Ένα από τα καλύτερα blockbuster όλων των εποχών.
TOP GUN: MAVERICK
Σκην.: Τζόζεφ Κοζίνσκι.
Πρωτ.: Τομ Κρουζ, Τζένιφερ Κόνελι, Μάιλς Τέλερ, Τζον Χαμ, Βαλ Κίλμερ.
Ο βετεράνος πιλότος του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ, καλείται να επιστρέψει στη σχολή εκπαίδευσης Top Gun και να προετοιμάσει τους καλύτερους νέους πιλότους για μια φαινομενικά αδύνατη αποστολή.
Ταινία δράσης που συνεχίζει το «Top Gun» (Τόνι Σκοτ, 1986), το οποίο απογείωσε τότε την καριέρα του Κρουζ, εδραιώνοντάς τον ως έναν από τους μεγαλύτερους σταρ του πλανήτη.
Τριάντα έξι χρόνια μετά, η φετινή ταινία έρχεται να επισφραγίσει αυτόν τον τίτλο με τον πιο εμφατικό τρόπο, προσφέροντας ένα κατεξοχήν κινηματογραφικό θέαμα, τόσο λόγω των μεθόδων με τις οποίες γυρίστηκε, όσο των συνθηκών που απαιτούνται για να βιωθεί στην πλήρη αισθητική δυναμική του.
Και για να είμαι ξεκάθαρος πριν συνεχίσω το εγκώμιο, ο Κρουζ θεωρείται μια ύποπτη περίπτωση ανθρώπου, με μια μυστηριώδη προσωπική ζωή ερμητικά αποκλεισμένη από τη δημοσιότητα, και με τα ελάχιστα σημεία της που έχουν προλάβει να φωτιστούν να παραμένουν προβληματικά.
Η αφοσίωσή του στη Σαϊεντολογία, το αλλοπρόσαλλο ξέσπασμα χαράς για τον έρωτά του με την Κέιτι Χολμς στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρεϊ το 2005, η δημόσια επίθεσή του στην ψυχιατρική, η απόκρυψη της φημολογούμενης ομοφυλοφιλίας του, το διαζύγιο από τη Χολμς κι η φημολογούμενα απόμακρη έκτοτε σχέση του μαζί της και με την κόρη τους, όλα μαρτυρούν έναν άνθρωπο για τον οποίο μελλοντικά δεν αποκλείεται να μάθουμε στοιχεία που θα μας εκπλήξουν αρνητικά σε σχέση με την ακούραστα χαμογελαστή επαγγελματική του εικόνα.
Κρατώντας τα παραπάνω στο πίσω μέρος του μυαλού του, δεν είναι δύσκολο ν’ αναγνωρίσει κανείς στον Κρουζ ότι αποτελεί σήμερα ίσως τον μεγαλύτερο σταρ της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Όχι αναγκαστικά επειδή οι ταινίες του είναι οι πιο προσοδοφόρες (που δεν είναι), αλλά επειδή αποτελεί την πιο ισχυρή κινητήρια δύναμη των ταινιών του, υπεύθυνος όχι απλώς για την ερμηνεία του ως ηθοποιού, αλλά για όλα τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας από το εναρκτήριο όραμα μέχρι τις μεθόδους υλοποίησής του.
Ακολουθώντας τη μέθοδο γυρίσματος του πρώτου «Top Gun», όντας πιλότος ο ίδιος (στην τελευταία σκηνή της φετινής ταινίας πηγαίνει βόλτα τη Τζένιφερ Κόνελι με το προσωπικό του P- 51 Mustang) κι έχοντας μέσα στα χρόνια ταυτιστεί με το φυσικό/ πρακτικό γύρισμα των σκηνών δράσης που εκτελεί ο ίδιος, κυρίως στη σειρά των «Επικίνδυνων αποστολών», ο Κρουζ δεν επέμεινε απλώς οι σκηνές των πτήσεων και των αερομαχιών να γυριστούν σε πραγματικές συνθήκες, αλλά σχεδίασε ο ίδιος ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης, ώστε τα υπόλοιπα μέλη του καστ να εξοικειωθούν με τις πιέσεις που ασκούνται στο σώμα στη διάρκεια των πτήσεων.
Συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, όλοι τους πέρασαν επίσης από τα ανάλογα στάδια της επίσημης εκπαίδευσης του Αμερικανικού Ναυτικού προκειμένου να μπορέσουν ν’ αντέξουν την πίεση στα Boeing F/A 18 Super Hornet ως συνεπιβάτες των αληθινών πιλότων που τα χειρίζονται στην πραγματικότητα, αλλά και να χειριστούν τις κάμερες που εγκαταστάθηκαν μέσα στα αεροπλάνα για να εξασφαλίσουν τα εντυπωσιακά πλάνα των πτήσεων.
