Η γιορτή ενός καλύτερου κόσμου

Κινηματογραφή

Το αμερικανικό μιούζικαλ έχει την τιμητική του αυτή την εβδομάδα, επισκιάζοντας εύκολα μια ακόμα απαράδεκτη ελληνική κωμωδία.

WEST SIDE STORY

Σκην.: Στίβεν Σπίλμπεργκ

Πρωτ.: Άνσελ Έλγκορτ, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, Αριάνα ΝτεΜπος, Ντέιβιντ Άλβαρεζ, Ρίτα Μορένο

Στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1950 ο λευκός Τόνι κι η πορτορικανή Μαρία ερωτεύονται, δίνοντας ακόμα μία αφορμή στις δύο συμμορίες των Jets και των Sharks για να συγκρουστούν μεταξύ τους. Μόνο που αυτή πρόκειται να είναι η πιο επικίνδυνη σύγκρουση απ’ όλες.

Μετά τη μνημειώδη διασκευή του 1961 από τους Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς η οποία κέρδισε 10 Όσκαρ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μεταφέρει για δεύτερη φορά στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό μιούζικαλ των Λέναρντ Μπέρνστιν, Άρθουρ Λόρεντς και Στίβεν Σόντχαϊμ, που πρωτανέβηκε στη σκηνή το 1957 εμπνευσμένο από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Τις νέες χορογραφίες σχεδίασε το παιδί- θαύμα του αμερικανικού μπαλέτου, Τζάστιν Πεκ, και το σενάριο έγραψε ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, Τόνι Κούσνερ.

Η ταινία των Γουάιζ και Ρόμπινς θεωρείται δικαίως ένα από τα σπουδαιότερα κινηματογραφικά μιούζικαλ όλων των εποχών. Η ταινία του Σπίλμπεργκ όμως, δε θα πρέπει να εκληφθεί ως ριμέικ της ταινίας, αλλά ως νέα εκδοχή του πρωτότυπου θεατρικού έργου.

Έτσι, καθεμία από τις δύο ταινίες είναι προϊόν της εποχής της, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αυτό επιφέρει σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, η πρώτη ταινία θα έχει πάντα τα αβαντάζ της χρονικής και κοινωνικής εγγύτητας στο θέμα της, της αυθεντικότητας της εποχής.

Από την άλλη, με τα σημερινά μέτρα φυλετικής αντιπροσώπευσης στο σινεμά, η τακτική λευκών ηθοποιών που υποδύονται έγχρωμους χαρακτήρες δεν είναι πλέον αποδεκτή.

Από τη μεριά της, η ταινία του Σπίλμπεργκ αντανακλά πληρέστερα στις σημερινές, πολύ διαφορετικές κοινωνικές ευαισθησίες, στις οποίες, παρά τον προοδευτικό χαρακτήρα της, η πρώτη ταινία μπορούσε ν’ ανταποκριθεί μόνο υπαινικτικά. Έτσι, στη φετινή εκδοχή έχουμε ένα αμιγώς πορτορικανικό καστ να ερμηνεύει την αντίστοιχη συμμορία και τους ισπανικούς διαλόγους να εκφέρονται χωρίς υπότιτλους, επειδή, κατά τον σκηνοθέτη, στην αντίθετη και καθιερωμένη περίπτωση η ταινία θα επέλεγε εμμέσως το πρωταρχικό κοινό της ως λευκό κι αγγλόφωνο, ενώ ο σκοπός είναι ν’ απευθυνθεί ισότιμα στις δύο φυλετικές κοινότητες που αναπαριστά.

Παρότι η τακτική του σκηνοθέτη είναι συζητήσιμη (αφού τα αγγλικά παραμένουν συντριπτικά η επικρατέστερη γλώσσα των διαλόγων), η ευαισθησία της ταινίας δεν αφορά μόνο τη φυλετική αντιπροσώπευση, αλλά επίσης την έμφυλη και τη σεξουαλική. Μάστορας της αμφισημίας, ο Σπίλμπεργκ αφήνει το στήσιμο των ηθοποιών του να επενδύσει με μια ομοφυλόφιλη αύρα την πρώτη σκηνή μεταξύ του Ριφ και του Τόνι, ενώ ο Anybodys που στο πρώτο φιλμ ήταν ένα αγοροκόριτσο, εδώ είναι ένας τρανς χαρακτήρας ερμηνευμένος από τον non- binary ηθοποιό Άιρις Μίνας.

Επίσης, αν, όπως είπαμε παραπάνω, η πρώτη ταινία διαθέτει το πλεονέκτημα της συγχρονίας με το θέμα της, στη φετινή εκδοχή ο Σπίλμπεργκ αξιοποιεί ακριβώς το πλεονέκτημα της διαχρονίας, της ιστορικής προοπτικής δηλαδή που της χαρίζει το πέρασμα του χρόνου.

