wonder woman 1984

Μία από τις σπουδαίες ταινίες των τελευταίων χρόνων.

 

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ – NOMADLAND

Σκην.: Κλόι Τζάο

Πρωτ.: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στραδέρν, Λίντα Μέι, Σαρλίν Σουάνκι

Αφού απολύεται, χάνει τον άντρα της κι η πόλη της ερημώνει, η μεσήλικη Φερν αποφασίζει να ζήσει περιπλανώμενη μέσα στο φορτηγάκι της, αναζητώντας καινούριο νόημα στη ζωή της.

Κοινωνικό και ψυχολογικό δράμα βασισμένο στο ομώνυμο βιωματικό βιβλίο της αμερικανίδας δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ, που εκδόθηκε το 2017. Πρόκειται για την πιο πολυβραβευμένη ταινία της χρονιάς, έχοντας κερδίσει μεταξύ άλλων τέσσερα BAFTA, δύο Χρυσές Σφαίρες, Χρυσό Λιοντάρι στο φεστιβάλ Βενετίας 2020 και τρία Όσκαρ 2021: σκηνοθεσίας, α’ γυναικείου ρόλου και καλύτερης ταινίας.

Αποτελεί επίσης την τρίτη μεγάλου μήκους σκηνοθεσία της κινέζας δημιουργού, μετά από τα «Songs my Brothers Taught me» (2015) και «Καλπάζοντας με το όνειρο» («The Rider», 2017), τα οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε στις διαδικτυακές πλατφόρμες Mubi (mubi.com) και Cinobo (cinobo.com) αντιστοίχως.

Η επόμενη ωστόσο προσθήκη στη φιλμογραφία της σκηνοθέτριας θα είναι κάτι διαμετρικά αντίθετο, καθώς πριν από μερικά χρόνια η Marvel είχε τη διορατικότητα και την τόλμη να της αναθέσει μία από τις επόμενες υπερπαραγωγές της με υπερήρωες, τους «Eternals», που έχουν προγραμματιστεί να βγουν στις αίθουσες τον Νοέμβριο, δημιουργώντας μας μεγάλη περιέργεια για τον τρόπο με τον οποίο θα προσαρμόσει το ασκητικό ύφος της στο πληθωρικής κλίμακας κι απαιτήσεων είδος.

Όπως οι δύο προηγούμενες ταινίες της σκηνοθέτριας, έτσι κι αυτή εκτυλίσσεται στα αμερικανικά badlands, τις αχανείς, άγονες εκτάσεις με την πλούσια γεωλογική ιστορία, που πλαισιώνουν ιδανικά τα τελματώδη, αναστοχαστικά διλήμματα των χαρακτήρων της. Εκτός απ’ τη γεωγραφική συνοχή τους, οι ταινίες της Τζάο συνδέονται μεταξύ άλλων κι από μια θεματική ομοιότητα, που αφορά την προσπάθεια των ηρώων να συμφιλιωθούν με τις διαψευσμένες προσδοκίες και τα ματαιωμένα όνειρα.

Κι αν στις δύο προηγούμενες οι χαρακτήρες είχαν για ‘μαξιλαράκι’ την οικογένεια, εδώ η ταινία έξυπνα προσπερνά την εύκολη λύση, που θα ήταν μια -σεναριακά προβλέψιμη και καθησυχαστική για την ηρωίδα- καινούρια ζωή γεμάτη θαλπωρή με την οικογένεια του Ντέιβ ή της αδερφής της.

Αντ’ αυτών, το σενάριο παρέχει στη Φερν το θάρρος και την αυτονομία να συνεχίσει επ’ αόριστον το νομαδικό της ταξίδι, που την καλεί να γνωρίσει εναλλακτικές, περισσότερο δύσκολες αλλά και πιο αλληλέγγυες συνθήκες διαβίωσης. Κυρίως όμως να κρατήσει το παρελθόν της ζωντανό εφόσον αυτή το επιλέγει- τουλάχιστον τις πλευρές του που αυτή νιώθει ότι εξακολουθούν να την καθορίζουν, όσο τραυματικές κι αν παραμένουν (γι’ αυτό και το κλείσιμο της εκκρεμότητας στην αποθήκη).

Πέρα από τη διαβίωσή της όμως, η Φερν προσπαθεί να βρει έναν καινούριο τρόπο να υπάρξει. Γιατί η ταινία πάνω απ’ όλα μιλάει για τη συμφιλίωση με την απώλεια. Απώλεια των ανθρώπων, της αγάπης και της προσπάθειας κατόπιν να ξαναδώσει κανείς νόημα στη ζωή του.

