Ρόμπερντ Ρέντφορντ: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ

Κινηματογραφή

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ εγκαταλείπει την ηθοποιία εξηγώντας ότι η ζωή δεν είναι θέμα βιολογίας.

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ

THE OLD MAN AND THE GUN

Σκην.: Ντέιβιντ Λόουερι

Πρωτ.: Ρόμπερντ Ρέντφορντ, Σίσυ Σπέισεκ, Κέισι Άφλεκ, Ντάνι Γκλόβερ, Τομ Γουέιτς.

Ρόμπερντ Ρέντφορντ: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ
Στις Η.Π.Α. του 1981, ο Φόρεστ Τάκερ είναι ένας ηλικιωμένος ληστής τραπεζών που αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει το “επάγγελμά” του, όμως η γνωριμία του με την όμορφη Τζούελ θα τον κάνει να το ξανασκεφτεί.

Κομεντί εγκλήματος βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Τάκερ, όπως αποτυπώθηκε στο ομότιτλο άρθρο που δημοσίευσε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Γκραν στο περιοδικό New Yorker το 2003.

Ο 82χρονος Ρέντφορντ σίγουρα ξέρει ν’ αυτοσαρκάζεται. Επέλεξε ν’ αποχαιρετήσει, όπως δήλωσε, την ηθοποιία υποδυόμενος έναν άνθρωπο που αρνούταν ανυποχώρητα να εγκαταλείψει τη δουλειά του, αυτό που τον έκανε να νιώθει ζωντανός περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Αυτό είναι εξάλλου και το θέμα της ταινίας.

Αντλώντας απ’ αυτή την ακραία αλλά αληθινή περίπτωση, αναρωτιέται με γλυκόπικρο χιούμορ, σπιρτάδα κι ευαισθησία τι είναι αυτό που τροφοδοτεί καθέναν μας με θέληση για ζωή, πέρα από το κλισέ του έρωτα και τον εφησυχασμό του βιολογικού γήρατος.

 

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ

A STAR IS BORN

Σκην.: Μπράντλι Κούπερ

Πρωτ.: Μπράντλι Κούπερ, Lady Gaga, Σαμ Έλιοτ.

Μετά από μία ακόμα επιτυχημένη συναυλία, ο αστέρας της ροκ Τζάκσον Μέιν γνωρίζει συμπτωματικά την Άλι, μια εξαιρετικά ταλαντούχα τραγουδίστρια χωρίς την παραμικρή ελπίδα για καριέρα και την οποία αποφασίζει να βοηθήσει ν’ αναδειχτεί. Έτσι, καθώς μια καριέρα τελειώνει και μια άλλη αρχίζει, ένας μεγάλος έρωτας γεννιέται.

Αισθηματικό μιούζικαλ που αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του 43χρονου αμερικανού ηθοποιού Κούπερ. Πρόκειται επίσης για το τρίτο ριμέικ της πρωτότυπης ομώνυμης ταινίας του 1937 που είχε σκηνοθετήσει ο Γουίλιαμ Γουέλμαν με πρωταγωνιστές τη Τζάνετ Γκέινορ και τον Φρέντρικ Μαρτς, η οποία διασκευάστηκε επίσης το 1954 από τον Τζωρτζ Κιούκορ με τη Τζούντι Γκάρλαντ και τον Τζέιμς Μέισον, αλλά και το 1976 από τον Φρανκ Πίρσον με τη Μπάρμπρα Στράιζαντ και τον Κρις Κριστόφερσον.

Οι δύο πρώτες εκδοχές της ιστορίας τοποθετούνται στον χώρο του κινηματογράφου, ενώ οι δύο επόμενες στο μουσικό στερέωμα. Η ταινία του Γουέλμαν μοιάζει πλέον η πιο γερασμένη απ’ όλες, μ’ ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο που στερείται γοητείας, σκηνοθεσία χωρίς θέλγητρα κι ένα σενάριο που πλέον φαίνεται απλοϊκό.

Το ριμέικ του Κιούκορ είναι αυτό που προσωπικά αγαπώ περισσότερο, χάρη στο κλασικού τύπου χολιγουντιανό θέαμα που προσφέρει κι επειδή διαθέτει τους πιο χαρισματικούς πρωταγωνιστές που έχουν περάσει από τους συγκεκριμένους ρόλους, με μια Γκάρλαντ να λάμπει παρά τα προσωπικά της προβλήματα στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Ωστόσο, η εκδοχή του Κούπερ συγγενεύει περισσότερο μ’ εκείνη του Πίρσον: Εκτυλίσσονται κι οι δύο στη μουσική βιομηχανία κι ειδικά στο είδος της ροκ, κινηματογραφικά είναι περισσότερο αδρές, προσγειωμένες και ρητορικά περισσότερο φεμινιστικές από τις δύο πρώτες.

Τόσο ο Κούπερ όσο κι η Gaga παίζουν και τραγουδάνε αφοσιωμένοι στο υλικό τους, πλάθοντας τους χαρακτήρες τους χωρίς περιττές εξάρσεις, με υπομονή, σύνεση και φροντίδα. Σοβαρές εκπλήξεις δεν υπάρχουν για όσους ξέρουν την ιστορία από τις προηγούμενες διασκευές της, αλλά έστω κι αν η συνταγή είναι γνώριμη, η απόλαυση προκύπτει από τα υλικά που εξακολουθούν να παραμένουν πρώτης ποιότητας.

VENOM

Σκην.: Ρούμπεν Φλάισερ

Πρωτ.: Τομ Χάρντι, Μισέλ Γουίλιαμς, Ριζ Άχμεντ, Τζένι Σλέιτ

Ο δημοσιογράφος Έντι Μπροκ καταλαμβάνεται από ένα εξωγήινο παράσιτο που του προσφέρει υπερδυνάμεις και τον μεταμορφώνει στο τέρας Βένομ, το οποίο τον βοηθάει ν’ αντιμετωπίσει έναν πάμπλουτο αλλά μοχθηρό επιχειρηματία.

Περιπέτεια φαντασίας που αποτελεί πρώτη αυτόνομη κινηματογραφική μεταφορά του χαρακτήρα, ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα κόμικ του Spider-Man το 1984 και το 2007 υπήρξε ένας από τους τρεις κακούς στο «Spider-Man 3» (Σαμ Ράιμι), ενσαρκωμένος από τον Τόφερ Γκρέις. Το σχήμα της πλοκής μπορεί να είναι τετριμμένο και προβλέψιμο, αλλά τουλάχιστον οι σκηνές δράσης είναι χορταστικές και το τέρας επαρκώς απειλητικό, σαρωτικό, με επιβλητική φωνή και πολύ πιο εύστοχο χιούμορ απ’ ό,τι η ανθρώπινη πλευρά του ήρωα, με την οποία ο Χάρντι, προσωπικά τουλάχιστον, δεν μου φάνηκε ερμηνευτικά εξοικειωμένος στον ίδιο βαθμό με τους πιο αιχμηρούς ρόλους του.