Τις πραγματικές υπερδυνάμεις μάλλον τις έχουμε ήδη μέσα μας.
JUSTICE LEAGUE
Σκην.: Ζακ Σνάιντερ
Πρωτ.: Μπεν Άφλεκ, Γκαλ Γκαντότ, Χένρι Κάβιλ, Έζρα Μίλερ, Τζέισον Μομόα, Ρέι Φίσερ, Κιάραν Χιντς (φωνή)
Ο Batman, η Wonder Woman, o Aquaman, ο Flash κι ο Cyborg προσπαθούν να σταματήσουν τον εξωγήινο Steppenwolf πριν καταστρέψει ολοκληρωτικά τον πλανήτη. Όταν συνειδητοποιούν ότι οι δυνάμεις τους δεν αρκούν, αναζητούν τρόπο ν’ αναστήσουν τον Superman.
Περιπέτεια φαντασίας, που αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά ζωντανής δράσης της υπερηρωικής ομάδας, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο ομώνυμο κόμικ της DC το 1960. Πρόκειται επίσης για την πέμπτη προσθήκη στο κινηματογραφικό σύμπαν που οι DC και Warner Bros δημιούργησαν στο πρότυπο του αντίστοιχου της Marvel, μετά από τα «Άνθρωπος από Ατσάλι» («Man of Steel», Ζακ Σνάιντερ, 2013), «Batman εναντίον Superman: η Αυγή της Δικαιοσύνης» («Batman v Superman: Dawn of Justice», Ζακ Σνάιντερ, 2016), «Ομάδα Αυτοκτονίας» («Suicide Squad», Ντέιβιντ Άιρ, 2016) και «Wonder Woman» (Πάτι Τζένκινς, 2017).
Η φωτεινότερη χρωματική παλέτα, το εμφανώς περισσότερο χιούμορ και ο συνολικότερα ελαφρύτερος τόνος του σεναρίου αποτελούν τα διδάγματα από την περυσινή απογοήτευση του υπερβολικά σοβαρού κι άχαρου «Batman v Superman». Οι σεναριακές και σκηνοθετικές ‘επισκευές’ της ταινίας αποδίδονται στον Τζος Γουίντον, ο οποίος μετά από τη λαμπρή θητεία του στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της Marvel και τις δύο ταινίες των «Εκδικητών», άλλαξε στρατόπεδο, αφού κλήθηκε να διασώσει την αντίστοιχη ομάδα της DC, καθώς ο Σνάιντερ αποχώρησε αιφνιδίως για ν’ αντιμετωπίσει την οικογενειακή συντριβή που προκάλεσε η αυτοκτονία της κόρης του.
Καθώς όμως η αντικατάσταση του Σνάιντερ συνέβη σ’ ένα από τα τελευταία στάδια της παραγωγής, τα περιθώρια βελτιώσεων ήταν μάλλον στενά, όπως αποδεικνύεται από το τελικό αποτέλεσμα. Η δράση είναι καταιγιστική, αλλά το οπτικό ύφος παραμένει ψηφιακά υπερ-κορεσμένο, αδιόρθωτα χαοτικό, χωρίς αληθοφάνεια και κρισιμότητα, ενώ το σενάριο προσπαθεί να στριμώξει έξι χαρακτήρες σε μια πλοκή με διάρκεια λίγο μικρότερη των δύο ωρών, χωρίς το διακύβευμά της να μοιάζει τόσο απαιτητικό για να συγκεντρώσει έξι υπερήρωες, η αποστολή των οποίων μοιάζει λιγότερο επική κι επικίνδυνη απ’ ό,τι στο «BvS», καθόλου περίεργο εφόσον αντιμετωπίζουν έναν τόσο στερεότυπο και διεκπεραιωτικό κακό.
Με τους Άφλεκ, Κάβιλ και Γκαντότ να επαναλαμβάνουν αξιόπιστα τους γνώριμους πια ρόλους τους (και στην περίπτωση του Κάβιλ, ως συνήθως λίγο ‘ξύλινα’), ο Μίλερ ως Flash κι ο Φίσερ ως Cyborg δίνουν νομίζω τις πιο ενδιαφέρουσες ερμηνείες, αντιστοίχως ως ο χιουμορίστας κι ο πιο συναισθηματικά τραυματισμένος της ομάδας, ώστε τα μόνα μειονεκτήματα που τους αφορούν είναι το περιστασιακά άστοχο χιούμορ που δίνει το σενάριο στον πρώτο κι η συνολικά βιαστική, υποτυπώδης ανάπτυξη των χαρακτήρων τους, που θα έλειπε αν η Warner ακολουθούσε τον υπομονετικότερο δρόμο της Marvel, συστήνοντας πρώτα ατομικά τους ήρωές της στις δικές τους ταινίες πριν τους συγκεντρώσει μαζί, αντί να κάνει το αντίστροφο όπως έχει προγραμματίσει.
