ΑΣΠΡΟ ΠΑΤΟ DRUK

Μετά από ένα υποχρεωτικά μακρύ καλοκαιρινό διάλειμμα, η στήλη επανέρχεται από σήμερα με τα λίγα που καταφέραμε να δούμε τους προηγούμενους δύο μήνες. Τις επόμενες εβδομάδες θα συνεχίσουμε κυρίως με τίτλους που διατίθενται στις διαδικτυακές πλατφόρμες, μέχρι να επιστρέψουμε οριστικά στις αίθουσες στα μέσα του φθινοπώρου.

Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΕΛΑΔΑ

FIRST COW

Σκην.: Κέλι Ράιχαρτ

Πρωτ.: Τζον Μαγκάρο, Οράιον Λι, Τόμπι Τζόουνς

Στο Όρεγκον του 19ου αιώνα, ένας λευκός μάγειρας κι ένας κινέζος τυχοδιώκτης συνεργάζονται σ’ ένα πρωτόγνωρο εμπορικό εγχείρημα ζαχαροπλαστικής.

Δραματικό γουέστερν βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Ρέιμοντ «The Half Life», που εκδόθηκε το 2004. Το σενάριο έγραψε ο ίδιος μαζί με τη σκηνοθέτρια, όπως έχει κάνει σχεδόν σε όλες τις ταινίες της.

Η Ράιχαρτ διαθέτει ένα από τα πιο ιδιότυπα βλέμματα στον σημερινό αμερικανικό κινηματογράφο: λιτό, εταστικό, υποδόριο, στωικό και “χαμηλόφωνο’. Επίσης, γεωγραφικά εστιασμένο στη βορειοδυτική πολιτεία του Όρεγκον (άλλοτε του 19ου αιώνα κι άλλοτε της σημερινής εποχής), όπου εκτυλίσσεται η πλειοψηφία των ταινιών της.

Εδώ συνθέτει μια ιστορία καταβολών των σημερινών Η.Π.Α. Μια πολυ-πολιτισμική, “πρωτο-καπιταλιστική’ σάτιρα, όπου δύο άντρες διαφορετικής φυλετικής προέλευσης δε στήνουν απλώς μια επιχείρηση, αλλά εφευρίσκουν ένα προϊόν από το μηδέν και το εμπορεύονται σε μια αγορά αποτελούμενη από  Ιθαγενείς, Άγγλους, Σκοτσέζους, Ρώσους, Κινέζους, Λευκούς Αμερικανούς και Αφροαμερικανούς.

Η πλοκή πλαισιώνεται επίσης από μια εναρκτήρια σκηνή και την τελική που προετοιμάζει, οι οποίες επαυξάνουν το θέμα της και της προσδίδουν μια λεπτή χροιά μαύρου χιούμορ. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια ιστορία με θέμα μόνο την προέλευση του αμερικανικού καπιταλισμού, αλλά και τη σημασία της γης στην αποκάλυψη του παρελθόντος, στην ταυτότητα του ανθρώπου και στον αναπόδραστο υπαρξιακό του κύκλο.

 

ΑΣΠΡΟ ΠΑΤΟ

DRUK

Σκην.: Τόμας Βίντερμπεργκ.

Πρωτ.: Μαντς Μίκελσεν, Μάγκνους Μίλανγκ, Λαρς Ράντε, Τόμας Μπο Λάρσεν.

Ένας καθηγητής λυκείου μαζί με τους τρεις κολλητούς συναδέλφους του αποφασίζουν να δοκιμάσουν μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος λειτουργεί αποδοτικότερα όταν βρίσκεται στον οργανισμό του μια συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλ σε καθημερινή βάση. Αρχικά η θεωρία μοιάζει να επιβεβαιώνεται, αλλά σύντομα τα πράγματα παίρνουν δραματικότερη τροπή.

Μια από τις πιο πολυβραβευμένες ταινίες της χρονιάς, τιμημένη με Όσκαρ, BAFTA και Σεζάρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Μια ταινία που τιμά το πέρασμα του χρόνου, μέσα από τους συμβιβασμούς, τις αποτυχίες και τα αδιέξοδα της μέσης ηλικίας, τα οποία αντιπαραβάλλει με την ανεμελιά, την ελπίδα και τ’ ανεξάντλητα περιθώρια της εφηβείας.

Προς τιμήν της, η ταινία τηρεί μια ειλικρινή και θαρραλέα στάση, να παραδεχτεί ότι δε διαθέτει απάντηση ή γιατρικό για την κατάσταση που πραγματεύεται κι ότι το μόνο που απομένει είναι ν’ αποδεχτεί κανείς τη ζωή με όλα τα όμορφα και τα άσχημά της.

