Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΟΥΕΛ - RICHARD JEWELL

Μια διαχρονική αληθινή ιστορία για την άσχημη πλευρά των ΜΜΕ.

 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΟΥΕΛ

RICHARD JEWELL

Σκην.: Κλιντ Ίστγουντ

Πρωτ.: Πωλ Γουόλτερ Χάουζερ, Σαμ Ρόκγουελ, Κάθι Μπέιτς, Τζον Χαμ, Ολίβια Γουάιλντ

 

Ο Ρίτσαρντ Τζούελ είναι ένας φύλακας ασφαλείας, που κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντας το 1996 συμπτωματικά εντοπίζει έναν βομβιστικό μηχανισμό κι ειδοποιεί την αστυνομία.

Η βόμβα εκρήγνυται σκοτώνοντας ένα άτομο και τραυματίζοντας πάνω από εκατό, αλλά χάρη στην παρέμβαση του Τζούελ αποφεύγεται ακόμη μεγαλύτερο μακελειό. Όμως, παρά την αρχική του αναγνώριση ως ήρωα, σύντομα βρίσκεται στη θέση του βασικού υπόπτου, με το FBI και τον Τύπο έτοιμα να κατασπαράξουν την υπόληψή του.

Κοινωνικό δράμα που αφηγείται την αληθινή ιστορία όπως αποτυπώθηκε στο άρθρο της Μαρί Μπρένερ «American Nightmare: The Ballad of Richard Jewell», το οποίο δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1997 στο Vanity Fair και στο βιβλίο «The Suspect: An Olympic Bombing, the FBI, the Media, and Richard Jewell, the Man Caught in the Middle» των Κεντ Αλεξάντερ και Κέβιν Σάλγουεν, που εκδόθηκε πέρυσι.

Η ερμηνεία της Κάθι Μπέιτς στον ρόλο της μητέρας του ήρωα είναι υποψήφια για Όσκαρ στην κατηγορία β’ γυναικείου ρόλου. Παράλληλα, το σενάριο του Μπίλι Ρέι κατηγορήθηκε ότι αντιμετώπισε με σεξιστική ανακρίβεια τον ρόλο της δημοσιογράφου Κάθι Σκραγκς, την οποία απεικονίζει ν’ αποσπά τις πληροφορίες της χρησιμοποιώντας το σεξ ως αντάλλαγμα.

Η ταινία συνεχίζει την ενασχόληση του σκηνοθέτη με το θεματικό μοτίβο του αγνού αμερικανού ήρωα, στο οποίο έχει εστιάσει τα τελευταία χρόνια μέσα από τα «Ελεύθερος σκοπευτής» («American Sniper», 2014), «Sully» (2016) και «Αναχώρηση για Παρίσι» («The 15:17 to Paris», 2018).

Μάλιστα εδώ, όπως και στο «Sully» παρουσιάζει μια μετριοπαθή εκδοχή του (υπερ-)συντηρητικού αφηγήματος, σύμφωνα με το οποίο το κράτος είναι ένας διεφθαρμένος μηχανισμός με σκουριασμένα μικροπολιτικά, γραφειοκρατικά ή απλώς ανίκανα γρανάζια, που σπιλώνουν αντί ν’ αναδεικνύουν και να τιμούν τον σημερινό Αμερικανό Ήρωα. Άλλη παράμετρος της συντηρητικής οπτικής του Ίστγουντ, το ότι οι ήρωές του υπηρετούν ή φιλοδοξούν, όπως εδώ, να υπηρετήσουν στα σώματα ασφαλείας και τον στρατό.

Μέσα σ’ αυτό το μετριοπαθώς συντηρητικό πλαίσιο, ο σκηνοθέτης φτιάχνει μια ιστορία για την ανθρωποφαγία των ΜΜΕ και τη δολοφονία χαρακτήρων, η οποία μπορεί να εκτυλίσσεται σε μια περίοδο όταν ακόμη οι εφημερίδες έπαιζαν βασικό ρόλο στη διάδοση των ειδήσεων, αλλά μας λέει ότι τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στη σημερινή εποχή του αστραπιαίου κι αδηφάγου διαδικτυακού κανιβαλισμού.