Μπαίνοντας σιγά- σιγά στην ουσία της υπόθεσης, στις περιπτώσεις τέτοιων σίκουελ που γυρίζονται με μεγάλη χρονική απόσταση από το πρωτότυπο, πρέπει κανείς ν’ αναρωτηθεί αν εξαρχής υπήρχε ανάγκη για μια συνέχεια. Στην προκειμένη περίπτωση είναι φαινομενικά όχι. Η πρώτη ταινία έκλεινε με την τιμή, τον έρωτα και τις επαγγελματικές προοπτικές του Μάβερικ αποκατεστημένα, και την ενοχή του για τον θάνατο του Γκους εξιλεωμένη, καθώς τον βλέπαμε να πετάει τις ταυτότητες του συνεπιβάτη του στη θάλασσα.
Η φετινή πλοκή όμως βρίσκει έναν έξυπνο και στιβαρό τρόπο να διατηρήσει το τραύμα ζωντανό, μέσα από την ύπαρξη του γιου του Γκους, τον οποίο είχαμε δει ως μικρό παιδί στην πρώτη ταινία. Εδώ τον υποδύεται ο Μάιλς Τέλερ με μακιγιάζ που ενισχύει τη φυσιογνωμική του ομοιότητα με τον Άντονι Έντουαρντς και όλο τον επηρμένο δυναμισμό που απαιτεί ο ρόλος. Επίσης, ο έρωτας της πρώτης ταινίας έχει σβήσει κι αντικαθίσταται από την Πένι Μπέντζαμιν, που αναφέρεται μόλις φευγαλέα στις πρώτες σκηνές του πρώτου φιλμ ως μια από τις κατακτήσεις του Μάβερικ. Επιπλέον, ο ήρωας πρέπει ν’ αντιμετωπίσει το αδάμαστο πέρασμα του χρόνου και να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του, καθώς ο κόσμος της ακμής του καταρρέει γύρω του. Η συμφιλίωση με το παρελθόν κι ο νέος έρωτας θα τον βοηθήσουν να εισέλθει στην ωριμότερη περίοδο της ζωής του.
Αφηγηματικά λοιπόν η νέα ταινία λειτουργεί ως μια πράξη περαιτέρω εξιλέωσης κι αυτο-επιβεβαίωσης για τον Μάβερικ, και μαζί του για τον ανθρώπινο παράγοντα μπροστά στον σαρωτικό τεχνολογικό αυτοματισμό. Για το ένστικτο μπροστά στη υπερ-ανάλυση, για το βίωμα έναντι της θεωρίας. Είναι επίσης μια ταινία για τη σημασία του να μεγαλώνει κανείς και να καταφέρνει να βρίσκει τη θέση του μέσα σ’ έναν κόσμο που όσο περνούν τα χρόνια μοιάζει και πιο ξένος.
Κι αν πέρα από τον ηλικιακό παράγοντα, τα υπόλοιπα έχουν ήδη ειπωθεί στην πρώτη ταινία, αυτό που τα διατηρεί ενδιαφέροντα είναι ο τρόπος που λέγονται, δηλαδή το θέαμα που τα περιβάλλει και μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται. Οι Sony Venice IMAX κάμερες που τοποθέτησε ο διευθυντής φωτογραφίας Κλαούντιο Μιράντα μέσα στα αεροπλάνα εξασφαλίζουν τα ευρύτερα δυνατά κάδρα με πεντακάθαρη αντίληψη της θέσης και της κίνησης των πιλότων της πλοκής, ενώ το μοντάζ του Έντι Χάμιλτον αφήνει στα πλάνα αρκετό χρόνο για να τοποθετήσουν τον θεατή μέσα στα πιλοτήρια και να μεταφέρουν τη σχέση τους με το εξωτερικό περιβάλλον, χωρίς να παραβλέπει την ένταση των αερομαχιών.
Το αποτέλεσμα είναι μια εξυψωτική κινηματογραφική εμπειρία, μια αποθέωση των δυνατοτήτων του κινηματογραφικού μέσου και μια ιστορία επιστροφής, επιβεβαίωσης, αισιοδοξίας και μαχητικότητας, που καταφέρνει να είναι εύστοχα νοσταλγική κι αξιοπρεπώς συγκινητική.
ΤΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ
THE OUTFIT
Σκην.: Γκρέιαμ Μουρ.
Πρωτ.: Μαρκ Ράιλανς, Ζόι Ντόιτς, Τζόνι Φλιν, Ντίλαν Ο Μπράιεν.
Στο Σικάγο της δεκαετίας του 1950 ένας λονδρέζος ράφτης προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να γλιτώσει από το ενδο-συμμοριακό μπέρδεμα των μαφιόζων πελατών του.