Ίσως γι’ αυτό μεταξύ άλλων, η επιλογή του σκηνοθέτη να κλείσει την ταινία με μια χορογραφία μού θύμισε την παρόμοια τακτική του Κακογιάννη στον «Αλέξη Ζορμπά» («Zorba the Greek», 1964): δομικά η σκηνή τοποθετείται στο καταληκτικό σημείο μιας κατά τ’ άλλα ανοιχτής πλοκής, το θέμα της είναι ο εορτασμός της ζωής, ενώ ακόμη και χορογραφικά, τα απλώματα των χεριών και τα ανοίγματα των ποδιών του Μίκελσεν μοιάζουν σαν ένα σύγχρονου ύφους “μετα- συρτάκι“.

BLACK WIDOW

Σκην.: Κέιτ Σόρτλαντ

Πρωτ.: Σκάρλετ Τζοχάνσον, Φλόρενς Πιού, Ντέιβιντ Χάρμπουρ, Ρέιτσελ Βάις, Ρέι Γουίνστον.

Η Νατάσα Ρόμανοφ ή αλλιώς Μαύρη Χήρα, μαζί με την αδερφή και τους γονείς της που είναι επίσης εκπαιδευμένοι δολοφόνοι, επιχειρούν να εξοντώσουν αυτόν που ευθύνεται για την καταστροφή των δικών τους ζωών, αλλά κι εκατοντάδων άλλων κοριτσιών ανά τον πλανήτη, τα οποία εκείνος απήγαγε από τις οικογένειές τους κι εκπαίδευσε ως δολοφόνους.

Περιπέτεια φαντασίας, η οποία αποτελεί την πρώτη ατομική εξόρμηση της ηρωίδας που δημιούργησαν το 1964 οι Σταν Λη, Ντον Ρίκο και Ντον Χεκ στα κόμικ της Marvel, και την οποία έχουμε ήδη δει σε εφτά ταινίες του Κινηματογραφικού Σύμπαντος της εταιρείας, πάντα ενσαρκωμένη από τη Τζοχάνσον.

Ιδανικό κάστινγκ και πλούσια δράση είναι τα σχεδόν αποκλειστικά θέλγητρα σ’ αυτή την κατά τ’ άλλα διεκπεραιωτικά σκηνοθετημένη προσθήκη στη σειρά υπερηρώων της Marvel. Παρότι πρέπει να ομολογήσω ότι τη φιλμογραφία της Σόρτλαντ δεν την έχω παρακολουθήσει, προσωπικά δε διέκρινα ίχνη που να διαφοροποιούν τουλάχιστον την ταινία από τον συρμό της εταιρείας- πόσο μάλλον ν’ αποτελούν προσωπική υπογραφή της δημιουργού. Ας ελπίσουμε ότι η Κλόι Ζάο θα έχει καταφέρει περισσότερα στους «Eternals» του Νοεμβρίου.

MONDAY

Σκην.: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος.

Πρωτ.: Σεμπάστιαν Σταν, Ντενίζ Γκαφ, Γιώργος Πυρπασόπουλος.

Ένας αμερικανός dj και μια τουρίστρια συμπατριώτισσά του ερωτεύονται στη διάρκεια ενός ελληνικού καλοκαιριού και μαζί θα διαγράψουν μια πορεία όψιμης ενηλικίωσης.

Μια αισθηματική κομεντί που ξέρει τι θέλει να κάνει, αλλά όχι ακριβώς πώς να το κάνει. Εξυπηρετεί την κεντρική ιδέα του σεναρίου στήνοντας την πλοκή πάνω στον σκελετό της ομολογουμένως ευρηματικής και λειτουργικής χρήσης των τίτλων κεφαλαίων, στα οποία τη χωρίζει. Από “κει και πέρα, η “γέμιση’ των ενδιάμεσων είναι σεναριακά πρόχειρη και λίγη, σκηνοθετικά επαναλαμβανόμενη και χωρίς έμπνευση, ερμηνευτικά απλοϊκή κι αμήχανη.

Η χρήση των τίτλων είναι αποτελεσματική λόγω του μεγέθους της γραμματοσειράς που τονίζει την επανάληψη, της επιλογής να χρησιμοποιηθεί η ίδια μέρα συνεχώς και βεβαίως της συγκεκριμένης μέρας που επιλέγεται. Κάθε εβδομάδα δηλαδή παρακολουθούμε τις περιπέτειες του ζευγαριού από την «Παρασκευή» και μετά, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η ζωή τους δεν αποτελεί παρά ένα παρατεταμένο γουίκεντ.

