ΣΥΡΑΝΟ
Η παραπάνω φωτογραφία αποτυπώνει όλο το εύρος της καθίζησης στο ύψος τού υπό κατασκευή ανισόπεδου κόμβου του Πανασσού που ξεκινά από το δρόμο και εξελίσσεται προς τα κάτω. Δείχνει την πορεία της μετατόπισης των εδάφων ακόμα και του τοιχίου αντιστήριξης και του ελαιόφυτου

Κινηματογραφή

 

Από τα πιο πολύτιμα αισθήματα μέχρι τα πιο δύσκολα μυστικά, όλα λυτρώνονται στο φως, αντί να βαλτώνουν στο σκοτάδι.

ΣΥΡΑΝΟ ΝΤΕ ΜΠΕΡΖΕΡΑΚ

CYRANO

Σκην.: Τζο Ράιτ

Πρωτ.: Πίτερ Ντίνκλατζ, Χέιλι Μπένετ, Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ, Μπεν Μέντελσον

Στη Γαλλία του 19 ου αιώνα ο μικρόσωμος κι άσχημος αλλά ευφυής και πνευματώδης Σιρανό είναι μέλος του στρατιωτικού σώματος της Φρουράς κι αθεράπευτα ερωτευμένος με την όμορφη Ρωξάνη, η οποία όμως ερωτεύεται ακαριαία τον νέο συνάδελφο του Συρανό, τον όμορφο αλλά όχι ιδιαιτέρως έξυπνο Κρίστιαν. Η αγάπη του για τη Ρωξάνη κι η έλλειψη αυτοπεποίθησης ωθούν τον Συρανό να βοηθήσει τον Κρίστιαν να την κατακτήσει, ώσπου η αλήθεια κάποτε αποκαλύπτεται.

ΣΥΡΑΝΟ
Η παραπάνω φωτογραφία αποτυπώνει όλο το εύρος της καθίζησης στο ύψος τού υπό κατασκευή ανισόπεδου κόμβου του Πανασσού που ξεκινά από το δρόμο και εξελίσσεται προς τα κάτω. Δείχνει την πορεία της μετατόπισης των εδάφων ακόμα και του τοιχίου αντιστήριξης και του ελαιόφυτου
Αισθηματικό μιούζικαλ εποχής βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο που έγραψε ο Εντμόν Ροστάν το 1897 κι έχει προηγουμένως μεταφερθεί δεκάδες φορές στον κινηματογράφο, με πιο γνωστές διασκευές εκείνες του Μάικλ Γκόρντον το 1950 με τον Χοσέ Φερέρ, του Φρεντ Σκέπισι το 1987 με τον Στιβ Μάρτιν και του Ζαν- Πωλ Ραπενό το 1990 με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Η φετινή εκδοχή είναι υποψήφια για Όσκαρ κοστουμιών.

Το έργο αντανακλά ακριβώς τη διάθεση του ήρωά του: πρόκειται για έναν αιθέριο ύμνο στον ιδανικό, μοναδικό, αναντικατάστατο έρωτα, αυτόν που δεν εξαρτάται από τις συγκυρίες και δεν ξεπερνιέται μ’ έναν επόμενο. Ωστόσο, η ταινία δεν επαναπαύεται στον ανυποχώρητο ρομαντισμό της, αλλά τον εμπλουτίζει με τραγικότητα βασισμένη στο θεμέλιο του έρωτα κι όλης της ζωής εξάλλου, που είναι το θάρρος- το θάρρος να εκτεθούμε στον άλλο πέρα από τον εγωισμό και την περηφάνεια μας, να φάμε τα μούτρα μας (όπως λέμε καθημερινά) για κάποιον/ κάποια που το αξίζει, χωρίς να φοβόμαστε την απόρριψη υποτιμώντας τον εαυτό μας κι υπονομεύοντας την ευτυχία μας. Το θάρρος να διεκδικούμε και να είμαστε παρόντες/ παρούσες με όλη την ειλικρίνεια και τις ατέλειές μας.

Σε μια ιδιοφυή παραλλαγή του φυσιογνωμικού ελαττώματος από την παραδοσιακή υπερβολικά μακριά μύτη στο ασυνήθιστα μικρό ύψος, ο Πίτερ Ντίνκλατζ υποδύεται ξανά τον ρόλο που είχε ερμηνεύσει στη θεατρική παραγωγή του έργου που είχε ανέβει το 2018 και το 2019, ξανά μαζί με τη Χέιλι Μπένετ ως συμπρωταγωνίστρια. Ο πρώτος διαπρέπει με το κοφτερό βλέμμα και την αδίστακτη εκφορά του, που δε δείχνει έλεος στην ανοησία, ενώ η δεύτερη ενσαρκώνει ιδανικά την ιδεαλιστική αγνότητα -αλλά όχι αφέλεια- της Ρωξάνης.