Δράμα εγκλήματος που σκηνοθετείται στιβαρά από τον Μουρ και προσφέρει πολύ καλές ερμηνείες απ’ όλο το καστ. Επικεφαλής βεβαίως ο ιδιότυπα ‘χαμηλόφωνος’ Μαρκ Ράιλανς ως φαινομενικά πειθήνιος κι άκακος, αλλά βαθιά πονεμένος κι ιδιοφυής ράφτης, ενώ εξίσου συναρπαστικοί ο Ο Μπράιεν σε κόντρα ρόλο ως ευέξαπτος μαφιόζος, η Ντόιτς ως η μυστηριώδης βοηθός κι ο Φλιν, που πρόσφατα είδαμε φευγαλέα αναξιοποίητο ως Ίαν Φλέμινγκ στην «Επιχείρηση: Κιμάς», εδώ λάμπει ως ένας αδίστακτος παρανοϊκός γκάνγκστερ.
Με μια δόση από τη «Θηλιά» («Rope», Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1948), η ταινία πετυχαίνει σε πολλά σημεία της, στήνει μεθοδικά τις ανατροπές της, η εκπλήρωση των οποίων όμως βασίζεται ίσως σε υπερβολικά συμπτωματικές συνθήκες, μειώνοντας σ’ έναν βαθμό την αληθοφάνεια και την έκπληξη που προσπαθούν να δημιουργήσουν.
ΚΩΔΙΚΑΣ: ΕΚΔΙΚΗΣΗ
THE PROTΕGΕ
Σκην.: Μάρτιν Κάμπελ.
Πρωτ.: Μάγκι Κιού, Σάμιουελ Τζάκσον, Μάικλ Κίτον.
Ένας πληρωμένος εκτελεστής κι η νεότερη συνεργάτριά του αναζητούν έναν επιχειρηματία ως επόμενο στόχο τους.
Ταινία δράσης, η οποία αποτελεί τη δεύτερη συνεχόμενη ταινία του σκηνοθέτη Μάρτιν Κάμπελ, που κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά από το «Η μνήμη του δολοφόνου» («Memory») με τον Λίαμ Νίσον, το οποίο είδαμε πριν από δύο εβδομάδες.
Δυστυχώς κι εδώ συνεχίζουν να ισχύουν όσα λέγαμε και για την άλλη ταινία του σκηνοθέτη. Ένα αξιόπιστο καστ που χαραμίζεται σε μια ιστορία όχι μόνο χωρίς έμπνευση κι αγωνία, αλλά άνευρη κι ασυνάρτητη. Ακολουθούν spoiler.
Καταρχάς, μοιάζει εντελώς ακατανόητο το ότι στην πρώτη εκτέλεση της πλοκής αφήνουν τον γιο του θύματος ζωντανό, λες και δε θα έπρεπε να είναι η πιο λογική ανησυχία γι’ αυτούς μήπως εκείνος ζητήσει εκδίκηση. Έπειτα, αναφορικά με τον κεντρικό στόχο της πλοκής, το κίνητρο του Μούντι μετά από τόσα χρόνια και γιατί ακριβώς μπαίνει σ’ όλη αυτή τη διαδικασία για τον συγκεκριμένο άνθρωπο προσδιορίζεται στην καλύτερη περίπτωση αόριστα.
Επιπλέον, η Άννα δεν αναρωτιέται ούτε στιγμή για τον σκοπό της αποστολής της, παρασέρνοντας τον θεατή στην άγνοια για το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής, όπου τη βλέπουμε να ταλαιπωρείται χωρίς να γίνεται σαφής η σημασία όσων εκτυλίσσονται. Τέλος, όταν τελικά τα πράγματα ξεκαθαρίζουν σε κάποιον βαθμό, προσωπικά ένιωσα σαν όλη η φασαρία να συμβαίνει είτε για το τίποτα, είτε με ανόητες σεναριακές προϋποθέσεις.
Τι νόημα είχε ο επιχειρηματίας να σκηνοθετήσει τον θάνατό του και μετά να συνεχίσει να ζει μια προβεβλημένη ζωή ως πανίσχυρος μεγιστάνας; Το μυστικό με τον γιο του γιατί είναι μυστικό; Τι θα πάθει δηλαδή αν αποκαλυφθεί η ύπαρξή του και γιατί ακριβώς τον κρύβει σ’ ένα ίδρυμα, ενώ θα μπορούσε να τον έχει στην έπαυλή του; Και καλά, ο Μούντι ας πιστέψουμε ότι μετά από τόσα χρόνια μπαίνει στον κόπο να τον αναζητήσει για λόγους επαγγελματικής ‘συνέπειας’. Γιατί όμως νιώθει ότι πρέπει ν’ αυτοκτονήσει μαζί μ’ αυτόν; Από τις δύο πιθανότερες απαντήσεις, ούτε η ηθική κρίση, ούτε η ανίατη ασθένεια είναι επαρκώς αρθρωμένη από την πλοκή.