Έτσι, η ταινία τοποθετεί την αφήγησή της μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο της ιστορίας της Νέας Υόρκης, όπως στην εναρκτήρια σκηνή, όπου παρατηρούμε πως η  φτωχογειτονιά που κατεδαφίζεται πρόκειται να δώσει τη θέση της στο Lincoln Center For the Performing Arts. Μια επισήμανση που λειτουργεί όχι μόνο ως ιστορική πληροφορία, αλλά κι ως μετα-αφηγηματικός σχολιασμός στο ίδιο το έργο και το είδος που ανήκει, αφού το Κέντρο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φορείς καλλιέργειας κι ανάδειξης του μουσικοχορευτικού θεάτρου παγκοσμίως.

Όλα τα παραπάνω όμως δε θα είχαν σημασία αν η ταινία δε λειτουργούσε τεχνικά κι αισθητικά, κάτι που ευτυχώς συμβαίνει και με το παραπάνω. Η ενορχήστρωση της μουσικής από τον Ντέιβιντ Νιούμαν κι οι χορογραφίες του Πεκ είναι όσο ρομαντικές, μαχητικές και ξεσηκωτικές πρέπει, αν κι είναι η εντύπωσή μου ότι οι δεύτερες σε σημεία μοιάζουν έστω απειροελάχιστα πιο ‘χαλαρές’ από τις πιο νευρώδεις του Ρόμπινς- νεύρο που προσωπικά τουλάχιστον θα προτιμούσα να έχει ενισχυθεί λίγο παραπάνω από το μοντάζ των Σάρα Μπρόσαρ και Μάικλ Καν.

Ο Σπίλμπεργκ πάντως εμπλουτίζει σκηνοθετικά το έργο, προεκτείνοντας χωρικά τις σκηνές σε σύγκριση με την πρώτη ταινία, όπως για παράδειγμα στον τρόπο που διαρθρώνει το «Tonight» και το θρυλικό «Americα», το πιο γνωστό νούμερο του έργου.

Το κάστινγκ αποδεικνύεται ιδανικό, με καλύτερη όλων τη χειμαρρώδη ΝτεΜπος ως Ανίτα, ενώ η παλιά Ανίτα, βραβευμένη με Όσκαρ για τον ρόλο, Ρίτα Μορένο, προσδίδει κύρος, σοφία και συγκίνηση στον χαρακτήρα της Βαλεντίνας. Ακόμα κι η συγκριτικά με τους υπόλοιπους λιγότερη εκφραστικότητα του Έλγκορτ, προσωπικά μου ταίριαξε ως ένα μέσο να εξισορροπηθεί σ’ έναν βαθμό το ‘μωρουδιακό’ του πρόσωπο και να ενισχυθεί η αρρενωπότητά του.

Αυτή ωστόσο που λειτουργεί σαν ένας επιπλέον χαρακτήρας, είναι η αεικίνητη κάμερα του φωτογράφου Γιάνους Καμίνσκι, η ενέργεια κι η μεθοδικότητα της οποίας εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα της ταινίας ως απογόνου της κλασικής εποχής του Χόλιγουντ, όταν οι συνθέσεις των πλάνων βασίζονταν περισσότερο στην κίνηση. Επίσης, ενώ η χαρακτηριστική πολυχρωμία του έργου δε λείπει σε καμία περίπτωση, η παλέτα εδώ κινείται συχνότερα σε γήινους τόνους, ο κοινωνικός ρεαλισμός των οποίων αντικαθιστά το πυκνό, θεαματικό Technicolor του πρώτου φιλμ.

Η γιορτή ενός καλύτερου κόσμου
TICK, TICK… BOOM!

Σκην.: Λιν- Μανουέλ Μιράντα

Πρωτ.: Άντριου Γκάρφιλντ, Αλεξάντρα Σιπ, Ρόμπιν ντε Χεσούς, Βανέσα Χάτζενς

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Τζόναθαν Λάρσον πασχίζει να καθιερωθεί ως συνθέτης κι ερμηνευτής στο απελπιστικά ανταγωνιστικό Μπρόντγουεϊ. Σημαντικό βήμα προς την εκπλήρωση του στόχου του, θα είναι η επερχόμενη παρουσίαση της εν εξελίξει δουλειάς του, το καινούριο του μιούζικαλ «Superbia», η οποία θα κρίνει το καλλιτεχνικό του μέλλον.

Κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου αυτοβιογραφικού, αρχικά θεατρικού μουσικού μονολόγου κι έπειτα μιούζικαλ του Τζόναθαν Λάρσον, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες του Μπρόντγουεϊ, που πέθανε πρόωρα το 1996 σε ηλικία 36 ετών, λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα της μεγαλύτερης επιτυχίας του, «Rent».