Η Μπέιτς είναι συγκινητική ως μητέρα κι ο Ρόκγουελ απολαυστικός ως νομικό σαΐνι που δεν έχει τίποτα να χάσει, αλλά ο Χάουζερ πραγματικά διαπρέπει ενσαρκώνοντας τον Τζούελ σαν ένα μεγάλο παιδί, αφελές, ιδεαλιστικό, καλοπροαίρετο, ψύχραιμο και περισσότερο έξυπνο απ’ ό,τι αφήνει να εννοηθεί η φαινομενική του απάθεια.

 

BAD BOYS FOR LIFE

Σκην.: Αντίλ Ελ Άρμπι, Μπιλάλ Φαλάχ

Πρωτ.: Γουίλ Σμιθ, Μάρτιν Λώρενς, Τζο Παντολιάνο, Βανέσα Χάτζενς

Ο συνάδελφοι στην αστυνομία του Μαϊάμι, Μάικ Λάουρι και Μάρκους Μπερνέτ, αναλαμβάνουν να εντοπίσουν τον μεξικανό έμπορο ναρκωτικών που έχει βάλει τον πρώτο στο στόχαστρο.

Αστυνομική περιπέτεια που συνεχίζει τα «Κακά παιδιά» («Bad Boys», Μάικλ Μπέι, 1995) και «Τα κακά παιδιά 2» («Bad Boys ΙΙ», Μάικλ Μπέι, 2003). Η πρώτη ταινία ήταν μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις τις χρονιάς της, αναδεικνύοντας τον ανερχόμενο ακόμη τότε Σμιθ και συστήνοντας το φρενήρες, επιδεικτικά και σαδιστικά καταστροφικό οπτικό ύφος του Μπέι που επρόκειτο να κυριαρχήσει στο είδος της ταινίας δράσης για μια δεκαετία.

Η δεύτερη προσθήκη απλώς μεγέθυνε την κλίμακα της καταστροφής (η καταδίωξη με τη Ferrari είναι μία από τις καλύτερες όλων των εποχών), αλλά δυστυχώς και του ανυπόφορα άξεστου χιούμορ του σκηνοθέτη.

Το σκηνοθετικό δίδυμο των Άρμπι και Φαλάχ που διαδέχτηκε λοιπόν τον Μπέι είχε εξαρχής πολλαπλές ευθύνες, που βάραιναν ακόμη περισσότερο λόγω του πολυετούς κενού από την προηγούμενη ταινία. Έπρεπε να διατηρήσουν τις ψηλές προδιαγραφές των σκηνών δράσης, να βελτιώσουν το χιούμορ και κυρίως να προσφέρουν στους ήρωες νέες προκλήσεις και λόγους να συνεχίσουν αυτό που κάνουν αντί ν’ αποσυρθούν. Δεν ξέρω αν οι προσδοκίες μου ήταν πολύ χαμηλές, αλλά η ταινία πετυχαίνει -έστω άνισα- όλους αυτούς τους στόχους.

Η δράση μπορεί να μην αφήνει με το στόμα ανοιχτό όπως έκανε το σαρωτικό χάος του Μπέι, αλλά είναι άφθονη και χορταστική. Το χιούμορ μπορεί να μη σπάει κόκκαλα, αλλά τουλάχιστον δε σπάει τα νεύρα. Οι σεναριακές ανατροπές συσσωρεύονται με σαπουνοπερατικό ρυθμό, αλλά λειτουργούν αποτελεσματικά χάρη στη συναισθηματική τους βαρύτητα και τον ισορροπημένο χειρισμό που τις συγκρατεί απ’ τον υπέρμετρο μελοδραματισμό.

