Δύο ιδανικές προτάσεις για εορταστική κινηματογραφική έξοδο.
STAR WARS: SKYWALKER Η ΑΝΟΔΟΣ
STAR WARS- EPISODE IX: THE RISE OF SKYWALKER
Σκην.: Τζέι Τζέι Έιμπραμς
Πρωτ.: Ντέιζι Ρίντλεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Όσκαρ Άιζακ, Τζον Μπογιέγκα, Κάρι Φίσερ, Μαρκ Χάμιλ
Η Ρέι με τον Φιν και τον Πο πρέπει να σταματήσουν τον Αυτοκράτορα Πάλπατιν, ο οποίος, παρότι μέχρι τώρα θεωρείτο νεκρός, επιστρέφει πανίσχυρος κι αποφασισμένος να δημιουργήσει μια Νέα Αυτοκρατορία.
Περιπέτεια φαντασίας που ολοκληρώνει όχι μόνο την τελευταία τριλογία, αλλά συνολικά την εννεαλογία του έπους της οικογένειας Σκάιγουόκερ, που ξεκίνησε με τον «Πόλεμο των Άστρων» («Star Wars», Τζωρτζ Λούκας, 1977). Καταρχάς να θυμίσουμε ότι εξαρχής κάθε ταινία της νέας τριλογίας προοριζόταν να σκηνοθετηθεί από άλλο δημιουργό.
Συγκεκριμένα για το φετινό τελευταίο κεφάλαιο αρχικά είχε οριστεί ο Κόλιν Τρέβορο, ο οποίος στην πορεία απολύθηκε λόγω δημιουργικών διαφορών (η διπλωματική ‘καραμέλα’ των στούντιο) κι αντικαταστάθηκε με τον Έιμπραμς, ήδη δοκιμασμένο στη σειρά με το «Η Δύναμη ξυπνάει» («The Force Awakens», 2015).
Τώρα λοιπόν που ολοκληρώθηκε η αφηγηματική τροχιά των τριών ταινιών και καθώς δεν είναι σαφές σε όλους εμάς μπροστά από την οθόνη τί ακριβώς έχει συμβάλει στην ιστορία καθένας από τους τρεις σκηνοθέτες που ανέλαβαν να τη συνθέσουν (Έιμπραμς, Τζόνσον, Τρέβορο), η πρώτη αντίδραση όχι μόνο στη φετινή προσθήκη αλλά σ’ όλη την τριλογία τη βλέπει ως άκρως διασκεδαστική, αλλά αμήχανα κι επιπόλαια στημένη.
Ο μοίρα του Σνόουκ στη δεύτερη ταινία, οι γονείς της Ρέι, η πορεία του Μπεν κι η επαναφορά του Πάλπατιν εδώ, είναι μερικά από τα ζητήματα που μοιάζουν ν’ αναπτύχθηκαν βεβιασμένα κι αδέξια, σαν εύκολες λύσεις σε απροσπέλαστα αδιέξοδα σχετικά με την πρόοδο της σειράς.
Για να συζητούσαμε τα περισσότερα θα έπρεπε ν’ αποκαλύπταμε τις εκπλήξεις του σεναρίου, οπότε θ’ αρκεστούμε στην εκ των προτέρων γνωστή επιστροφή του Πάλπατιν ως κακού, η οποία μοιάζει το ίδιο τεχνητή μ’ εκείνη του αρχικακού του Τζέιμς Μποντ, Ερνστ Σταύρο Μπλόφελντ, στο «Spectre» (Σαμ Μέντες, 2015). Ο Πάλπατιν δηλαδή υποτίθεται ότι κινούσε τα νήματα όλων όσων είδαμε ως τώρα στα δύο προηγούμενα κεφάλαια, αλλά με μια ανατρεπτική εξήγηση που είναι περισσότερο συγκεχυμένη απ’ ό,τι πειστική.