Ως μέρος κι ο ίδιος πλέον της πολιτισμικής κληρονομιάς του Μπρόντγουεϊ με επιτυχίες όπως το «In the Heights» (2005) και «Hamilton» (2015), ο Μιράντα πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο με πηγαίο ενθουσιασμό, αγάπη, σεβασμό και γνώση για το έργο του Λάρσον, ενός από τους δημιουργούς που τον ενέπνευσαν ν’ ασχοληθεί με το μουσικό θέατρο.

Μόνο που η πλοκή δεν ενδιαφέρεται για την επιτυχία που καθιέρωσε τον συνθέτη, το «Rent», και την οποία δεν πρόλαβε να χαρεί, αλλά για το πώς υπέμεινε τις αντιξοότητες που τον οδήγησαν μέχρι εκεί. Έτσι, ο Λάρσον σκιαγραφείται ως ένας μποέμ, εμπνευσμένος, ιδεαλιστής, ανθρωπιστής δημιουργός, αποφασισμένος να υπερασπιστεί ασυμβίβαστα την τέχνη του.

Παράλληλα, αποκαλύπτεται μια νέα πλευρά του πολυτάλαντου Γκάρφιλντ, ο οποίος, εκτός από το πόσο καλός ηθοποιός γνωρίζαμε ήδη ότι είναι, συστήνεται εδώ κινηματογραφικά κι ως ένας εκπληκτικός τραγουδιστής.

Τα τραγούδια ίσως να μην είναι γνωστά στο κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με το ρεπερτόριο του Μπρόντγουεϊ, αλλά ο Γκάρφιλντ τα ζωντανεύει με τόση ευαισθησία, πάθος, αγωνία και συγκίνηση, ώστε είναι δύσκολο για τον θεατή να μην παρασυρθεί σ’ αυτή την οικουμενική ιστορία -καλλιτεχνικής- βιοπάλης ενάντια στις συνθήκες και τις πιθανότητες, για το πείσμα ενάντια στις συνεχόμενες αποτυχίες, σε υπεράσπιση της ακεραιότητας του εαυτού και του οράματος. Δυστυχώς διατίθεται μόνο στο Netflix, ενώ θα θέλαμε πολύ να είχαμε την ευκαιρία να τη δούμε σε μεγάλη οθόνη.

THE BLACK B4CHELOR

Σκην.: Γιάννης Παπαδάκος

Πρωτ.: Γιάννης Τσιμιτσέλης, Μελέτης Ηλίας, Νίκος Βουρλιώτης, Θανάσης Βισκαδουράκης, Λευτέρης Ελευθερίου

Πέντε φίλοι ξεκινούν μια εκδρομή στη Μάνη για να γνωρίσουν τα μελλοντικά πεθερικά του ενός απ’ αυτούς. Στον δρόμο τους πιάνει λάστιχο και καταφεύγουν στον πύργο μιας μακάβριας οικογένειας.

Κωμωδία που συνεχίζει εκείνες του 2016 του Αντώνη Σωτηρόπουλου, καθώς και του 2017  και 2018 του Γιάννη Παπαδάκου, ο οποίος σκηνοθετεί επίσης τη φετινή προσθήκη. Αντάξια των προηγούμενων, η ταινία προσφέρει άφθονη κακοτεχνία κι ασυναρτησία, θυμίζοντας περισσότερο φτηνό τηλεοπτικό, παρά κινηματογραφικό προϊόν.

Το συνολικό πρόβλημα είναι, ότι η σκηνοθεσία είναι πολύ φτωχή και πρόχειρη για ν’ αποδώσει στο συνολικό εγχείρημα την ακόμη και για κωμωδία απαιτούμενη συνοχή κι αληθοφάνεια. Ως συνήθως, οι χαρακτήρες είναι γραμμένοι απλοϊκά και παιγμένοι με την επιφανειακότερη δυνατή καθοδήγηση. Σε πολλές σκηνές το ντεκουπάζ μοιάζει να μην έχει προβλέψει ένθετα πλάνα που χρειάζονται για ν’ αναδείξουν τις λεπτομέρειες των γκαγκ, τα οποία εκτελούνται πολύ βιαστικά. Η κάμερα μοιάζει μονίμως να καδράρει αδέξια κι άστοχα. Το χιούμορ είναι απλώς ανόητο στη σύλληψη και καθόλου πειστικό στην εκτέλεση.

Εξίσου αναληθοφανής είναι η συνολική ιδέα του σεναρίου, που εκτελείται με ενδυματολογία, σχεδιασμό παραγωγής και μακιγιάζ αποκριάτικης στερεοτυπίας, κι υπονομεύεται ακόμη περισσότερο με την άκαιρη κι άγαρμπη τοποθέτηση προϊόντων.