AMSTERDAM Η ΤΑΙΝΙΑ

 

Τολμηρές ιδέες, άνισα αποτελέσματα.

AMSTERDAM

Σκην.: Ντέιβιντ Ο Ράσελ

Πρωτ.: Κρίστιαν Μπέιλ, Μάργκο Ρόμπι, Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον, Ράμι Μάλεκ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Άνια Τέιλορ- Τζόι

Στη Νέα Υόρκη του 1933, ένας γιατρός που χρησιμοποιεί αμφίβολες μεθόδους θεραπείας, ένας φιλόδοξος δικηγόρος και μια νοσοκόμα με καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι τρεις φίλοι από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που επανενώνονται μετά από χρόνια για να εξιχνιάσουν τη δολοφονία του παλιού αξιωματικού τους κι έρχονται αντιμέτωποι με μια πολιτική συνωμοσία.

Κομεντί μυστηρίου βασισμένη στην υπόθεση του λεγόμενου Business Plot, την ισχυριζόμενη απόπειρα ανατροπής του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούσβελτ και την εγκαθίδρυση δικτατορίας στις Η.Π.Α. στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Ο Ο Ράσελ ανήκει στους σκηνοθέτες, όπως ο Γουές Άντερσον, που δουλεύουν με all- star καστ, το οποίο αξιοποιούν σε απολαυστικά εξεζητημένους χαρακτήρες. Το αποτέλεσμα δε λειτουργεί πάντα, όπως θυμίζει ο «Οδηγός διαπλοκής» («American Hustle», 2013), αλλά όταν πετυχαίνει είναι απολαυστικό, όπως εδώ.

Η ταινία διαθέτει ερμηνευτική ισορροπία που αναδεικνύει με αληθοφάνεια την εξωφρενικότητα των χαρακτήρων και των καταστάσεων χωρίς να την υπονομεύει. Σεναριακές μεταπτώσεις ύφους και διάθεσης, που προσωπικά τουλάχιστον δεν πιστεύω ότι ζημιώνουν την ακεραιότητα της πλοκής. Κι ένα σενάριο που εξαρχής προτάσσει τη διασκέδαση έναντι του μυστηρίου, το οποίο παρόλαυτά διατηρείται αρκετά ενδιαφέρον για ν’ αποτρέπει πλατειάσματα.

BONES AND ALL

Σκην.: Λούκα Γκουαντανίνο

Πρωτ.: Τέιλορ Ράσελ, Τίμοθυ Σαλαμέ, Μαρκ Ράιλανς, Κλόι Σεβινί

Μια έφηβη η οποία βασανίζεται από το ένστικτο ανθρωποφαγίας που την κυριεύει, ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης της μητέρας της, με απώτερο στόχο να λάβει απαντήσεις για τη φονική ιδιομορφία της. Στην πορεία θα συναντήσει δύο όμοιούς της, έναν διαταραγμένο μεσήλικο άντρα κι έναν όμορφο νεαρό, με τον οποίο ερωτεύονται και θα προσπαθήσουν να ξεκινήσουν μαζί μια φυσιολογική ζωή.

Ρομαντικό road- movie τρόμου βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Καμίλ ΝτεΆντζελις, που εκδόθηκε το 2015. Στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας η ταινία κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας κι η 28χρονη καναδή πρωταγωνίστρια Τέιλορ Ράσελ τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρτσέλο Μαστρογιάνι» ανερχόμενης ηθοποιού.

Πρόκειται επίσης για τη δεύτερη συνεργασία ανάμεσα στον σκηνοθέτη Γκουαντανίνο και τον πρωταγωνιστή Σαλαμέ, μετά από το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» («Call me by your name», 2017).

Ο κανιβαλισμός αποτελεί βεβαίως θεματικό μοτίβο δεκάδων ταινιών σπλάτερ, αλλά εδώ επιχειρείται μια πιο σοβαρή, καλλιτεχνική προσέγγιση, όπως έγινε επίσης στο πρόσφατο «Grave» (Ζουλιά Ντικουρνό, 2016). Ο Γκουαντανίνο φτιάχνει μια ευαίσθητη, καλοπαιγμένη, αλλά άνιση ιστορία, που αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιο συμβατικές και τις πιο ουσιαστικές πλευρές της, με αποτέλεσμα να καταλήγει να βαλτώνει στις πρώτες, ως ένα συνηθισμένο αισθηματικό θρίλερ τρόμου.

Η απόφαση του ζευγαριού να προσπαθήσει να ζήσει ‘φυσιολογικά’ είναι μια σεναριακή επιλογή που δημιουργεί περιέργεια για τον χειρισμό του θέματος από ‘κει και πέρα, μοιάζοντας ν’ απομακρύνει την πλοκή από πιθανά ειδολογικά κλισέ, σε μια πιο διεισδυτική διερεύνηση της διαμάχης ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική. Όμως, έστω κι αν πιθανότερα το επιμύθιο θα ήταν ούτως ή άλλως ίδιο, το σενάριο επιλέγει τον δρόμο του εντυπωσιασμού για να καταλήξει σ’ αυτό, ενδίδοντας τελικά στα κλισέ που πρόσκαιρα φαινόταν ν’ αποφεύγει.