Βεβαίως το υψηλό επίπεδο παραγωγής διατηρείται κι εδώ, με συχνή και πληθωρική δράση μεγάλης κλίμακας, που διατρέχει πλήθος υπο-πλοκών, η σημασία των οποίων επίσης υπονομεύεται από τον ίδιο των μεγάλο αριθμό τους και των χαρακτήρων που τις υπηρετούν, αρκετοί από τους οποίους είτε μένουν αναξιοποίητοι, είτε παραγκωνίζονται εντελώς.
ΕΥΤΥΧΙΑ
Σκην.: Άγγελος Φραντζής
Πρωτ.: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θάνος Τοκάκης, Ντίνα Μιχαηλίδου
Στη δεκαετία του 1950 η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γίνεται η πρώτη στιχουργός του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, γράφοντας μερικές από τις μεγαλύτερες και πιο διαχρονικές επιτυχίες του είδους. Το ταλέντο της υπονομεύει η μανία της με τη χαρτοπαιξία, που της στοιχίζει τα επαγγελματικά της κέρδη και κυρίως της κοινωνικές κι οικογενειακές της σχέσεις.
Βιογραφική κομεντί που σκιαγραφεί μία σπουδαία, εξόχως ιδιοσυγκρασιακή και σχετικά αφανή προσωπικότητα μέσα στον ανδροκρατούμενο κόσμο των συνθετών και των ερμηνευτών της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Η ταινία στηρίζεται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών που ερμηνεύουν την ηρωίδα σε διαφορετικές ηλικιακές φάσεις. Κι οι δύο -παρότι πιο απολαυστικά η εξαιρετική Γκουλιώνη με το επιβλητικό στόμα της και τις πληθωρικές χειρονομίες της- ενσαρκώνουν με ασυμβίβαστη πυγμή τη μαγκιά, το μπρίο, τα πάθη και το αφιλτράριστο χιούμορ της Παπαγιαννοπούλου, που ήξερε να βλέπει και να προσπερνάει το πρόσχημα για να φτάσει στο ‘ζουμί’ των κάθε είδους σχέσεών της, ακόμη και με τον εαυτό της, τα ελαττώματα του οποίου αναγνώριζε πρώτη απ’ όλους.
Είναι ακριβώς η υψηλή ποιότητα του συγκεντρωμένου ταλέντου και των ερμηνειών που προσωπικά μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι η συνολική σκηνοθεσία, έχοντας αναλάβει ν’ απεικονίσει πολλές σημαντικές μορφές του ελληνικού θεάματος, μοιάζει ν’ αρκείται σ’ ένα ερμηνευτικό μέτρο κατώτερο των ικανοτήτων του γενικότερου καστ και της ιδιομορφίας των προσωπικοτήτων του σεναρίου, τις οποίες προσεγγίζει επιφανειακά και ακατέργαστα, δημιουργώντας χαμένες δραματουργικές ευκαιρίες (π.χ. η συνάντηση της Παπαγιαννοπούλου με την επίσης αθεράπευτη τζογαδόρισσα Σωτηρία Μπέλλου), ενώ επιμέρους πλευρές της παραγωγής άξιζαν επίσης μεγαλύτερης φροντίδας, όπως το μακιγιάζ κι οι βοηθητικοί ηθοποιοί.
Ακόμα κι έτσι όμως, χάρη στις δύο κεντρικές ερμηνείες, αλλά κι αρκετές από τις δευτερεύουσες που παραμένουν εύστοχες (συγκινητικός ο Δαδακαρίδης ως πράος κι υπομονετικός σύζυγος) ή έστω κι ελαφρώς απολαυστικές, μαζί με την όμορφη διασκευή του ρεπερτορίου της στιχουργού και την επαρκή για τον περιορισμένο προϋπολογισμό της ανασύσταση της εποχής, η ταινία παραμένει μια διασκεδαστική ματιά σε μια από τις πιο ταλαντούχες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού.