JURASSIC WORLD: ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Ένας απογοητευτικός επίλογος.

JURASSIC WORLD: ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

JURASSIC WORLD: DOMINION

Σκην.: Κόλιν Τρέβορο

Πρωτ.: Κρις Πρατ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Σαμ Νιλ, Λώρα Ντερν, Τζεφ Γκόλντμπλουμ

Έπειτα από την απόδρασή τους από τη Νήσο Νούμπλαρ, οι δεινόσαυροι πλέον συνυπάρχουν με τους ανθρώπους πάνω στη Γη. Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη μια έφηβη πρέπει να σωθεί από τα χέρια μιας μοχθηρής εταιρείας βιολογίας, η οποία προσπαθεί να ελέγξει την αλυσίδα τροφίμων του πλανήτη χρησιμοποιώντας μεταλλαγμένες ακρίδες, που καταστρέφουν στοχευμένα καλλιέργειες.

Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, η οποία ολοκληρώνει μια εξαλογία εμπνευσμένη από τα μυθιστορήματα του αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Κράιτον, και που περιλαμβάνει επίσης τα «Jurassic Park» (Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1993), «Jurassic Park: ο χαμένος κόσμος» («The Lost World: Jurassic Park», Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1997), «Jurassic Park III» (Τζο Τζόνστον, 2001), «Jurassic World» (Κόλιν Τρέβορο, 2015) και «Jurassic World: το βασίλειο έπεσε» («Jurassic World: Fallen Kingdom», Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα, 2018).

Μια κινηματογραφική σειρά που ξεκίνησε πριν από τριάντα χρόνια στα χέρια του οραματιστή μαέστρου Σπίλμπεργκ χρησιμοποιώντας πρωτοποριακά για την εποχή ψηφιακά εφέ, η αληθοφάνεια των οποίων διατηρείται αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Από την τρίτη ταινία κι έπειτα όμως πέρασε στα χέρια διεκπεραιωτών σκηνοθετών που δεν είχαν τίποτα καινούριο να προσθέσουν, θεματικά, τεχνικά ή αισθητικά, ικανοποιώντας απλώς την ανάγκη του στούντιο για περισσότερα χρήματα. Τη νέα τριλογία ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Κόλιν Τρέβορο, που την ξεκίνησε διασκεδαστικά το 2015, παραδίδοντας προσωρινά στον Μπαγιόνα το 2018, αλλά εδώ δυστυχώς αδυνατεί να προσφέρει έναν ικανοποιητικό επίλογο.

Για να γίνει κατανοητό το πόσο άστοχος κι ασυνάρτητος είναι ο τρόπος με τον οποίο η ταινία κλείνει τη δεύτερη φάση της σειράς (είναι μάλλον απίθανο ότι η Universal θα σταματήσει εδώ να εκμεταλλεύεται μια σειρά εισπράξεων δισεκατομμυρίων δολαρίων), το τελευταίο ημίωρο του «Χαμένου κόσμου» του Σπίλμπεργκ είναι συναρπαστικότερο απ’ ό,τι ολόκληρη η φετινή ταινία.

Φέρνω το συγκεκριμένο απόσπασμα ως παράδειγμα, επειδή πραγματεύεται την ίδια ιδέα, με τους δεινόσαυρους δηλαδή να ξεφεύγουν από την αιχμαλωσία και να εισβάλλουν στον ανθρώπινο κόσμο.  Μια θεμελιώδη συνθήκη της τελευταίας ταινίας, την οποία το σενάριο ‘ξεπετάει’ με ένα σύντομο εισαγωγικό μοντάζ, λες και πρόκειται για λεπτομέρεια, τη στιγμή που αποτελεί την πιο περίπλοκη κι αφηγηματικά πρόσφορη συνθήκη που έχει ν’ αξιοποιήσει.

Αντ’ αυτής, επιλέγει να δημιουργήσει δύο υπο-πλοκές, μία για ένα κλωνοποιημένο κορίτσι και μία για μεταλλαγμένες ακρίδες, κρατώντας σχεδόν διακοσμητικά τους δεινοσαύρους στο φόντο για να παράσχουν τις απαραίτητες σκηνές δράσης.

Ο Τρέβορο, που έχει επίσης γράψει το σενάριο μαζί με την Έμιλι Καρμάικλ, μοιάζει να προσπαθεί να συγκολλήσει ένα συνονθύλευμα από δυο-τρεις άσχετες μεταξύ τους ταινίες, στο τέλος των οποίων κοτσάρει κι ένα επιμύθιο για τον σεβασμό στο περιβάλλον και τη συνύπαρξη με τα ζώα, τη στιγμή που καθόλη την προηγούμενη διάρκεια αυτή ακριβώς η συνύπαρξη τον έχει απασχολήσει μόνο φευγαλέα και προσχηματικά.

Το ακόμα χειρότερο είναι ότι όλα αυτά αποδίδονται με σκηνοθεσία πρόχειρη στη χειρότερη και διεκπεραιωτική στην καλύτερη περίπτωση. Ακόμα κι οι στάσεις ή οι χειρονομίες του καστ συχνά μοιάζουν μέχρι κι αμήχανες, ενώ η γενικότερη έλλειψη έμπνευσης κορυφώνεται στην παραλλαγή μιας από τις μνημειωδέστερες σκηνές της πρώτης ταινίας ως φόρος τιμής στις κινηματογραφικές ρίζες της σειράς και διαγραφή ενός πλήρους κύκλου της, καθώς το συγκεντρωμένο καστ των δύο τριλογιών αντιμετωπίζει έναν Γιγανοτόσαυρο γύρω από ένα αυτοκίνητο.

Ένα ζώο που ωστόσο το σενάριο ξεφουρνίζει εντελώς ξαφνικά, μόνο και μόνο από την υποχρέωση που αισθάνεται να παρουσιάζει ένα καινούριο, συνεχώς μεγαλύτερο είδος δεινοσαύρου σε κάθε καινούρια ταινία, και που εδώ θα ήταν αποτελεσματικότερη ως σεναριακή έκπληξη αν ήταν υπομονετικότερα προετοιμασμένη. Αντιθέτως, το όραμα, η μεθοδικότητα κι η ατμόσφαιρα του Σπίλμπεργκ μετατρέπονται εδώ σ’ ένα βιαστικό αναμάσημα, χωρίς ίχνος από την αγωνία και τη δεξιοτεχνία του πρωτότυπου.