Ο ΦΑΡΟΣ - THE LIGHTHOUSE

Κινηματογραφή

Μια νέα γενιά σκηνοθετών εμπλουτίζει με φρέσκια οπτική το είδος του τρόμου.

Ο ΦΑΡΟΣ

THE LIGHTHOUSE

 

Σκην.: Ρόμπερτ Έγκερς

Πρωτ.: Ρόμπερτ Πάτινσον, Γουίλεμ Νταφό

Ο ΦΑΡΟΣ - THE LIGHTHOUSE

Αποκλεισμένοι για εβδομάδες στον φάρο τους, δύο φαροφύλακες στη Νέα Αγγλία του 19ου αιώνα αρχίζουν σταδιακά να χάνουν το μυαλό τους και να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου.    Ψυχολογικό θρίλερ που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Έγκερς μετά την εξαιρετική «Μάγισσα» («The Witch: a New England Folk- Tale», 2015).

Κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο περυσινό φεστιβάλ Καννών, ενώ βρέθηκε υποψήφιο για Όσκαρ για τη στοιχειωτική διεύθυνση φωτογραφίας του Τζάριν Μπλάνσκι, μόνιμου συνεργάτη του σκηνοθέτη.

Ο Έγκερς μαζί με τον Άρι Άστερ («Η διαδοχή», 2018 και «Μεσοκαλόκαιρο», 2019) και τον Οζ Πέρκινς, η νέα ταινία του οποίου ακολουθεί στη σημερινή στήλη, αποτελούν τρεις από τους ανανεωτές του είδους του τρόμου, βασισμένοι στην απόκοσμη εικαστικότητα μακριά από εύκολα και χιλιοϊδωμένα κλισέ.

Υιοθετώντας τετράγωνο κάδρο κι ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο σκηνοθέτης κι ο φωτογράφος του συνθέτουν εδώ μια εξπρεσιονιστική καταβύθιση στην παράνοια. Οι δυο πρωταγωνιστές είναι τόσο απορροφημένοι στους ρόλους τους, ώστε, σε συνδυασμό με τη φωτογραφία και το μακιγιάζ των Τρέισι Λόουντερ και Έιντριεν Μορό, καταλήγουν στιγμιαία αγνώριστοι.

Τα ασφυκτικά κάδρα του Μπλάνσκι μαζί με τους εμμονικούς ήχους που σχεδιάζουν οι Μάριους Γκλαμπίνσκι και Ντέιμιαν Βόλπι τούς εγκλωβίζουν στο περιβάλλον που μοιάζει να τους καταπίνει, ενώ η συνεχώς εντεινόμενη διαταραχή τους αποδίδεται στα ‘γδαρμένα’ πρόσωπά τους από τις κοφτερές παραμορφωτικές σκιές.

Το μεταφυσικό στοιχείο δημιουργεί μια μικρή έκπληξη και προσθέτει μυστήριο στην πλοκή, συνδέοντάς τη θεματικά με την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη, χωρίς ν’ αποκαλύπτουμε περισσότερα για να μην προδώσουμε την έκβαση.

 

ΓΚΡΕΤΕΛ & ΧΑΝΣΕΛ

GRETEL AND HANSEL

 

Σκην.: Όζγκουντ Πέρκινς

Πρωτ.: Σοφία Λίλις, Σάμιουελ Λίκι, Άλις Κριγκ

Μια έφηβη κι ο μικρός αδερφός της αναζητούν στέγη και τροφή στο δάσος, όταν ανακαλύπτουν το σπίτι μιας μυστηριώδους ηλικιωμένης, η πλουσιοπάροχη φιλοξενία της οποίας αρχίζει να δημιουργεί υποψίες στην κοπέλα.

Μετά την περιπετειώδη εκδοχή του «Χάνσελ και Γκρέτελ: κυνηγοί μαγισσών» («Hansel and Gretel: Witch Hunters», Τόμι Βίρκολα, 2013), εδώ το γερμανικό λαϊκό παραμύθι που κατέγραψαν κι εξέδωσαν οι αδερφοί Γκριμ το 1812 αποδίδεται ως ταινία τρόμου, ακατάλληλη για παιδιά. Μεταφέρεται επίσης με ανεστραμμένα τα ονόματα στον τίτλο, προσφέροντας στο κορίτσι φεμινιστική προτεραιότητα αντάξια του δυναμικότερου ρόλου που ανέκαθεν διαδραμάτιζε στην ιστορία.