Ώσπου η μέρα του τίτλου αλλάζει σε «Δευτέρα»: στην πιο ξενέρωτη μέρα, την αρχή της εβδομάδας, που σηματοδοτεί την επιστροφή στη δουλειά μετά την ξεκούραση του σαββατοκύριακου. Για το ζευγάρι, σημαίνει την αναγκαστική προσγείωση στην ενήλικη πραγματικότητα και την ανάληψη των ευθυνών της γονικότητας. Μέχρι εκεί καλά. Απλό κι εύκολο.

Το ζήτημα είναι πώς φτάνει κανείς εκεί. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο πάντως έχει όλη την απαιτούμενη εμφανισιακή γοητεία, την ερμηνευτική δυναμική και τη μεταξύ τους χημεία, που δυστυχώς μένουν αναξιοποίητα σε επιφανειακά γραμμένους χαρακτήρες.

Μοιάζοντας να μην ξέρει τι άλλο να τους δώσει να κάνουν, η πλοκή επιλέγει το σεξ κάθε λίγο και λιγάκι. Στα ενδιάμεσα τούς τοποθετεί σε σκηνές γραμμένες απλοϊκά ή ημιτελώς (ίσως ακόμα και καθόλου, καθώς πολλές απ’ αυτές μοιάζουν σαν πρόχειροι αυτοσχεδιασμοί). Η σκηνή του πάρτι στο σπίτι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου εκτός των άλλων, χαραμίζονται ως κομπάρσοι μερικοί από τους πιο ταλαντούχους έλληνες ηθοποιούς της νεότερης γενιάς.

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ 3: Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΕΒΑΛΕ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ

THE CONJURING: THE DEVIL MADE ME DO IT

Σκην.: Μάικλ Τσέιβς.

Πρωτ.: Βέρα Φαρμίγκα, Πάτρικ Γουίλσον, Στέρλινγκ Τζέρινς.

Ο Εντ κι η Λορέιν Γουόρεν καλούνται να λύσουν ακόμα μία υπόθεση δαιμονισμού, αυτή τη φορά στο Κονέκτικατ των αρχών της δεκαετίας του 1980.

Ταινία τρόμου που αποτελεί την όγδοη προσθήκη στο αφηγηματικό σύμπαν που ξεκίνησε με το «Κάλεσμα» («The Conjuring», Τζέιμς Γουάν, 2013) και βασίζεται σε υπαρκτά περιστατικά υποτιθέμενων υπερφυσικών φαινομένων, που αντιμετώπισε και κατέγραψε το ζεύγος Γουόρεν. Αυτή είναι η δεύτερη ταινία της σειράς που σκηνοθετεί ο Τσέιβς, μετά την περυσινή απογοητευτική «Κατάρα της Γιορόνα» («The Curse of La Llorona»).

Αυτή που εγώ βρίσκω σοβαρότερη παράμετρο της πλοκής, είναι το ζήτημα που τίθεται στην προετοιμασία της δίκης, κατά την οποία οι Γουόρεν έρχονται αντιμέτωποι με το ερώτημα του τί θα γινόταν αν κάθε κατηγορούμενος επικαλούταν το υπερφυσικό για να δικαιολογήσει τις πράξεις του; Προβληματισμός που παραβλέπεται με όση ευκολία αξίζει ο ορθολογισμός του, για μια ταινία που αδιαφορεί ν’ απευθυνθεί στο κοινό της με περισσότερη αφηγηματική ευφυΐα και συνοχή απ’ ό,τι απαιτούν τα προ πολλού εξαντλημένα κλισέ του είδους.

Παρότι λοιπόν να φαίνεται αντιδεοντολογικό και ακούσια υποτιμητικό για ένα έργο που δεν παύει ν’ αποτελεί το αποτέλεσμα του κόπου και του χρόνου δεκάδων ανθρώπων, δεν ξέρω αν έχω να κάνω κάτι περισσότερο από το να παραφράσω τον εαυτό μου σ’ αυτά που είχα σημειώσει για την προηγούμενη προσθήκη το 2016:

“όσο επιδέξιος κι αν είναι ο Τσέιβς, όσο επιμελημένη κι αν φροντίζει να είναι η παραγωγή του, με την έξυπνη αξιοποίηση του χώρου, τις επιδεικτικά ευέλικτες κινήσεις τις κάμερας και την πεντακάθαρη ατμοσφαιρική φωτογραφία, το εγχείρημά του στερείται ακριβώς όλη των πρωτοτυπία, την ευρηματικότητα και την “ψυχή’ που θα συμπλήρωναν συναρπαστικά την τεχνική του αρτιότητα.

Πόρτες και πατώματα που τρίζουν, παιδιά που καταλαμβάνονται από δαίμονες και άλλα τέτοια χιλιο-ιδωμένα, σε μια πλοκή που ούτως ή άλλως δε βγάζει ιδιαίτερο νόημα και προοδεύει με τον πιο στερεότυπο τρόπο σε μια ασυνάρτητη κι απλοϊκή κατάληξη”.