Η ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ - BLACKkKLANSMAN

Κινηματογραφή

Ταινίες για το άσχημο παρελθόν, το δύσκολο παρόν και το μυστηριώδες μέλλον.

Η ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ – BLACKkKLANSMAN

Σκην.: Σπάικ Λη

Πρωτ.: Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον, Άνταμ Ντράιβερ, Λώρα Χάριερ, Τόφερ Γκρέις

Η ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ - BLACKkKLANSMAN

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο νεαρός Ρον Στόλγουορθ γίνεται ο πρώτος αφροαμερικανός αστυνομικός στο Κολοράντο Σπρινγκς. Προσπαθώντας ν’ αποδείξει την αξία του ως ντετέκτιβ, αποφασίζει ν’ απαντήσει σε μια αγγελία της Κου Κλουξ Κλαν για νέα μέλη και να διεισδύσει στην παράνομη φασιστική οργάνωση. Καθώς χρειάζεται απαραιτήτως τη βοήθεια των λευκών συναδέλφων του, μπλέκουν όλοι μαζί σε μια περιπέτεια διασκεδαστική όσο κι επικίνδυνη.

Βιογραφική κοινωνική κομεντί βασισμένη στα αληθινά γεγονότα όπως περιγράφονται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Στόλγουορθ, που εκδόθηκε το 2014. Η ταινία κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο φετινό φεστιβάλ των Καννών. Πρωταγωνιστεί ο 34χρονος γιος του Ντενζέλ Γουάσινγκτον, ο οποίος ενσαρκώνει υποδειγματικά το ανυποχώρητα θαρραλέο χιούμορ με το οποίο οφείλει ν’ αντιμετωπίζεται ο φασισμός: πολύ επικίνδυνος για να μείνει κανείς άπραγος, πολύ ηλίθιος για να τον πάρει στα σοβαρά.

Θέλοντας να διαμαρτυρηθεί ενάντια στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής ζωής και τον εκφασισμό της κοινωνίας που δυστυχώς αποτελούν τα κυριότερα γνωρίσματα της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, ο Λη φτιάχνει μία από τις πιο έξυπνες, αιχμηρές και διασκεδαστικά πολιτικοποιημένες ταινίες της χρονιάς. Ο σκηνοθέτης δεν αρκείται στις αναλογίες της ιστορίας με τη σημερινή εποχή, αλλά φροντίζει να κάνει τη θέση του προφανέστερη περιλαμβάνοντας στον επίλογο οπτικοακουστικό υλικό από την επίθεση στο Σάρλοτσβιλ τον Αύγουστο του 2017, τα απαράδεκτα σχόλια του Τραμπ για τα γεγονότα καθώς κι άλλες ντροπιαστικές για τον ίδιο στιγμές από την προεδρική θητεία του.

SEARCHING

Σκην.: Ανίς Τσαγκάντι

Πρωτ.: Τζον Τσο, Σάρα Σον, Μισέλ Λα, Ντέμπρα Μέσινγκ

Όταν μια έφηβη κοπέλα εξαφανίζεται, ο πατέρας της χρησιμοποιεί τα διαδικτυακά της ίχνη για ν’ ανακαλύψει πού βρίσκεται και τι της συνέβη.

Άλλο ένα θρίλερ αγωνίας που χρησιμοποιεί τα κοινωνικά δίκτυα ως σεναριακό και σκηνοθετικό μοτίβο, μετά από τα παρόμοια «The Den» (Ζάκαρι Ντόνοχιου, 2013), «Unfriended» (Λέβαν Γκαμπριάτζε, 2014), «Friend Request» ή «Unfriend» (Σάιμον Βερχόφεν, 2016), καθώς και τα φετινά «Profile» (Τίμουρ Μπεκμαμπέτοφ) και «Unfriended: Dark Web» (Στίβεν Σούσκο).

Ειδικότερα, η ταινία ακολουθεί την τακτική των περισσότερων από τους παραπάνω τίτλους εκτός από του «Friend Request», η πλοκή των οποίων εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μέσα από μια οθόνη υπολογιστή και άλλων συσκευών εξοπλισμένων με κάμερα. Αυτό μπορεί αρχικά ν’ ακούγεται στατικό και μονότονο, αλλά το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του 27χρονου ινδοαμερικανού Τσαγκάντι είναι σίγουρα ένα από τα πιο μεστά κι έξυπνα δείγματα του είδους.