ΤΟ ΜΕΝΟΥ THE MENU

Σκην.: Μαρκ Μάιλοντ

Πρωτ.: Άνια Τέιλορ- Τζόι, Ρέιφ Φάινς, Νίκολας Χουλτ

Ένα νεαρό ζευγάρι επισκέπτεται το φημισμένο εστιατόριο ενός πολυβραβευμένου σεφ σ’ ένα απομονωμένο νησί. Εκεί, μαζί με τους υπόλοιπους πελάτες, θ’ αντιμετωπίσουν μια εμπειρία πολύ πιο δραματική απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν. Μαύρη κωμωδία εγκλήματος που προσωπικά τουλάχιστον δεν κατάλαβα ακριβώς ποιο είναι το πρόβλημά της.

Προφανώς δηλαδή σατιρίζεται η ιδέα, η κουλτούρα κι η αγορά της υψηλής γαστρονομίας, αλλά πάνω σε μια σεναριακή βάση εξεζητημένης παρανοϊκής εκδικητικότητας, για την οποία μπορεί χονδρικά να παρέχονται εξηγήσεις, όχι όμως τέτοιες που να δικαιολογούν τις καταστάσεις που προκαλεί.

Για παράδειγμα, ο Σλάουικ είναι δυσαρεστημένος από το ότι ο Τάιλερ έφερε στο δείπνο διαφορετική παρτενέρ και του χαλάει το μεγάλο του σχέδιο, αλλά ποτέ δε μαθαίνουμε τη σημασία της αρχικής καλεσμένης που αντικαταστάθηκε. Επίσης, άλλοι θαμώνες τιμωρούνται για προσωπικά τους λάθη, που δεν έχουν καμία σχέση με τον σεφ, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται τα θεματικά ερείσματα κι η συνοχή του σεναρίου.

BLACK PANTHER: WAKANDA FOREVER

Σκην.: Ράιαν Κούγκλερ

Πρωτ.: Λετίσια Ράιτ, Άντζελα Μπάσετ, Ντανάι Γκουρίρα, Λουπίτα Νιόνγκο, Τένοχ Χουέρτα

Μετά τον θάνατο του βασιλιά Τ’Tσάλα η Γουακάντα αναζητά τη θέση της στον κόσμο, αντιμετωπίζοντας νέες προκλήσεις από τις χώρες της Δύσης, αλλά κι από ένα υποθαλάσσιο βασίλειο, που ανατρέπει τη βεβαιότητα ότι η Γουακάντα είναι η αποκλειστική κάτοχος χώρα του πανίσχυρου μετάλλου βιμπρανίου.

Περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί την τριακοστή προσθήκη στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της Marvel (MCU) και συνεχίζει το «Black Panther» (2018) του ίδιου σκηνοθέτη. Αυτός που δυστυχώς απουσιάζει από τη φετινή συνέχεια, είναι ο πρωταγωνιστής Τσάντγουικ Μπόουζμαν, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2020 από καρκίνο.

Προς τιμήν της, η Marvel δεν αντικατέστησε τον Τσάντγουικ στον ρόλο του Μαύρου Πάνθηρα. Αντιθέτως, φροντίζει με κάθε ευκαιρία ν’ αποτίνει φόρο τιμής στον αδικοχαμένο πρωταγωνιστή της μέσα στην ταινία και να προετοιμάσει υπομονετικά τη διαδοχή του, τόσο με μια ενδιάμεση woke λύση (αλά Λασάνα Λιντς στο «No Time to Die»), όσο και με μια μακροπρόθεσμη, η οποία αποκαλύπτεται στη σκηνή που βρίσκεται στη μέση των τίτλων τέλους.

Η ταινία συνολικά πάντως με άφησε παγερά αδιάφορο, όπως και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες της τρέχουσας φάσης του MCU, οι οποίες δεν έχουν καταφέρει να συστήσουν νέους ή ν’ αναβαθμίσουν υπάρχοντες χαρακτήρες με το ίδιο ενδιαφέρον, όπως η πρώτη φάση της σειράς.

Σε αντίθεση με τις τρεις πρώτες φάσεις του MCU, η τέταρτη στερείται έναν κεντρικό στόχο για να καθοδηγεί τις ταινίες της, με αποτέλεσμα καθεμιά τους να μοιάζει να εκτυλίσσεται στον δικό της αδιάφορο μικρόκοσμο. Επίσης, βρίσκω ‘εκβιαστική’ τη συνθήκη, που επιβάλλει κανείς να έχει παρακολουθήσει τις τηλεοπτικές σειρές του MCU ως προαπαιτούμενα, ώστε να μπορεί ν’ ακολουθήσει πρόσωπα και γεγονότα των ταινιών, όπως εδώ τον χαρακτήρα της Τζούλια Λούι Ντράιφους.

Η πολιτική ρητορική είναι επίσης συζητήσιμη, αν όχι ξεκάθαρα προβληματική, καθώς μπορεί η Γουακάντα να στηλιτεύει την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, διεκδικώντας για τον εαυτό της την αυτοκυρίαρχη θέση που ιστορικά η Δύση στέρησε από τα αφρικανικά –κι όχι μόνο- κράτη, αλλά σε σχέση με αυτά, μοιάζει ν’ αντιγράφει το δυτικό μοντέλο που επικρίνει. Για να μην πω πια για τη δράση, που αρκείται σε ψηφιακά κορεσμένη κοινοτοπία, με διεκπεραιωτικό χειρισμό των διακυβευμάτων της και χωρίς ίχνος έμπνευσης.