GEMINI MAN

Μεγάλος   σταρ,   σπουδαίος      σκηνοθέτης, μέτρια ταινία.

GEMINI MAN

Σκην.: Ανγκ Λι

Πρωτ.: Γουίλ Σμιθ, Μαίρη Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Κλάιβ Όουεν, Μπένεντικτ Γουόνγκ

Ο Χένρι Μπρόγκαν είναι ο καλύτερος εκτελεστής στον κόσμο κι ο οποίος μετά το τελευταίο του “χτύπημα” αποφασίζει ν’ αποσυρθεί. Οι εργοδότες του όμως δε σκοπεύουν να τον αφήσουν και στέλνουν τον κατά τριάντα χρόνια νεότερο κλώνο του να τον σκοτώσει.

Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας που συνεχίζει τον πειραματισμό του σκηνοθέτη με την τεχνολογία, καθώς χρησιμοποιεί δύο πρωτοπόρες κινηματογραφικές τεχνικές, μία φωτογραφική και μία σκηνοθετική. Η πρώτη αφορά την ταχύτητα γυρίσματος.

Ενώ η συμβατική ταχύτητα γυρίσματος των ταινιών φτάνει τα 24 καρέ το δευτερόλεπτο, εδώ ο Λι την εκτινάσσει στα 120 καρέ ανά δευτερόλεπτο και μάλιστα σε τρισδιάστατη 4Κ ανάλυση. Πρόκειται για μια τεχνική που ξεκίνησε να εφαρμόζει από την προηγούμενη ταινία του, το «Μια απίθανη διαδρομή στη ζωή του Billy Lynn» («Billy Lynn’s Long Halftime Walk», 2016).

Για να δώσουμε ένα μέτρο της πρωτοποριακότητας του εγχειρήματος, ο Λι δεν είναι ο πρώτος που δοκιμάζει ν”αυξήσει την ταχύτητα της λήψης, αφού προηγήθηκε ο Πίτερ Τζάκσον στην τριλογία του «Χόμπιτ» («The Hobbit», 2012, 2013, 2014), ο οποίος την έφτασε μέχρι τα 48 καρέ.

Το αμελητέο πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ταχύτητας λήψης είναι η πρωτοφανής ευκρίνεια που προσφέρει η εξαντλητική λεπτομέρεια στην ανάλυση της εικόνας, αλλά το ενοχλητικό μειονέκτημα είναι η αλλόκοτη αίσθηση που προκύπτει, σαν η ταινία να είναι γυρισμένη από βιντεοκάμερα.

Σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως η συντριπτική πλειοψηφία των κινηματογραφικών αιθουσών του πλανήτη δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για να προβάλει την ταινία με τις ακριβείς προδιαγραφές που γυρίστηκε, οπότε τα παραπάνω δε θα γίνουν εντελώς αντιληπτά στην πλειοψηφία των θεατών (μεταξύ των οποίων, και του Ηρακλείου).

Η δεύτερη είναι το λεγόμενο ‘de-aging” (“αφηλικίωση”), το να παρουσιαστεί δηλαδή ένας ηθοποιός σε νεότερη ή μεγαλύτερη ηλικία με τη βοήθεια της ψηφιακής απεικόνισης. Πρόκειται για μια τεχνική που πρωτοείδαμε στο «X-Men: η τελική αναμέτρηση» («X-Men: the Last Stand», Μπρετ Ράτνερ, 2006) και σε αρκετές ταινίες έκτοτε, ενώ ήταν επίσης θεμελιώδης για την υλοποίηση του «Ιρλανδού» («The Irishman», Μάρτιν Σκορσέζε), που θα δούμε τον επόμενο μήνα. Εδώ χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί η εμφάνιση του νεότερου κλώνου του Μπρόγκαν, τον οποίο υποδύεται επίσης ο Σμιθ, με το πρόσωπό του αναδημιουργημένο στον υπολογιστή.

Εκτός από τα τεχνολογικά της θέλγητρα, η ταινία διαθέτει και μια φιλοσοφική πλευρά ως αλληγορία για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με την ηλικία και το παρελθόν του, ενσαρκώνοντας αυτό που συχνά αισθάνεται κανείς για προηγούμενες φάσης της ζωής του, ότι μοιάζουν σαν να τις έζησε κάποιος άλλος.

Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω δεν αρκούν ώστε ν’ αποζημιώσουν για την αδιάφορη πλοκή και τις δεξιοτεχνικά στημένες αλλά τελικά συνηθισμένες σκηνές δράσης. Ο Σμιθ είναι όπως πάντα στιβαρός κι επιβλητικός, αλλά η Γουίνστεντ δεν είναι αντάξιά του σε γοητεία ή δυναμισμό, ενώ ο Όουεν είναι ένας στερεοτυπικός κακός.

Η εξεζητημένη αλλά πρόσφορη κεντρική ιδέα του σεναρίου αξιοποιείται προβλέψιμα και το ψηφιακό πρόσωπο του κλώνου είναι οριακά πιστευτό, σε κάποια πλάνα λιγότερο απ’ ό,τι σε άλλα. Συνολικά, ακόμα κι αν υποθετικά μπορέσει κανείς να εντοπίσει θεματικές ομοιότητες με την υπόλοιπη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι, ακριβώς λόγω του σημαντικού δημιουργού της θα περίμενε κανείς να διαθέτει μια ιδιόμορφη αισθητική ταυτότητα, την οποία όμως στερείται, παραμένοντας μια κοινότοπη κι “άχρωμη” ταινία δράσης που θα μπορούσε να έχει φτιάξει οποιοσδήποτε.