Παρότι οι συνθήκες παρακολούθησης που προσφέρουν δεν συγκρίνονται μ’ εκείνες της αίθουσας, οι διαδικτυακές κινηματογραφικές πλατφόρμες έχουν εδραιωθεί πλέον ως η εναλλακτική πηγή προβολής ταινιών.
Η σημασία τους πηγάζει όχι μόνο από το ότι επιτρέπουν στους θεατές να ξαναδούν παλιότερους τίτλους, αλλά κυρίως από το ότι στεγάζουν καινούριους, που είτε τα στούντιο αποφασίζουν να διαθέσουν αποκλειστικά σ’ αυτές, είτε δυσκολεύονται να βρουν τον χώρο που τους αξίζει στο κύκλωμα διανομής και στις αίθουσες.
Σε κάθε περίπτωση, η στήλη στο εξής θα φιλοξενεί ταινίες εξίσου από τις αίθουσες και από τις πλατφόρμες, αναγνωρίζοντας τη διεύρυνση του πεδίου της κινηματογραφικής προβολής στην ψηφιακή εποχή και πολλαπλασιάζοντας τις επιλογές των θεατών.
THE SOUVENIR
Σκην.: Τζοάνα Χογκ
Πρωτ.: Όνορ Σουίντον Μπερν, Τομ Μπερκ, Τίλντα Σουίντον
Στη Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του 1980, μια φοιτήτρια κινηματογράφου υπομένει τις δυσκολίες της σχέσης της μ’ έναν ηρωινομανή υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών.
Αισθηματικο-κοινωνικό δράμα, που αποτελεί μία από τις πιο διακεκριμένες ταινίες του 2019.
Η Χογκ διαθέτει μια από τις πιο ιδιαίτερες ματιές στον σημερινό βρετανικό κινηματογράφο- ανάλογη μ’ εκείνη της αμερικανίδας συναδέλφου της Κέλι Ράιχαρτ, στην οποία αναφερθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα: μετρημένη διάρθρωση σκηνών, χαμηλοί τόνοι, χωρίς ανώφελες εξάρσεις.
Εδώ φτιάχνει ένα ημι-αυτοβιογραφικό δράμα, εμπνευσμένο από τον πίνακα που ο γάλλος Ζαν- Ονορέ Φραγκονάρ ολοκλήρωσε το 1778 κι απεικονίζει μια κοπέλα με το όνομα Ζουλί να σκαλίζει στον κορμό ενός δέντρου το αρχικό γράμμα του αγαπημένου της.
Η ταινία δανείζεται από τον πίνακα τον τίτλο, το όνομα της ηρωίδας και τη συναισθηματική της κατάσταση, την οποία ερμηνεύουν διαφορετικά η Τζούλι κι ο Άντονι παρατηρώντας το έργο, που επίσης εμφανίζεται στην ταινία. Μέχρι κι η ηθοποιός έχει παρόμοιο όνομα με τον ζωγράφο (Όνορ/ Ονορέ).
Η διαφωνία του ζευγαριού για τον πίνακα είναι μόνο μία από τις πολλές εκφράσεις των διαφορετικών χαρακτήρων τους και της αυταπάτης που ζει η Τζούλι, ότι αυτή μπορεί να είναι μια βιώσιμη σχέση.
Η αυταπάτη όμως είναι αυτοσκοπός για την πλοκή, επειδή δεν πρόκειται για ρομαντικό δράμα, αλλά ιστορία ωριμότητας, η επίτευξη της οποίας προϋποθέτει ακριβώς το τραυματικό βίωμα και το οριστικό γκρέμισμα της αυταπάτης.
Όλ’ αυτά βεβαίως ούτε καινούρια είναι, ούτε πρωτότυπα. Το σημαντικό είναι ότι εδώ αποδίδονται με σπάνια αφηγηματική λιτότητα, χαρακτηρολογική αξιοπρέπεια, σκηνοθετικό μέτρο και παστέλ φωτογραφία που ανασυστήνει πειστικά τα ’80s, μοιάζοντας ταυτόχρονα να δεσμεύεται και να αποστασιοποιείται, ακολουθώντας την ταλάντωση της ηρωίδας.
