GLASS

Κινηματογραφή

Η μία ταινία βάζει τον πήχη πολύ ψηλά, η άλλη πολύ χαμηλά, χωρίς παρόλαυτά καμιά ν’ ανταποκρίνεται στις προσδοκίες.

 

GLASS

Σκην.: Μ. Νάιτ Σαϊάμαλαν.

Πρωτ.: Τζέιμς Μάκαβοϊ, Μπρους Γουίλις, Σάμιουελ Τζάκσον, Σάρα Πόλσον.

GLASS

Ο Κέβιν Γουέντελ Κραμπ, ο Ντέιβιντ Νταν κι ο Ιλάιτζα Πράις βρίσκονται έγκλειστοι σε μια ψυχιατρική κλινική υπό την εποπτεία της δρος. Έλι Στέιπλ, ώσπου ο τελευταίος καταφέρνει να ενεργοποιήσει το σχέδιό του με στόχο ν’ αποδείξει στον κόσμο τις υπερφυσικές τους δυνάμεις.

Περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί συνέχεια των «Άφθαρτος» («Unbreakable», 2000) και «Διχασμένος» («Split», 2016) του ίδιου σκηνοθέτη. Εδώ ο Σαϊάμαλαν διευρύνει το σύμπαν που ξεκίνησε μ’ αυτές τις δύο ταινίες, ξαναπιάνοντας το θεματικό νήμα του «Άφθαρτου», συνεχίζοντας δηλαδή το μετα-αφηγηματικό του σχόλιο στο είδος των υπερηρώων, στην έντυπη και κινηματογραφική του έκφανση.

Αν το εγχείρημα μιας τριλογίας με υπερήρωες έξω από το ρόστερ των κυρίαρχων εταιρειών κόμικ, DC και Marvel, είχε ακολουθήσει την πρώτη ταινία πριν από δεκαοχτώ χρόνια, θα επρόκειτο για κάτι πρωτότυπο κι ευπρόσδεκτο. Πλέον, έρχεται τελευταίο και καταϊδρωμένο να προσθέσει ακόμα μία μυθολογία σ’ ένα υπερκορεσμένο είδος, και μάλιστα χωρίς να έχει να δηλώσει κάτι καινούριο ή ν’ ανανεώνει συναρπαστικά κάτι ήδη γνωστό.

Επίσης, αντί να καλλιεργήσει την ωριμότητα της αυτοτέλειας και να ολοκληρώσει τον κύκλο της, η ταινία μεγαλοπιάνεται κι υπονομεύεται από την υπέρμετρη φιλοδοξία της, καθώς, όπως αναγνωρίζεται ρητά κι απ’ τον ίδιο τον Ιλάιτζα, δεν αποτελεί μόνο την κορύφωση μιας ιστορίας αλλά και την αρχή μιας άλλης, αποκτώντας έτσι μηχανικό, διεκπεραιωτικό χαρακτήρα ως εναρκτήριο επεισόδιο μιας ακόμα κινηματογραφικής σειράς.

Ο Μάκαβοϊ κι ο Τζάκσον απλώς επαναλαμβάνουν με συνέπεια τους ρόλους τους, όπως απολαυστικά δημιουργεί κι η Πόλσον τον δικό της, σε αντίθεση με τον Γουίλις που φαίνεται ότι τίποτα πια δε μπορεί ν’ αποτινάξει τη βαρεμάρα από πάνω του.

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΟΝΑ

Σκην.: Νίκος Ζαπατίνας

Πρωτ.: Θανάσης Τσαλταμπάσης, Λευτέρης Ελευθερίου, Demy, Κατερίνα Παπουτσάκη.

Δύο φίλοι ταξιδεύουν στη Νάξο για να προλάβουν να επισκεφτούν την πολυαγαπημένη ετοιμοθάνατη νονά του ενός απ’ αυτούς. Φτάνοντας εκεί, γνωρίζουν έναν Γερμανό και μια Ελληνίδα που κάνουν τις διακοπές τους στο νησί ως ζευγάρι. Η γνωριμία αυτή όμως επιφυλάσσει εκπλήξεις για όλους.