Σε μια επιλογή που θα μπορούσε επίσης να ερμηνευτεί μέσα στο πλαίσιο των γενικότερων διορθωτικών κινήσεων, η ταινία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να συνδέσει αυτή την εκδοχή των ηρώων με παλιότερες, πολύ πιο αγαπημένες τους. Η νύξη του Άλφρεντ για τις μέρες όταν ο Μπρους Γουέιν αντιμετώπιζε “πινγκουίνους ζωσμένους με εκρηκτικά” παραπέμπει στα γεγονότα του «Ο Μπάτμαν επιστρέφει» («Batman Returns», Τιμ Μπάρτον, 1992). Επίσης, το σάουντρακ ανατίθεται στον Ντάνι Έλφμαν κι αυτός επαναφέρει το εμβληματικό μουσικό θέμα του Batman που είχε συνθέσει για τις δύο πρώτες ταινίες του Τιμ Μπάρτον, αλλά και το ακόμη κλασικότερο που είχε γράψει ο Τζον Γουίλιαμς για τον Superman του Ρίτσαρντ Ντόνερ. Το παράδοξο είναι ότι εντοπίζονται ακόμα και ίχνη από το θέμα που ο Έλφμαν έγραψε για το «Εκδικητές: η εποχή του Ultron» («Avengers: Age of Ultron», Τζος Γουίντον, 2015) επειδή… κανείς στη Warner δεν παρατήρησε την ομοιότητα ή την πρόσεξαν κι απλώς δεν τους πειράζει να παραδεχτούν εξόφθαλμα ότι θέλουν τόσο απελπισμένα να γίνουν Marvel και δε μπορούν.
Αν υπάρχει ελπίδα πάντως, αυτή βρίσκεται στην εισπρακτική απογοήτευση των 94 εκατομμυρίων δολαρίων με τα οποία άνοιξε η ταινία στις Η.Π.Α. το προηγούμενο σαββατοκύριακο, δηλαδή με σχεδόν τις μισές εισπράξεις από εκείνες του περυσινού «BvS». Με τον φουσκωμένο προϋπολογισμό της λόγω των συμπληρωματικών γυρισμάτων από τον Γουίντον, η ταινία πια μοιάζει δύσκολο ν’ αποφέρει κέρδος στο στούντιο, τερματίζοντας έτσι οριστικά το καταθλιπτικό βιντεοπαιχνίδι που είχε για όραμα ο Σνάιντερ, ο οποίος ακόμα κι αν δεν είχε αποχωρήσει ήδη, θα το έκανε αναπόφευκτα τώρα, ανοίγοντας έναν καινούριο και πιο συναρπαστικό δρόμο για τους ήρωες.
STRONGER: ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (STRONGER)
Σκην.: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν
Πρωτ.: Τζέικ Τζίλενχολ, Τατιάνα Μασλάνι, Μιράντα Ρίτσαρντσον
Κατά την τρομοκρατική επίθεση στον μαραθώνιο της Βοστώνης το 2013, ο Τζεφ Μπάουμαν χάνει τα δύο του πόδια και πρέπει να βρει τη δύναμη να σταθεί και πάλι όρθιος, όχι μόνο σωματικά, αλλά πνευματικά και ψυχολογικά.
Κοινωνικό και ψυχολογικό δράμα που αφηγείται την αληθινή ιστορία του Μπάουμαν, όπως ο ίδιος την κατέγραψε στο ομώνυμο βιβλίο που έγραψε μαζί με τον Μπρετ Γουίτερ κι εκδόθηκε το 2014. Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία με θέμα την επίθεση στον μαραθώνιο της Βοστώνης που βλέπουμε φέτος, μετά την περιπετειώδη «Μέρα των ηρώων» («Patriots Day», Πίτερ Μπεργκ) με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο.
Μια λαϊκή ιστορία ανάτασης, εξαιρετικά απλή, επιφανειακή και προβλέψιμη, ευτυχώς όμως με τόνο συγκινητικά εμψυχωτικό, αόρατα ψηφιακά εφέ που αποδίδουν με πειστικότητα τη δυσκολία της κατάστασης του ήρωα και τον Τζίλενχολ σε μια ερμηνεία αρκετά πολυκύμαντη κι ισχυρή ώστε να στηρίξει την ταινία σχεδόν από μόνη της.