Μια ταινία λιγότερο συναρπαστική απ’ όσο άξιζε η ιστορία που αναλαμβάνει να μεταφέρει.
AIR: ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΘΡΥΛΟ
AIR
Σκην.: Μπεν Άφλεκ.
Πρωτ.: Ματ Ντέιμον, Μπεν Άφλεκ, Βαϊόλα Ντέιβις, Τζέισον Μπέιτμαν, Κρις Τάκερ.
Το 1984 η εταιρεία αθλητικών παπουτσιών Nike προσπαθεί να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά του μπάσκετ κι αναζητά αξιόλογους παίκτες για να υπογράψουν συμβόλαιο μαζί της. Το στέλεχος της εταιρείας, Σόνι Βακάρο, αποφασίζει να επενδύσει ολόκληρο τον προϋπολογισμό του τμήματός του στον νεαρό παίχτη Μάικλ Τζόρνταν, με την επαναστατική για την εποχή ιδέα, η εταιρεία να δημιουργήσει ένα παπούτσι ταυτισμένο με τον αθλητή.
Αθλητική βιογραφική κομεντί που αναδεικνύει μία από τις καθοριστικότερες ιστορίες για τη διαμόρφωση της σύγχρονης παγκόσμιας λαϊκής κουλτούρας. Μια πρωτοποριακή και μνημειώδης σύγκλιση αθλητισμού, μάρκετινγκ και μόδας, η οποία συνέβαλε δεκαετίες αργότερα στη σημερινή λατρεία των sneaker, την οποία η ταινία αντανακλά κι επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει.
Συγκρινόμενη με παρόμοιες προσθήκες του είδους, η ταινία δε διαθέτει τους διασκεδαστικούς χαρακτήρες και τις αξιομνημόνευτες ατάκες του «Jerry Maguire» (Κάμερον Κρόου, 1996), την ένταση του «Κάθε Κυριακή» («Any Given Sunday», Όλιβερ Στόουν, 1999) ή τη διεισδυτικότητα του «Moneyball» (Μπένετ Μίλερ, 2011). Επιπλέον, η επιλογή του σκηνοθέτη Άφλεκ να εμφανίσει μόνο μερικώς και χωρίς ποτέ να υποστασιοποιήσει ως χαρακτήρα τον Τζόρνταν (με τη σαθρή δικαιολογία που έχει αναφέρει σε συνεντεύξεις, ότι ο θρύλος του είναι πολύ μεγάλος για ν’ ενσαρκωθεί), αποδεικνύεται αισθητικά και ρητορικά αλλόκοτη.
Ακόμη, το σενάριο του Άλεξ Κόνβερι κάνει κάτι που προσωπικά αντιπαθώ πολύ στις κάθε είδους βιογραφίες, αυτό που θα μπορούσε κανείς ν’ αποκαλέσει αναχρονιστική κολακεία του ήρωα. Το ότι δηλαδή υπάρχει πάντα ένας χαρακτήρας γραμμένος με όλη την εκ των υστέρων γνώση για τον κεντρικό ήρωα, που ενώ τοποθετείται στον παρελθόντα χρόνο της πλοκής, προεξοφλεί με ακρίβεια τη μελλοντική εξέλιξη του δεύτερου, και την οποία επίσης χρησιμοποιεί για να τον ενθαρρύνει. Εδώ ο συγκεκριμένος ρόλος ανατίθεται στον Βακάρο, στον λόγο του προς τον Τζόρνταν κατά το pitch της εταιρείας.
Παρά τις όποιες ενστάσεις ωστόσο, η ταινία παραμένει διασκεδαστική, χάρη στις αφοσιωμένες ερμηνείες και τη διάχυτη ζωηράδα του καστ, καθώς και την ανασύσταση του παρασκηνίου μιας ιστορίας, που εξάπτει το ενδιαφέρον λόγω της διαχρονικής της επίδρασης στη σύγχρονη κοινωνία.
SCREAM VI
Σκην.: Ματ Μπετινέλι- Όλπιν, Τάιλερ Γκίλετ
Πρωτ.: Μελίσα Μπαρέρα, Τζένα Ορτέγκα, Κόρτνι Κοξ
Ο κατά συρροή δολοφόνος Ghostface ακολουθεί τις αδερφές Κάρπεντερ στη Νέα Υόρκη, όπου πλέον μένουν ως φοιτήτριες, απειλώντας τη δική τους ζωή και των φίλων τους.