Μετά το «Αιγαίο SOS» και το «The Bach3lor» αυτή είναι ακόμα μία απαράδεκτη ελληνική κωμωδία που υποφέρουμε φέτος. Πρόχειρη, ασυνάρτητη, προσβλητικά ανόητη, χωρίς τη στοιχειώδη αληθοφάνεια και συνοχή, από το κάστινγκ μέχρι την πλοκή και τη διάρθρωση των σκηνών.

Καταρχάς οι Έλληνες σκηνοθέτες πρέπει να ξαναδούν το ζήτημα της επιλογής των ηθοποιών τους λίγο πιο σοβαρά. Τις προάλλες στο «Bachelor» ο Τζερόμ Καλούτα, παρότι συνομήλικος με το υπόλοιπο καστ, υποδυόταν τον πατέρα της νύφης και πεθερό του κεντρικού χαρακτήρα.

Εδώ παρομοίως οι πρωταγωνιστές υποδύονται τους γονείς της Demy, με την οποία τους χωρίζει μόλις μια δεκαετία. Σε άλλα δείγματα σκηνοθετικής μαεστρίας, η κοπέλα του Ηρακλή καταφέρνει με τα φρούτα που του πετάει να σταματήσει ολόκληρο αυτοκίνητο, το οποίο βλέπουμε σε άλλο πλάνο να περνάει μπροστά από το παράθυρο και τους ήρωες, αλλά στα πλάνα με τους ήρωες να μην υπάρχει πουθενά.

Η κυρα-Νεκταρία πεθαίνει επειδή απλώς βλέπει να περνάει από μπροστά της το στεφάνι της κηδείας, το οποίο παρεμπιπτόντως αρνείται να μαραθεί για μήνες. Όταν η Φαίδρα ακούει ότι ο φίλος της είναι φυλακή, αντί να μπει μέσα στο αστυνομικό τμήμα που βρίσκεται ακριβώς μπροστά της να τον ψάξει, κοιτάει γύρω γύρω σαν χαμένη, ενώ όταν του αποκαλύπτει το μυστικό της πλοκής, το κάνει με την αδιάφορη χαλαρότητα του κουτσομπολιού της ημέρας.

Περνώντας στο λεπτοκεντημένο σενάριο, ο Αγησίλαος μαθαίνει ότι πεθαίνει ο κολλητός του παιδικός φίλος κι αντί με κάποιον τρόπο να επιβεβαιώσει το νέο με έναν από τους χιλιάδες τρόπους που το κάνει κανείς όταν πρόκειται για τόσο στενό του πρόσωπο, ανακαλύπτει ότι πρόκειται για παρεξήγηση αφού έχει φτάσει στην κηδεία. Η αντίδρασή του; Πηγαίνει στο σπίτι του φίλου του, κάτι που μάλλον θα έπρεπε να είχε κάνει εξαρχής.

Επιπλέον, έχει ειδοποιήσει στην κηδεία κι άλλους κοινούς τους φίλους, οι οποίοι, αφού προσπεράσει κανείς το γεγονός ότι όλοι ταυτόχρονα πίστεψαν αυτομάτως ότι ο φίλος τους πέθανε, αντί να μπουν στην εκκλησία και να διαπιστώσουν ότι δεν επρόκειτο γι’ αυτόν, απλώς περιμένουν στο προαύλιο ώσπου να τους ενημερώσει ο Αγησίλαος.

Σε άλλα παραδείγματα, το κεντρικότερο κίνητρο κι ανησυχία των ηρώων είναι η υγεία της νονάς, την οποία όμως ο Ηρακλής δε συναντά ποτέ στη διάρκεια της πλοκής. Μέσα σε λίγους μήνες, με περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες στην περιορισμένη αγορά εργασίας ενός ερημωμένου τον χειμώνα τουριστικού νησιού, οι δύο φίλοι καταφέρνουν όχι μόνο να διαβιώσουν, αλλά ν’ αποταμιεύσουν και 14.000 ευρώ!

Ακόμα κι όταν συμβαίνει τελικά η πολυπόθητη αποκάλυψη, ο σκηνοθέτης αντί να χειριστεί τους χαρακτήρες του και να τιμήσει τη στιγμή, τι κάνει; Κόβει βιαστικά σε άλλη σκηνή, υπονομεύοντας το ίδιο του το ανύπαρκτο σενάριο. Όλα τα παραπάνω, μόνο ψήγματα από τη γενικότερη ντροπιαστική κακοτεχνία της ταινίας.