YESTERDAY

Δύο ταινίες που προσπαθούν μάταια να συναγωνιστούν τις παραλίες.

 

YESTERDAY

 

Σκην.: Ντάνι Μπόιλ.

Πρωτ.: Χίμες Πατέλ, Λίλι Τζέιμς, Κέιτ Μακίνον, Εντ Σίραν.

Μετά από παγκόσμια διακοπή ρεύματος κι ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ένας φιλόδοξος αλλά αποτυχημένος μουσικός συνέρχεται και συνειδητοποιεί ότι όλοι έχουν ξεχάσει τους Beatlesεκτός απ’ αυτόν. Έτσι, αποφασίζει να φτιάξει την πολυπόθητη καριέρα του χρησιμοποιώντας τα δικά τους τραγούδια.

Μουσική κομεντί φαντασίας που αποτελεί έναν ευχάριστο, ίσως ακόμη και συγκινητικό, φόρο τιμής στο δημοφιλέστερο μουσικό συγκρότημα όλων των εποχών, προσφέροντας κατά τ’ άλλα ένα μάθημα στην καλύτερη περίπτωση ταπεινότητας κι ολιγάρκειας, και στη χειρότερη ηττοπάθειας και ταπείνωσης.

Αφενός δηλαδή, η ταινία τονίζει τη σημασία του μεσάζοντα. Εκείνου που μπορεί να μη διαθέτει ταλέντο ο ίδιος, αλλά ξέρει να το αναγνωρίσει και να το διαδώσει, να εκπαιδεύσει το κοινό μέσα από το δικό του γούστο. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, ότι η δουλειά που απαρνιέται ο Τζακ είναι του δασκάλου.

Αφετέρου, το σενάριο μοιάζει να λέει στον Τζακ να κάτσει στ’ αυγά του, διότι όχι μόνο είναι ατάλαντος, αλλά τόλμησε κιόλας να συγκρίνει τον εαυτό του με τους Beatles, μέσα από την οικειοποίηση του έργου τους. Εξάλλου, ο Τζακ δεν είναι κακός ερμηνευτής (ο Πατέλ διαθέτει πολύ ισχυρή και μελωδική φωνή), απλώς κακός συνθέτης, ενώ επιπλέον, η σχέση του με τη διδασκαλία είναι κάτι που, αν θυμάμαι σωστά, η πλοκή αποκαλύπτει απότομα και μοιάζει να του επιβάλλεται παρά τη θέλησή του, δημιουργώντας αμφιβολία για το κατά πόσο αποτελεί την ιδανική έκβαση για τη ζωή του.

Επίσης, η ταινία θέτει στο κέντρο της ένα από τα βασικά ερωτήματα στη θεωρία της τέχνης, κατά πόσο η αισθητική αξία ενός έργου είναι εγγενής κι άρα θα αναγνωριζόταν από οποιονδήποτε, οποτεδήποτε ή βασίζεται (και) σε εξωγενείς συνθήκες.

Προσφέρει μια μάλλον αδέξια και αδιέξοδη απάντηση κάπου στη μέση των δύο αυτών άκρων, αφού παρότι τα τραγούδια δεν αναγνωρίζονται αμέσως, όταν τελικά το κάνουν, αποθεώνονται κατευθείαν κι οικουμενικά ως απόλυτα αριστουργήματα.

 

 

Annabelle  Comes Home

 

Σκην.: Γκάρι Ντάουμπερμαν.

Πρωτ.: Μακένα Γκρέις, Μάντισον Ίζεμαν, Πάτρικ Γουίλσον, Βέρα Φαρμίγκα.

Το ζεύγος ερευνητών παραφυσικών φαινομένων Γουόρεν φεύγει για δουλειά κι αφήνει την κόρη του με την έφηβη νταντά της και την κολλητή της. Όταν η δεύτερη τρυπώνει στο απαγορευμένο υπόγειο του σπιτιού, όπου φυλάσσονται όλα τα καταραμένα αντικείμενα που έχουν συλλέξει οι Γουόρεν στην καριέρα τους, μεταξύ των οποίων κι η κούκλα Άναμπελ, όλοι οι δαίμονες που κρύβονται μέσα τους ελευθερώνονται, μετατρέποντας το σπίτι σε μια παγίδα θανάτου για τα τρία κορίτσια.    Ταινία τρόμου που συνεχίζει τα «Annabelle» (Τζον Ρ. Λεονέτι, 2014) και «Annabelle: Creation» (Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ, 2017), αποτελώντας την έβδομη προσθήκη στο εκτεταμένο αφηγηματικό σύμπαν της σειράς που ξεκίνησε με το «Κάλεσμα» («TheConjuring», Τζέιμς Γουάν, 2013).

Η ταινία ουσιαστικά αποτελεί ένα δειγματολόγιο, μια δημοσκόπηση που απευθύνεται στο κοινό, με στόχο την περαιτέρω επέκταση αυτού του κινηματογραφικού σύμπαντος τρόμου, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για την αφηγηματική της συνοχή κι αληθοφάνεια.

Η απλοϊκή κι αυθαίρετη κεντρική σεναριακή ιδέα είναι ότι η κούκλα του τίτλου έχει την ικανότητα να ζωντανέψει και τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρίσκονται στο υπόγειο, οπότε όλα μαζί σκορπούν τον τρόμο μέχρι να ξανακλειστεί η Άναμπελ στη γυάλινη προθήκη της.

Δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός απώτερος στόχος στην πλοκή και καμιά σοβαρή επίπτωση, αφού ένα υπόγειο γεμάτο παντοδύναμους δαίμονες μοιάζει να υπάρχει μόνο και μόνο για να τρομάξει τρία ανυπεράσπιστα κορίτσια στα στενά όρια ενός συνηθισμένου σπιτιού, με την Άναμπελ να καταλαμβάνει ελάχιστο χρόνο και μόνο τυπικό ρόλο στην πλοκή, κι ενώ τελικά όλα αποκαθίστανται στην προηγούμενη αρμονική συνθήκη τους.

Έτσι, η ταινία λειτουργεί ως ένα ανούσια τρομακτικό “λούνα-παρκ”, στημένο απλώς για να δοκιμάσει αντιδράσεις θεατών, μέσα από τις οποίες θα επιλεγεί ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του επόμενου spin-offτης σειράς, μετά την ίδια την Άναμπελ, την Καλόγρια  και τη Γιορόνα, που ήδη έχουν τυραννήσει τα νεύρα μας αρκετά.