Η έκτη προσθήκη στη σειρά ταινιών τρόμου, μετά τις τέσσερις πρώτες ταινίες που σκηνοθέτησε ο Γουές Κρέιβεν (1996, 1997, 2000, 2011) και την περυσινή συνέχεια των Μπετινέλι- Όλπιν και Γκίλετ, οι οποίοι επιστρέφουν για να σκηνοθετήσουν και τη φετινή ταινία.
Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η ανατροπή της πλοκής κι η ταυτότητα του δολοφόνου μένουν καλά κρυμμένα ως το τέλος, αλλά προσωπικά έχω πρόβλημα με την αληθοφάνεια των τραυματισμών, καθώς χαρακτήρες με σκισμένα στομάχια επιβιώνουν σαν γρατζουνισμένοι, ενώ κι ο δολοφόνος μοιάζει ν’ αποκρούει επιθέσεις πολύ πιο άγριες απ’ ό,τι του επιτρέπει η σωματική του διάπλαση, αν όχι εξαρχής η ανθρώπινη φύση του.
DUNGEONS AND DRAGONS: ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΕΦΤΩΝ
DUNGEONS AND DRAGONS: HONOR AMONG THIEVES
Σκην.: Τζον Φράνσις Ντέιλι, Τζόναθαν Γκόλντστιν
Πρωτ.: Κρις Πάιν, Μισέλ Ροντρίγκεζ, Τζάστις Σμιθ, Σοφία Λίλις, Ρέγκε Ζαν- Πέιτζ, Χιού Γκραντ
Τέσσερις τυχοδιώκτες ξεκινούν για να σώσουν την κόρη του ενός απ’ αυτούς, από τα χέρια ενός πρώην συνεργάτη του, ο οποίος τώρα ηγεμονεύει ένα βασίλειο με τη βοήθεια μοχθηρών μάγων.
Κωμική περιπέτεια φαντασίας που μεταφέρει το ομώνυμο επιτραπέζιο παιχνίδι, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1974 κι έκτοτε αποτελεί το δημοφιλέστερο επιτραπέζιο RPG (Role Playing Game) όλων των εποχών. Πρόκειται για τη δεύτερη κινηματογραφική διασκευή του παιχνιδιού, μετά από το «Μάγοι και δράκοντες» («Dungeons and Dragons», Κόρτνι Σόλομον, 2000). Χωρίς αξιομνημόνευτα στοιχεία, η ταινία παρόλαυτά καταφέρνει να προσφέρει ανέμελη διασκέδαση, χάρη στο κεφάτο καστ, το εύστοχο χιούμορ, τον πλούσιο σχεδιασμό παραγωγής και την επαρκή δράση της.
Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
THE POPE’S EXORCIST
Σκην.: Τζούλιους Έιβερι.
Πρωτ.: Ράσελ Κρόου, Φράνκο Νέρο, Άλεξ Έσο.
Ο επίσημος εξορκιστής του Βατικανού, ιερέας Γκαμπριέλε Αμόρτ, αναλαμβάνει μια πολύ σοβαρή υπόθεση δαιμονισμού ενός μικρού αγοριού στην Ισπανία.
Ταινία τρόμου βασισμένη στα απομνημονεύματα του υπαρκτού Αμόρτ «An Exorcist Tells His Story» και «An Exorcist: More Stories», που εκδόθηκαν το 1999 και το 2002 αντιστοίχως.
Τα παραπάνω υποτιθέμενα διαπιστευτήρια αυθεντικότητας βεβαίως δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η ταινία αποτελεί ένα κοινότοπο κι ασυνάρτητο αναμάσημα όλων των ούτως ή άλλως παράλογων κλισέ της συγκεκριμένης κατηγορίας ταινιών εξορκισμού, η παράθεση παραδειγμάτων από τα οποία εδώ θα κατανάλωνε άσκοπα χώρο. Θα μείνω σε μια χαρακτηριστική και τόσο ενδεικτική λεπτομέρεια, λέγοντας ότι μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρω απειλητικό έναν υπερφυσικό δαίμονα, που μπορεί να σκοτώνει τηλεκινώντας ανθρώπους κι αντικείμενα, αλλά δε μπορεί να σπάσει τα σκοινιά που κρατούν δεμένο στο κρεβάτι το σώμα που έχει καταλάβει.