Το συζητήσιμο ριμέικ μιας αγαπημένης ιστορίας, μια ηδονοβλεπτική φαντασίωση και μια “ψόφια” ταινία με ζόμπι.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ
THE LION KING
Σκην.: Τζον Φαβρό
Με τις φωνές των: Ντόναλντ Γκλόβερ, Μπιόνσε Νόουλς, Τζέιμς Ερλ Τζόουνς, Τσούετελ Έτζοφορ, Σεθ Ρόγκεν, Μπίλι Άιχνερ, Τζον Όλιβερ
Το λιοντάρι Μουσάφα είναι ο βασιλιάς μιας αφρικανικής σαβάνας, ο οποίος έχει μόλις γεννήσει τον διάδοχό του, Σίμπα. Ο μόνος πικραμένος απ’ αυτή τη γέννηση είναι ο αδερφός του βασιλιά, Σκαρ, που μηχανορραφεί με τις ύαινες για να καταλάβει τον θρόνο. Προς στιγμήν τα καταφέρνει, αλλά ο Σίμπα με τη βοήθεια της Νάλα και των υπόλοιπων φίλων του, θα επιστρέψει για να διεκδικήσει τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει.
Κομεντί εμψύχωσης (animation) που αποτελεί διασκευή της τεράστιας εμπορικής και καλλιτεχνικής επιτυχίας του 1994, σκηνοθετημένης από τον Ρότζερ Όλερς και τον Ρομπ Μίνκοφ, η οποία είχε βραβευθεί με δύο Όσκαρ, για τη μουσική του Χανς Τσίμερ και το τραγούδι των Έλτον Τζον και Τιμ Ράις «Can you Feel the Love Tonight».
Παρά τη διαδεδομένη αντίληψη σχετικά με την ταινία, δεν πρόκειται για ζωντανή δράση. Όπως το πρωτότυπο του 1994, το φετινό ριμέικ είναι φτιαγμένο με κινούμενα σχέδια, αυτή τη φορά όχι ζωγραφισμένα στο χέρι, αλλά ψηφιακά κατασκευασμένα στον υπολογιστή, με τελευταίας τεχνολογίας επίπεδο αληθοφάνειας.
Κατά την προώθηση της ταινίας, αυτός ακριβώς ο ρεαλισμός προβλήθηκε ως το κύριο θέλγητρό της και, κρίνοντας από το παγκόσμιο εισπρακτικό της άνοιγμα με πάνω από μισό δισεκατομμύριο δολάρια το σαββατοκύριακο που μας πέρασε, οι θεατές πείστηκαν και με το παραπάνω. Παρότι εξαρχής αυτά τα ζωντανά ριμέικ που τα τελευταία χρόνια φτιάχνει η Disney σε παλιές ταινίες της είναι εντελώς αχρείαστα, φαντάζομαι ότι για μια ιστορία που ούτως ή άλλως δε μπορεί να διασκευαστεί με ανθρώπους, αυτός ήταν κι ο πιο πρόσφορος τρόπος να την ‘ανακαινίσει’ κανείς για μια νέα γενιά θεατών και να την υπενθυμίσει με σεβασμό στους παλιότερους.
Η καινούρια τεχνική προσδίδει στην ιστορία μια περιττή αληθοφάνεια, αλλά στερεί από τα πρόσωπα των ζώων την πλαστικότητα και την εκφραστικότητά τους. Ευτυχώς τουλάχιστον, η ταινία μένει σεναριακά πιστή στο πρωτότυπο, περιλαμβάνει τρία επιπλέον τραγούδια στο σάουντρακ πέρα από εκείνα του 1994, και καταφέρνει ν’ αποδώσει την ιστορία με το χιούμορ (οι Ρόγκεν και Άιχνερ ως Πούμπα και Τιμόν κλέβουν την παράσταση), τη συγκίνηση και την περιβαλλοντική ευαισθησία, που έκαναν εξαρχής αυτή την ιστορία τόσο αγαπημένη σε παγκόσμιο επίπεδο.