Οι χορογραφίες του βελγομαροκινού Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι έχουν απαλή κι ευγενή κίνηση, αλλά αφήνουν μια αμήχανη εντύπωση, σαν να μην αφήνονται ν’ αφομοιωθούν πλήρως στο γενικότερο σύνολο. Αντιθέτως, τα τραγούδια των αδερφών Άαρον και Μπράις Ντέσνερ είναι όσο ευφορικά και μελαγχολικά αξίζει το αίσθημα του έργου, ενώ η φωτογραφία του Σίμους Μαγκάρβεϊ, τακτικού συνεργάτη του σκηνοθέτη, προσαρμόζεται επίσης στις διακυμάνσεις της πλοκής, από τις ολοφώτιστες παλ αποχρώσεις που αποθεώνουν τον ερωτικό ενθουσιασμό της αρχής στους ηπιότερους, γήινους τόνους του τελευταίου μέρους.

THE BATMAN

Σκην.: Ματ Ριβς

Πρωτ.: Ρόμπερτ Πάτινσον, Ζόι Κράβιτς, Τζέφρι Ράιτ, Πωλ Ντάνο, Τζον Τορτούρο, Κόλιν Φάρελ, Άντι Σέρκις

Στη δεύτερη χρονιά της δράσης του ως μεταμφιεσμένου εκδικητή Batman, ο βαθύπλουτος νεαρός κληρονόμος Μπρους Γουέιν καλείται ν’ αντιμετωπίσει ολόκληρο τον υπόκοσμο της Γκόθαμ Σίτυ, με αφορμή τις δολοφονίες που διαπράττει ο παρανοϊκός εγκληματίας Γρίφος, οι οποίες ξεσκεπάζουν ένα σκοτεινό οικογενειακό μυστικό της οικογένειας Γουέιν.

Μετά τον Τιμ Μπάρτον, τον Τζόελ Σουμάχερ, τον Κρίστοφερ Νόλαν και τον Ζακ Σνάιντερ, είναι σειρά του Ματ Ριβς να καταθέσει το όραμά του για έναν από τους εμβληματικότερους ήρωες όλων των εποχών, που δημιούργησαν οι Μπομπ Κέιν και Μπιλ Φίνγκερ το 1939 για τα κόμικ της DC. Ο Πάτινσον γίνεται ο έβδομος ηθοποιός που ενσαρκώνει τον ήρωα στον κινηματογράφο, μετά τους Άνταμ Γουέστ (1966), Μάικλ Κίτον (1989- 1992, 2022), Βαλ Κίλμερ (1995), Τζωρτζ Κλούνι (1997), Κρίστιαν Μπέιλ (2005- 2012) και Μπεν Άφλεκ (2016- Σ2017).

O πρωταγωνιστής αποδίδει με οξυδέρκεια κι επιβλητικότητα την πρώιμη φάση του ήρωα, όπου ακόμα προσπαθεί να βρει τον λόγο της ύπαρξης και της δράσης του: μια απόλυτη κι ασταμάτητη φυσική δύναμη, χωρίς πλήρη γνώση του περιβάλλοντος, την οποία αποκτά κατακτά την πρόοδο της πλοκής μαζί με την ωριμότητα του σκοπού του, από όργανο εκδίκησης σε σύμβολο ελπίδας.

Ο Ριβς ακολουθεί τον σκοτεινό τόνο που παραδοσιακά διακρίνει τον ήρωα κι έχει αποφασίσει η Warner για την πλειοψηφία των δικών της υπερηρώων, σε αντίθεση με τη Marvel, και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από τον Κρίστοφερ Νόλαν και τον Ζακ Σνάιντερ.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι χιουμοριστικές ατάκες και στιγμές του σεναρίου δεν ξεπερνούν τις δύο ή τρεις το πολύ, ενώ ο Πάτινσον είναι σίγουρα ο πιο αγέλαστος Batman απ’ όλους- ευτυχώς χωρίς αυτό να είναι μειονέκτημα, χάρη στη συγκροτημένη ερμηνεία του.

Από ‘κει και πέρα, η ντετεκτιβίστικη πλοκή προσωπικά μού φάνηκε εύκολα προβλέψιμη και κοινότοπη. Η φωτογραφία του Γκρεγκ Φρέιζερ συνθέτει ένα στοιχειωτικό, εφιαλτικό περιβάλλον, με χαρακτηριστικότερο πλάνο της ταινίας το ανάστροφο του ήρωα, να ξεπροβάλλει από τις φλόγες με την κάπα του ν’ ανεμίζει καθώς κατευθύνεται στον αναποδογυρισμένο Πιγκουίνο.

Το μουσικό θέμα του Μάικλ Γκιακίνο αξέχαστα δυσοίωνο κι απειλητικό. Το κάστινγκ άνισο, αφού ο Τορτούρο με τον Φάρελ είναι επαρκώς απειλητικοί (ο δεύτερος με φωνή και μορφασμούς κατευθείαν από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο), ο Ράιτ ιδανικά αδιάφθορος Γκόρντον, η Κράβιτς αξιοπρεπής αλλά χωρίς χαρακτηρολογική ιδιομορφία κι ο Σέρκις απλώς αδιάφορος, ενώ παρότι ο Ντάνο εμφανώς διαθέτει την υποδόρια βαρύτητα που που απαιτεί ο ρόλος, η έξαρσή του στη σκηνή της φυλακής μοιάζει να ξεπέφτει σε εκζήτηση που μέχρι τότε  είχε αποφευχθεί μαεστρικά.