως η σταθερότητα κι η αλλαγή, η παράδοση και το μοντέρνο, οι ‘πάνω’ κι οι ‘κάτω’, πρόκειται για μάλλον εύστοχη κι ενδιαφέρουσα προοπτική, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι το σενάριο θα αποφάσιζε να γίνει λίγο πιο τολμηρό κι αιχμηρό χωρίς αναγκαστικά να εγκαταλείπει τους βασικούς διασκεδαστικούς του στόχους.

 

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΠΕΣΕ

ANGEL HAS FALLEN

Σκην.: Ρικ Ρόμαν Γουό

Πρωτ.: Τζέραρντ Μπάτλερ, Μόργκαν Φρίμαν, Πάιπερ Περάμπο, Νικ Νόλτε, Τζέιντα Πίνκετ Σμιθ

Μετά από μια επίθεση εναντίον του αμερικανού προέδρου, ο πράκτορας της υπηρεσίας ασφαλείας του, Μάικλ Μπάνινγκ, συλλαμβάνεται ως βασικός ύποπτος για συνωμοσία εναντίον του. Έτσι, ο Μπάνινγκ πρέπει να δραπετεύσει, ν’ αποδείξει την αθωότητά του και να επιστρέψει στην οικογένειά του.

Τρίτη προσθήκη σ’ αυτή την τόσο μέτρια σειρά ταινιών δράσης, που αποτελείται επίσης από τα «Ο Όλυμπος έπεσε» («Olympus Has Fallen», Αντουάν Φούκουα, 2013) και «Το Λονδίνο έπεσε» («London Has Fallen», Μπάμπακ Νατζάφι, 2016).

Ο Νόλτε είναι ως και συγκινητικός, η πατριωτική δράση είναι άφθονη, πληθωρική, αλλά και χωρίς ίχνος έμπνευσης, ενώ εξίσου άφθονα είναι τα κλισέ κι η προβλεψιμότητα, αφού το κάστινγκ κι η ελάχιστη εμπειρία θέασης που μπορεί να διαθέτει κανείς από ταινίες του είδους προδίδουν τους κακούς και το σχέδιό τους από το πρώτο πλάνο που εμφανίζονται.

ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ;

READY OR NOT

Σκην.: Ματ Μπετινέλι- Όλπιν, Τάιλερ Γκίλετ

Πρωτ.: Σαμάρα Γουίβινγκ, Άνταμ Μπρόντι, Μαρκ Ο Μπράιεν

Μια νύφη περνάει την πρώτη νύχτα του γάμου της συμμετέχοντας στο παραδοσιακό τελετουργικό παιχνίδι της οικογένειας του συζύγου της. Αυτό που ανακαλύπτει με τρόμο στην πορεία, είναι ότι το παιχνίδι είναι δολοφονικό κι ότι η ίδια είναι ο στόχος.

Σπλάτερ που διαθέτει μια πρόσφορη κεντρική σεναριακή ιδέα, την οποία όμως χαραμίζει σε μια επίπεδη και διεκπεραιωτική ιστορία, χωρίς να παίρνει τον εαυτό του ή τους χαρακτήρες στα σοβαρά, χωρίς να προσπαθεί να κλιμακώσει την αγωνία και χωρίς να ενδιαφέρεται για την αληθοφάνειά των καταστάσεων, όπως όταν ο μπάτλερ αγνοεί τους τόσο ξεκάθαρους ήχους από το γέμισμα του όπλου της Γκρέις στην κουζίνα ή όταν ο Τόνι κι η αδερφή του αγνοούν το ορθάνοιχτο παράθυρο με την κινούμενη κουρτίνα στο υπνοδωμάτιο.

ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣ

A DOG’S JOURNEY

Σκην.: Γκέιλ Μανκούζο

Πρωτ.: Ντένις Κουέιντ, Τζος Γκαντ (φωνή), Κάθριν Πρέσκοτ

Ένας σκύλος μετενσαρκώνεται και κάθε φορά που ξαναζεί προσπαθεί να βρει και να κάνει ευτυχισμένους τους αγαπημένους του ιδιοκτήτες.

Ζωοφιλική κομεντί που αποτελεί συνέχεια του «Ο καλύτερος φίλος μου» («A Dog’s Purpose», Λάσε Χάλστρομ, 2017), με τις δύο ταινίες να προέρχονται από τα ομώνυμα μυθιστορήματα του αμερικανού Γουίλιαμ Μπρους Κάμερον, που εκδόθηκαν το 2010 και το 2012.

Η φετινή ταινία αποτελεί πιστό αντίγραφο της προηγούμενης, στην εμπορική επιτυχία της οποίας και μόνο οφείλει την ύπαρξή της.

Συνεχίζει την κεντρική σεναριακή ιδέα της μετενσάρκωσης του σκύλου, ακολουθεί την ίδια αφηγηματική δομή των διαφορετικών αφεντικών μέχρι την επανένωση με το πρώτο και πιο αγαπημένο, ενώ στο τέλος ανακαλύπτει ακόμα έναν βαθυστόχαστο στόχο ζωής.

Επίσης παρομοίως, αποτελεί μια άνευρη, απλοϊκή και γλυκανάλατη ιστορία για την αγάπη μεταξύ ανθρώπων και σκύλων, με τον ευγενή παρόλαυτά στόχο να προαγάγει τη φιλοζωία κυρίως στο παιδικό κοινό.