ANNA
Σκην.: Λικ Μπεσόν
Πρωτ.: Σάσα Λους, Έλεν Μίρεν, Λουκ Έβανς, Κίλιαν Μέρφι
Η πανέμορφη Άννα είναι μια πράκτορας της KGB, που για μια αποστολή της στο Παρίσι ξεκινάει να εργάζεται ως μοντέλο μόδας. Η γνωριμία της μ’ έναν συνάδελφο της CIA θα είναι η πρώτη από πολλές ανατροπές που θα προκύψουν, καθώς προσπαθεί να κερδίσει την ελευθερία της.
Οι σέξι επαγγελματίες εκτελέστριες αποτελούν κινηματογραφικό φετίχ του 60χρονου γάλλου σκηνοθέτη Μπεσόν, στο οποίο έχει επιστρέψει αρκετές φορές στην πορεία της φιλμογραφίας του, είτε ως σκηνοθέτης με τα «Νικίτα» («La Femme Nikita», 1990) και «Lucy» (2014), είτε ως σεναριογράφος και παραγωγός με τα «Κωδικό όνομα: Νίνα» («Point of No Return», Τζον Μπάνταμ, 1993) και «Colombiana» (Ολιβιέ Μεγκατόν, 2011).
Εδώ προσθέτει ακόμη έναν τίτλο στη συγκεκριμένη κατηγορία, φετιχιστικό, φεμινιστικό, γρήγορο, με μια πανέμορφη και δυναμική πρωταγωνίστρια, γεμάτο από έντονες αλλά κοινότοπες σκηνές σωματικής μάχης, με πιο δεξιοτεχνική τη σκηνή του εστιατορίου, και σεναριακές ανατροπές, που θα είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο από ένα απλώς διασκεδαστικό τέχνασμα αν δεν αποτελούσαν όλες τους επανάληψη της ίδιας ιδέας.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ
THE DEAD DON’T DIE
Σκην.: Τζιμ Τζάρμους
Πρωτ.: Μπιλ Μάρεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Τίλντα Σουίντον, Κλόι Σεβινί
Η τροχιά της Γης απορρυθμίζεται λόγω γεωτρήσεων στους πόλους της, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν ζόμπι σε μια μικρή αμερικανική επαρχιακή πόλη.
Κωμωδία τρόμου που αποτελεί την πιο βαρετή κι ασυνάρτητη ταινία του Τζάρμους, ίσως και στην έκταση ολόκληρης της φιλμογραφίας του. Σινεφιλία, αυτοαναφορικότητα, τρόμος, κωμωδία, αφασία κι αλλοκοτιά, παραμένουν συγκεχυμένα μέσα σε μια άρρυθμη, πλατειασμένη πλοκή που δε μοιάζει να ξέρει τι ακριβώς θέλει να πει με το υλικό της.
Ένας προφανής στόχος είναι να μιλήσει για την κατάσταση των πραγμάτων (ποιοι είμαστε, πού πάμε κτλ.), αλλά το κάνει πρόχειρα κι επιφανειακά. Η “σοφία” που ο μεταφορέας Ντιν χαρίζει στον Μπόμπι είναι ότι ο κόσμος είναι τέλειος κι ότι σημασία στη ζωή έχουν οι λεπτομέρειες. Από την πλευρά του, ο ερημίτης Μπομπ διαπιστώνει ο κόσμος είναι απαίσιος, ενώ προηγουμένως έχει διατυπωθεί κι ένα σχόλιο για την αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου από τον καταναλωτισμό και την τεχνολογία.
Αμπελοφιλοσοφία χαμένη μέσα σε στην εξαντλημένη και βαλτωμένη από καιρό ειδολογική φόρμα της ταινίας ζόμπι, χωρίς εδώ να επιχειρείται κάποιου τύπου ανανέωσή της, αντιθέτως χωρίς καν να υπάρχει ξεκάθαρη απόφαση εκ μέρους του σκηνοθέτη για τη χρήση και τη λειτουργία της, αφού ούτε τρομακτική, ούτε αστεία είναι όσο θα ήθελε.