Η πολυχρωμία που εξασφαλίζει ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπρεχτ Χέιβερτ είναι πυκνή, ζεστή και θελκτική. Οι νοσταλγικές λεπτομέρειες, όπως το μουσικό θέμα του Μαρκ Μαντσίνα που επαναφέρει ο Λορν Μπάλφι, αλλά και το ότι ο παραγωγός Τζέρι Μπράκχαϊμερ δε χρησιμοποιεί το δικό του λογότυπο αλλά εκείνο της εταιρείας που διατηρούσε με τον μακαρίτη συνεργάτη του Ντον Σίμπσον, με τον οποίο δημιούργησαν τη σειρά.

Σημαντικότερα όμως απ’ όλα είναι ότι οι δύο πρωταγωνιστές καταφέρνουν ν’ αναβιώσουν απολαυστικά τη χημεία τους κι ότι το σενάριο τους επιφορτίζει με τα πιο σοβαρά διακυβεύματα μέχρι τώρα στη σειρά, με σπουδαιότερο την ίδια τη σχέση των δύο ηρώων, την οποία δοκιμάζει κι ανανεώνει με πειστική κρισιμότητα.

Η σκηνοθεσία νοιάζεται ειλικρινά για τους χαρακτήρες της, τους οποίους αναπτύσσει με φροντίδα κι υπομονή, αναγνωρίζοντας εύστοχα το πέρασμα του χρόνου, αμφισβητώντας κι επανεπιβεβαιώνοντας τις αντοχές τους. Αυτή μάλιστα δε θα είναι η τελευταία δοκιμασία τους, καθώς η ταινία ‘άνοιξε’ με μεγαλύτερες εισπράξεις απ’ ό,τι αναμενόταν το σαββατοκύριακο που πέρασε, ωθώντας τη Sony ν’ ανακοινώσει αμέσως την προετοιμασία μιας τέταρτης ταινίας.

ΝΤΟΥΛΙΤΛ

DOLITTLE

Σκην.: Στίβεν Γκάγκαν

Πρωτ.: Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Έμα Τόμσον (φωνή), Ρέιφ Φάινς (φωνή), Μαριόν Κοτιγιάρ (φωνή), Ράμι Μάλεκ (φωνή), Αντόνιο Μπαντέρας

Στη Βρετανία του όψιμου 19ου αιώνα ο κτηνίατρος Τζον Ντούλιτλ έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τα ζώα. Όταν η βασίλισσα αρρωσταίνει και κινδυνεύει να πεθάνει, ο Ντούλιτλ και τα ζώα του ταξιδεύουν στην άκρη της Γης για να βρουν το μοναδικό φάρμακο που μπορεί να τη σώσει.

Κωμική περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί την τρίτη κινηματογραφική ενσάρκωση του ήρωα, τον οποίο δημιούργησε ο βρετανός συγγραφέας Χιού Λόφτινγκ στην ομώνυμη λογοτεχνική σειρά από το 1920 ως το 1948. Έχουν προηγηθεί οι εκδοχές του Ρεξ Χάρισον (Ρίτσαρντ Φλάισερ, 1967) και του Έντι Μέρφι (Μπέτι Τόμας, 1998 και Στιβ Καρ, 2001).

Παρά το πρόσφορο πρωτότυπο υλικό, το έγκριτο καστ και τα πλούσια ψηφιακά εφέ, η ταινία απογοητεύει εξαιτίας της ασυνάρτητης πλοκής και μιας από τις χειρότερες ερμηνείες στην καριέρα του πρωταγωνιστή. Ο Ντάουνι Τζούνιορ υποδύεται τον Ντούλιτλ με επιφανειακό, επιτηδευμένο στόμφο κι ενοχλητική νευρικότητα, ενώ η φωνή του μοιάζει αταίριαστη με το παρουσιαστικό και την ενέργεια του ρόλου, σαν ν’ ανήκει σε κάποιον γηραιότερο ή σαν ντουμπλαρισμένη από άλλον ηθοποιό, εντύπωση που ενισχύεται από το ότι σε πολλά πλάνα η ομιλία ακούγεται ενώ η θέση της κάμερας ή το μοντάζ προσπερνούν το στόμα του χαρακτήρα.