Οι ερμηνείες όλων είναι αναλόγως ισορροπημένες, με τη Μπερν ν’ αποδίδει μια εύθραυστη, επιρρεπή, αλλά συνειδητοποιημένη Τζούλι.
Τον Μπερκ να συνθέτει αληθοφανώς το σωματικό και ψυχικό βασανιστήριο του εξαρτημένου. Και τη Σουίντον να ‘εξαφανίζεται’ με θαυμαστή άνεση γι’ ακόμα μια φορά στον ρόλο της απαιτητικής, αλλά υποστηρικτικής μητέρας.
Η ταινία είναι διαθέσιμη στο Netflix, ενώ η συνέχειά της, «The Souvenir Part II», έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές στις φετινές Κάννες κι αναμένεται στις αίθουσες το 2022. Στην πλατφόρμα Mubi βρίσκονται επίσης διαθέσιμες οι πολύ καλές παλιότερες ταινίες της σκηνοθέτριας, «Unrelated» (2007) και «Exhibition» (2013).
IRVING PARK
Σκην.: Παναγιώτης Ευαγγελίδης
Στο σημερινό Σικάγο, τέσσερις ομοφυλόφιλοι μεσήλικοι άντρες συζούν υπό τη σαδομαζοχιστική συνθήκη αφέντη και σκλάβου. Η διαβίωσή τους στο ίδιο σπίτι διαμορφώνει μια ιδιότυπη οικογένεια, βασισμένη στην επιθυμία, την επιλογή και την άνευ όρων παράδοση του εαυτού.
Πρόκειται για το πιο πρόσφατο ντοκιμαντέρ ενός από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του είδους στην Ελλάδα και διεθνώς. Να θυμίσουμε, ότι ο Ευαγγελίδης είναι διακεκριμένος όχι μόνο ως ντοκιμαντερίστας, αλλά ως σεναριογράφος των ταινιών του Πάνου Κούτρα (μεταξύ των οποίων τα «Στρέλλα», 2009 και «Xenia», 2014) κι ως μεταφραστής κυρίως ιαπωνικής λογοτεχνίας. Κάθε φορά που βλέπω μια καινούρια δουλειά του Ευαγγελίδη, εκπλήσσομαι εκ νέου από την απροκατάληπτη αμεσότητα και την εντυπωσιακή διεισδυτικότητα με την οποία προσεγγίζει τα θέματά του.
Όπως συνηθίζει, καταπιάνεται ξανά με συμπεριφορές έξω από το φάσμα εκείνων που γίνονται κοινώς αντιληπτές ως κυρίαρχες (‘φυσιολογικές’, ‘συνηθισμένες’, ‘κανονικές’) και καταφέρνει να τις αποδώσει σαν τις πιο κοινές και συμβατικές, αποφεύγοντας τις παγίδες της μικροαστικής, ηδονοβλεπτικής οπτικής του αξιοπερίεργου.
Ο σκηνοθέτης κινείται μέσα στο σπίτι με πρόσβαση κι οικειότητα σαν άλλο μέλος της οικογένειας, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των ατόμων που καταγράφει, αποτυπώνοντάς τα σε πολλές διαφορετικές στιγμές και συμπεριφορές, οι οποίες επιτρέπουν στον θεατή να τους γνωρίσει ως προσωπικότητες, καθώς παράλληλα τον μυούν πραγματιστικά και χωρίς ίχνος ‘σεξουαλικού εξωτισμού’ στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου τρόπου ζωής.
Ο σκηνοθέτης τούς αντιμετωπίζει με μια φαινομενικά παράδοξη φυσιολογικότητα- φαινομενικά παράδοξη εξαιτίας των κοινωνικών στερεοτύπων μέσα από την οποία τη φιλτράρουμε αυτομάτως. Η προσέγγιση όμως αυτή μόνο παράδοξη δεν είναι για τον Ευαγγελίδη, που με τη βαθιά ευαισθησία, την κατανόηση και τον ανθρωπισμό του, καταφέρνει ακριβώς να διευρύνει το φάσμα της φυσιολογικότητας, ως μιας συναρπαστικά ανεξάντλητης ποικιλίας εκφάνσεων της ανθρώπινης φύσης. Η ταινία είναι διαθέσιμη στο Cinobo, όπως και το επίσης σπουδαίο «Λάμπουν στο σκοτάδι» («They Glow in the Dark», 2013).