Βέβαια, η τεχνολογικά μεσολαβημένη σκηνοθεσία δεν είναι πάντα το ίδιο δικαιολογημένη μέσα στην αφήγηση. Οι αστείρευτες επικοινωνιακές δυνατότητες των κοινωνικών δικτύων κι η αμεσότητα με την οποία αξιοποιούνται, κάνουν περιστασιακά την πλοκή μοιάζει με διαφήμιση, καθώς παρουσιάζει μια πραγματικότητα εντελώς διαχειρίσιμη από το ίντερνετ, σαν να μην υπάρχει πλέον καμία ανάγκη να ξαναβγεί κανείς ποτέ από το σπίτι του. Όμως η οριακή αναληθοφάνεια προσπερνάται εύκολα χάρη στις ζυγισμένες ερμηνείες, την ευρηματικότητα και την ποικιλία του καδραρίσματος, τον γρήγορο ρυθμό της πλοκής, την έξυπνη μεταχείριση των πληροφοριών και την παραπλανητική καθοδήγηση του θεατή.

 

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΧΑΡΗ – A SIMPLE FAVOR

Σκην.: Πωλ Φιγκ

Πρωτ.: Άννα Κέντρικ, Μπλέικ Λάιβλι, Χένρι Γκόλντινγκ

Η Στέφανι είναι μια αφοσιωμένη νοικοκυρά που γίνεται κολλητή φίλη με τη μητέρα ενός συμμαθητή του γιού της, τη δυναμική καριερίστα Έμιλυ. Όταν η δεύτερη εξαφανίζεται, η πρώτη ξεκινάει μια αναζήτηση που θα της ανατρέψει ριζικά την εικόνα την οποία διατηρούσε για τη φίλη της.

Ταινία μυστηρίου που αποτελεί διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος της 37χρονης αμερικανίδας Ντάρσι Μπελ, το οποίο κυκλοφόρησε το 2017. Δύο ιδανικά επιλεγμένες πρωταγωνίστριες ζωντανεύουν τους ρόλους τους με πονηράδα, δυναμισμό κι ελκυστικότητα, σε μια πλοκή που ισορροπεί ανάμεσα στην έκπληξη και την προβλεψιμότητα, τόσο ώστε να εξασφαλίζει τουλάχιστον ευχάριστη διασκέδαση.

 

 

ΚΙΝ

Σκην.: Τζόναθαν Μπέικερ, Τζος Μπέικερ

Πρωτ.: Μάιλς Τρούιτ, Τζακ Ρέινορ, Ζόι Κράβιτς, Τζέιμς Φράνκο, Ντένις Κουέιντ

Ένας έφηβος βρίσκει τυχαία ένα πανίσχυρο εξωγήινο όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί για ν’ αμυνθεί ενάντια στην αδίστακτη συμμορία που καταδιώκει εκείνον και τον αδερφό του.

Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρα των αδερφών Μπέικερ, με την οποία διασκευάζουν την έξυπνη μικρού μήκους «Bag Man» (2014), σκηνοθετημένη από τους ίδιους και διαθέσιμη στο YouTube.

Μια δομική ομοιότητα σε συνδυασμό με τη διαφορετική διάρκεια των δύο ταινιών κάνουν το ταπεινό πρωτότυπο πιο ενδιαφέρον από τη φιλόδοξη διασκευή του. Καθεμιά απ’ τις δύο ταινίες κρύβει μια διαφορετική ανατροπή στο τέλος της. Στο δεκαπεντάλεπτο «Bag Man» η αποκάλυψη είναι αποτελεσματική επειδή προηγουμένως ο χρόνος έχει αρκέσει ακριβώς ώστε να χτιστεί όσο χρειάζεται η περιέργεια του θεατή γύρω απ’ αυτή κι επειδή είναι απροσδόκητη σε σχέση με το υπόλοιπο ρεαλιστικό αφηγηματικό περιβάλλον, που διακρίνεται από πεζότητα, εσωστρέφεια και μελαγχολία.