Όπως είπαμε παραπάνω, ο Πέρκινς ανήκει σ’ αυτή τη νέα γενιά σκηνοθετών που δίνουν έμφαση στη διακριτική και υπομονετική δημιουργία απόκοσμης διάθεσης στον θεατή μέσα από υποβλητική εικαστικότητα. Όπως κι η προηγούμενη ταινία του, με τίτλο «Εγώ είμαι η μοναδική ομορφιά του σπιτιού» («I am the Pretty Thing that Lives in the House», 2016), που διατίθεται στο Netflix, αυτή εδώ είναι ένα εικαστικό κομψοτέχνημα, το οποίο οφείλει τη φρικιαστική του ατμόσφαιρα κυρίως στον διευθυντή φωτογραφίας Γκάλο Ολιβάρες και στον ανατριχιαστικό σχεδιασμό ήχου των Ντιέγκο Πέρεζ και Τζάστιν Ντέιβι. Καθόλου υποδεέστερη η συμβολή του μακιγιάζ της Ροσίν Κόπλαντ που μεταμορφώνει ηλικιακά το πρόσωπο της Άλις Κρίγκ και στον σχεδιασμό παραγωγής Τζέρεμι Ριντ, το τριγωνικό σπίτι του οποίου παραπέμπει στον ίδιου σχήματος ναό του Χένρικ Σβένσον για το «Μεσοκαλόκαιρο».  Ωστόσο, η ταινία θα ήταν ακόμη πιο τρομακτική αν το σενάριο ήταν λιγότερο προβλέψιμο κι αν ο ρυθμός της σκηνοθεσίας απέφευγε τα περιστασιακά πλατειάσματα.

 

LIKE A BOSS

 

Σκην.: Μιγκέλ Αρτέτα

Πρωτ.: Τίφανι Χάντις, Ρόουζ Μπερν, Σάλμα Χάγιεκ, Μπίλι Πόρτερ

Δύο κολλητές και συνεταίροι σε μια μικρή ελλειμματική εταιρεία καλλυντικών έρχονται αντιμέτωπες με μια μεγάλη πρόκληση στη φιλία και την καριέρα τους, όταν μια αδίστακτη μεγαλοεπιχειρηματίας προσφέρεται να σώσει την εταιρεία με τίμημα την εξαγορά της.

Φεμινιστική κωμωδία που θυμίζει το «Κορίτσι για φίλημα» («I Feel Pretty», Άμπι Κον και Μαρκ Σίλβερστιν, 2018) στον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται το θέμα της γυναικείας ομορφιάς και τον βαθμό στον οποίο αυτή εξαρτάται από τη βιομηχανία της αισθητικής. Το σενάριο ακολουθεί μια συμβιβαστική, όχι ακριβώς επαναστατική αλλά κοινωνικά πραγματιστική οδό, επικρίνοντας τα εξωπραγματικών απαιτήσεων, υπερ-σεξουαλικοποιημένα γυναικεία πρότυπα, χωρίς ν’ αμφισβητεί την αναγκαιότητα χρήσης καλλυντικών στη διαμόρφωση της γυναικείας εμφάνισης. Το μακιγιάζ δηλαδή προβάλλεται ως μέσο εξωτερίκευσης της εσωτερικής διάθεσης κι ομορφιάς μιας γυναίκας, αντί για την έξωθεν εφαρμογή ενός στερεότυπου προσωπείου. Από ‘κει κι έπειτα το ταλαντούχο καστ χειρίζεται με ζωηράδα το συνηθισμένο σενάριο, αρκετά τουλάχιστον ώστε να καθιστά το θέαμα υποτυπωδώς διασκεδαστικό.

 

CIAO ITALIA

 

Σκην.: Γιώργος Παπαθεοδώρου

Πρωτ.: Ηλίας Λογοθέτης, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Τιτίκα Σαριγκούλη

Πέντε άνεργες κοπέλες αποφασίζουν να ληστέψουν μια τράπεζα για να σωθούν από την αφραγκία. Αναλαμβάνει να τις καθοδηγήσει η ηλικιωμένη κομμουνίστρια σπιτονοικοκυρά τους, την οποία παρακολουθεί ένας συντηρητικός συνταξιούχος αστυνομικός.

Πάνω που νομίζαμε ότι με τον Σεφερλή πιάσαμε πάτο για φέτος, έρχεται αυτή η υποτιθέμενη κωμωδία με προδιαγραφές βιντεοκασέτας, για να δυσφημίσει ακόμη περισσότερο τον ελληνικό κινηματογράφο. Οι Λογοθέτης, Κωνσταντινίδου και Σαριγκούλη δε χαραμίζονται απλώς, αλλά δημιουργούν απορία για τη συμμετοχή τους εξαρχής. Ο πρώτος παραπέμπει στον παππού του Βασίλη Διαμαντόπουλου από το «Εκμέκ παγωτό», η δεύτερη δεν έχει πού να διοχετεύσει την ευστροφία και το μπρίο της, ενώ η τρίτη επαναλαμβάνει την τηλεοπτική της περσόνα ως αθυρόστομη γιαγιά από το «Μπαμπά μην τρέχεις». Γενικά χρειάζεται ατόφιο θράσος για να ζητήσει κανείς χρήματα από θεατές γι’ αυτό το μνημείο αμήχανης αρρυθμίας, ξεδιάντροπης προχειρότητας, εκνευριστικής ασυναρτησίας και ντροπιαστικής ανοησίας.