Ανέκαθεν ανεξάρτητη από τη φύση της (όπως πληροφορεί η αδερφή της) και στερημένη από τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο, ισχυρότερο γνώρισμα της Φερν μέσα στην πλοκή κι αυτό που καθοδηγεί τις επιλογές της είναι η οριακότητά της. Ότι δηλαδή βρίσκεται ακριβώς στο σημείο, όπου πρέπει πρώτα ν’ αποφασίσει αν αξίζει κι αν θέλει να συνεχίσει να ζει, κι αν ναι, να μάθει να υπάρχει από την αρχή.

Η ταινία ευτυχώς δεν ευτελίζει τη σημασία αυτής της οριακότητας είτε με μια εύκολη παραχώρηση προς τον Ντέιβ ή την αδερφή της Φερν, είτε με μια πιο απόλυτη λύση. Αντιθέτως τιμά την ηρωίδα της προσφέροντάς της τη νομαδικότητα ως ιδανική γι’ αυτή συνθήκη αυτόνομης ύπαρξης, συνεπή με τον χαρακτήρα και το παρελθόν της. Τη συνέπεια του σεναρίου ενισχύει η ερμηνεία της δικαίως πολυβραβευμένης ΜακΝτόρμαντ, που γι’ ακόμα μια φορά συγκινεί με τον πραγματισμό, το σθένος, την αξιοπρέπεια και την καλοσύνη με τα οποία συνθέτει την ηρωίδα της.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η χρήση της μουσικής που διαφέρει από τις δύο προηγούμενες ταινίες της σκηνοθέτριας. Ενώ εκεί είχαμε πολύ διακριτικές πρωτότυπες συνθέσεις, εδώ χρησιμοποιούνται προϋπάρχοντα κομμάτια του δημοφιλούς ιταλού συνθέτη Λουντοβίκο Εϊνάουντι, κι ειδικά το «Oltremare» που αξιοποιείται ως το μοτίβο της ηρωίδας.

Ο Εϊνάουντι είναι γνωστός για τις γαλήνιες και καθαρτικά συγκινητικές συνθέσεις του, οι οποίες εδώ βρίσκουν ιδανική ενσάρκωση σε μια γυναίκα που αντέχει στο κρύο, στο τραύμα, στην απώλεια κι επιμένει να συνεχίζει τη διαδρομή συμφιλιωμένη με τη μοναξιά της- μόνη απέναντι στο σύμπαν.

wonder woman 1984
WONDER WOMAN 1984

Σκην.: Πάτι Τζένκινς

Πρωτ.: Γκαλ Γκαντότ, Κρις Πάιν, Κρίστεν Γουίγκ, Πέντρο Πασκάλ

H Νταϊάνα Πρινς/ Wonder Woman πρέπει να σταματήσει έναν άπληστο επιχειρηματία, που εκμεταλλεύεται ένα ορυκτό με τη μαγική ιδιότητα να πραγματοποιεί τα όνειρα όποιου το κατέχει.

Περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί συνέχεια της πρώτης ταινίας του 2017 από την ίδια σκηνοθέτρια. Ενώ η πρώτη ταινία εκτυλισσόταν στο 1918, στην εκπνοή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η δεύτερη τοποθετείται στο 1984, υιοθετώντας το θεματικό μοτίβο της απληστίας ως χαρακτηριστικού γνωρίσματος της περιόδου (θυμηθείτε μεταξύ άλλων το “Greed is good” τουΜάικλ Ντάγκλας/ Γκόρντον Γκέκο στη «Wall Street» του Όλιβερ Στόουν, και το «American Psycho» της Μαίρυ Χάρον).

Το επιμύθιο λοιπόν είναι εύστοχο, η Γκαντότ όπως πάντα είναι εκθαμβωτική κι ο Πασκάλ φτιάχνει έναν ανέλπιστα απολαυστικό κακό που επισκιάζει την αναξιοποίητη Γουίγκ. Το θέαμα όμως υπονομεύεται από την υπερβολικά εξεζητημένη και διάτρητη κεντρική σεναριακή ιδέα, που εκτελείται με λιγότερη αληθοφάνεια κι οικονομία απ’ όση θα χρειαζόταν για να καταλήξει σ’ ένα αποτέλεσμα αντάξιο της ανώτερης πρώτης ταινίας.