Στη μεγάλου μήκους εκδοχή, η ανατροπή και πάλι προετοιμάζεται επαρκώς, αλλά δυστυχώς αποκαλύπτεται τόσο κοντά στο τέλος, όπου πλέον δε χρησιμεύει για τίποτε άλλο παρά να δημιουργήσει προσδοκίες για μια επόμενη ταινία, κάτι που καταφέρνει χάρη στις πληροφορίες τις οποίες παρέχει, αλλά και στο ευφάνταστο κάστινγκ ενός από τους πιο στιβαρούς ανερχόμενους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, τον οποίο δε θ’ αποκαλύψω εδώ.

Καταρχήν πρόβλημα βεβαίως με τη συγκεκριμένη τακτική δεν υπάρχει, αφού είναι πολύ συνηθισμένο τέτοιου είδους ιστορίες να τελειώνουν με το λεγόμενο cliffhanger: μια αποκάλυψη που αφήνει ερωτήματα για ν’ απαντηθούν σε μελλοντικές συνέχειες. Η ταινία όμως θα έπρεπε να έχει εκμεταλλευτεί την έκπληξή της νωρίτερα, μια και προηγουμένως δεν έχει φροντίσει να παράσχει τίποτε εξίσου συναρπαστικό.

Η άνευρη και προβλέψιμη πλοκή πλατειάζει, αδικώντας τις πολύ αφοσιωμένες ερμηνείες του καστ κι ειδικά του μικρού πρωταγωνιστή Τρούιτ, ο οποίος παίζει υπομονετικά, συγκρατημένα, αλλά θαρραλέα και μαχητικά μόλις απαιτηθεί.    Θα μπορούσε λοιπόν αυτή η ούτως ή άλλως σχετικά αναμενόμενη ανατροπή να πραγματοποιηθεί κάπου στη μέση της διάρκειας ώστε να ενισχύσει την ένταση και το θέαμα της πλοκής, ενώ στο τέλος θα μπορούσε να συμβαίνει μια μεγαλύτερης κλίμακας έκπληξη που να προετοιμάζει τις όποιες συνέχειες.

Όμως αυτές πιθανότατα δε θα τις δούμε ποτέ, αφού η ταινία υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές αποτυχίες της φετινής χρονιάς, με προϋπολογισμό 30 εκατομμυρίων δολαρίων και παγκόσμιες εισπράξεις που μετά από έναν μήνα προβολών δεν έχουν ξεπεράσει ούτε τα 10 εκατομμύρια.

 

 

BEL CANTO

Σκην.: Πωλ Γουάιτς

Πρωτ.: Τζουλιάν Μουρ, Κεν Γουατανάμπε, Κρίστοφερ Λαμπέρ, Σεμπάστιαν Κοχ

Ένας ιάπωνας επιχειρηματίας ταξιδεύει σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής για να παρακολουθήσει την αγαπημένη του τραγουδίστρια όπερας σε μια δεξίωση που παραθέτει προς τιμήν του ο αντιπρόεδρος της χώρας. Η βραδιά διακόπτεται βίαια, όταν ένοπλοι αντάρτες εισβάλλουν στο κτήριο και κρατούν ομήρους όλους τους καλεσμένους.

Κοινωνικό/ αισθηματικό δράμα βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της 55χρονης αμερικανίδας συγγραφέα Αν Πάτσετ, που εκδόθηκε το 2001. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην ιαπωνική πρεσβεία του Περού στη Λίμα το 1996, αλλά τα γεγονότα της είναι φανταστικά.   Η ταινία ευτυχώς αποφεύγει τη στερεότυπα αρνητική σκιαγράφηση των ανταρτών, προσδίδοντας διαστάσεις και ποικιλία στους χαρακτήρες τους. Όμως επειδή τα γεγονότα δεν τοποθετούνται σ’ ένα πιο συγκεκριμένο γεωγραφικό και πολιτικό πλαίσιο, το σενάριο υπονομεύει αν δε χάνει εντελώς το πολιτικό του υπόβαθρο, που σε μια τέτοια ιστορία θα του ήταν πολύτιμο. Επιπλέον, το εξαίσιο καστ χαραμίζεται σε σκηνές μονταρισμένες μηχανικά μεταξύ τους, με διακυβεύματα που μένουν αναξιοποίητα και με την ένταση να ξεσπάει καθυστερημένα και βιαστικά στο τέλος, σε μια από τις πιο ‘άψυχες’ ταινίες που είδαμε πρόσφατα.