Ένας φόρος τιμής στο θέατρο του 19ου αιώνα είναι η καλύτερη ταινία της εβδομάδας.
ΕΝΤΜΟΝΤ: ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
EDMOND
Σκην.: Αλεξί Μισαλίκ.
Πρωτ.: Τομά Σολιβερές, Ολιβιέ Γκουρμέ, Ματίλντ Σενιέ.
Στο Παρίσι του 1897 ο θεατρικός συγγραφέας Εντμόν Ροστάν έχει μια τελευταία ευκαιρία ν’ αποδείξει το ταλέντο του, γράφοντας ένα έργο για τον διάσημο ηθοποιό Κονστάν Κοκλέν, με ήρωα τον συγγραφέα Σιρανό ντε Μπερζεράκ.
Το ανέβασμα της παράστασης θ’ αποδειχτεί περιπετειώδες μέχρι και το τελευταίο λεπτό της, μοιραίο για τις τύχες όλων των συντελεστών.
Βιογραφική κομεντί εποχής που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο που ο ίδιος έγραψε κι ανέβασε το 2016 στο Παρίσι, με θέμα την παραγωγή του ίσως δημοφιλέστερου γαλλικού έργου στην ιστορία του θεάτρου.
Η ταινία αποτελεί μια ερωτική επιστολή όχι μόνο στο συγκεκριμένο έργο, αλλά σε ολόκληρο το θέατρο του όψιμου 19ου αιώνα, γραμμένη με κέφι κι απολαυστικά σχολαστική αναπαράσταση της εποχής. Ο συναγωνισμός μεταξύ των συγγραφέων κι οι δυσκολίες της διαβίωσής τους, τα δημιουργικά στάδια μιας θεατρικής παραγωγής, οι σκηνικοί μηχανισμοί της εποχής, όλα αναβιώνουν με πλούτο, μπρίο, νοσταλγία και σεβασμό. Ο Σολιβερές ως Ροστάν ενσαρκώνει το γενικό αίσθημα της ταινίας, με το μειλίχιο, ευγενές καλλιτεχνικό πάθος του, απέναντι στον ατρόμητο βετεράνο Κοκλέν που υποδύεται ο Γκουρμέ.
ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
SCARY STORIES TO TELL IN THE DARK
Σκην.: Άντρε Όβρενταλ.
Πρωτ.: Ζόι Μάργκαρετ Κολέτι, Μάικλ Γκάρζα, Γκέιμπριελ Ρας.
Στις Η.Π.Α. του 1968 μια παρέα εφήβων ανακαλύπτει το βιβλίο με τις χειρόγραφες ιστορίες μια κοπέλας που είχε βασανιστεί από την οικογένειά της κι είχε οδηγηθεί στην αυτοκτονία στα τέλη του 19ου αιώνα. Όταν το βιβλίο αρχίζει μόνο του να γράφει καινούριες ιστορίες που προμηνύουν τον θάνατο των παιδιών, εκείνα προσπαθούν να βρουν τρόπο να προλάβουν το μακάβριο τέλος τους.
Ταινία τρόμου που μεταφέρει την περιβόητη ομώνυμη λογοτεχνική τριλογία του αμερικανού Άλβιν Σβάρτς, η οποία εκδόθηκε από το 1981 ως το 1991 σε εικονογράφηση Στίβεν Γκάμελ, απευθυνόταν στο παιδικό κοινό, κι εδώ μεταφέρεται με κοινοτοπία και προβλεψιμότητα.
RAMBO: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΙΜΑ
RAMBO: LAST BLOOD
Σκην.: Έιντριαν Γκρούνμπεργκ.
Πρωτ.: Σιλβέστερ Σταλόνε, Παζ Βέγκα, Όσκαρ Γιενάντα.
Όταν η ψυχοκόρη του απάγεται από Μεξικανούς σωματέμπορους, ο Τζον Ράμπο ταξιδεύει στο Μεξικό για να τη βρει και να εκδικηθεί τους απαγωγείς της.
Περιπέτεια που συνεχίζει τα «Ράμπο: το πρώτο αίμα» («First Blood», Τεντ Κότσεφ, 1982), «Ράμπο 2: η αποστολή» («Rambo: First Blood Part II», Τζωρτζ Κοσμάτος, 1985), «Ράμπο 3» («Rambo III», Πίτερ ΜακΝτόναλντ, 1988) και «Τζον Ράμπο» («Rambo», Σιλβέστερ Σταλόνε, 2008).
Όπως τα «Ρόκι», έτσι κι αυτή η σειρά ταινιών του Σιλβέστερ Σταλόνε ξεκίνησε από ένα ευαίσθητο μικρής κλίμακας δράμα κι εκφυλίστηκε σε ξεδιάντροπα προπαγανδιστικά υπερθεάματα. Ακόμα όμως κι η πρώτη ταινία του 1982, ενώ διαθέτει μια διάχυτη, εξαιρετικά εύστοχη μελαγχολική ατμόσφαιρα απογοήτευσης, που μερικώς μπορεί να εκληφθεί ως έκφραση αντιπολεμικού αισθήματος, σε μία μόλις φράση του βετεράνου του Βιετνάμ φανερώνει την πραγματική, εθνικιστική της διάθεση: “κάποιοι δε θέλανε να νικήσουμε”.
Το πρόβλημα δηλαδή του Ράμπο δεν είναι τόσο η ψευδαίσθηση του πολέμου και ο θάνατος που αφήνει πίσω του, όσο το ότι οι Η.Π.Α. ηττήθηκαν. Ο ήρωας πάσχει από κόμπλεξ κατωτερότητας, το οποίο έκτοτε προσπαθεί να νικήσει επιστρέφοντας στο Βιετνάμ και σε άλλα πεδία μαχών.
Φέτος ο πιο αιμοβόρος ήρωας του αμερικανικού κινηματογράφου επιστρέφει, μέσα σ’ ένα νεο-συντηρητικό πολιτικό περιβάλλον παρόμοιο μ’ εκείνο που τον γέννησε, ανακαλύπτοντας καινούριους εχθρούς. Ό,τι ήταν οι Βιετκόνγκ κι οι Ρώσοι τη δεκαετία του 1980 επί Ρόναλντ Ρέιγκαν, είναι τώρα οι Μεξικανοί επί Ντόναλντ Τραμπ.
Το σενάριο συνδυάζει τα δύο βασικά δομικά τεχνάσματα των προηγούμενων ταινιών: την εξόρμηση για την εξαγωγή του παγιδευμένου θύματος και τη μάχη με τις αυτοσχέδιες παγίδες. Η δράση είναι άφθονη κι όσο αιμοσταγής απαιτεί το μέτρο που έχει θέσει η σειρά για τον εαυτό της, αλλά από ‘κει και πέρα ο ήρωας έχει χάσει προ πολλού τη θέση του στον σημερινό κόσμο, όπως αποδεικνύει όχι μόνο ο παρωχημένος συντηρητισμός του αλλά κι οι απογοητευτικές εισπράξεις της ταινίας, που σε δύο εβδομάδες προβολής δεν έχουν ξεπεράσει τα 50 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.