ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ - DON’T WORRY DARLING

Πολλές ενδιαφέρουσες, αμφιλεγόμενες ταινίες, δύο εκ των οποίων γυρισμένες στην Ελλάδα.

ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

DON’T WORRY DARLING

Σκην.: Ολίβια Γουάιλντ

Πρωτ.: Φλόρενς Πιού, Χάρι Στάιλς, Ολίβια Γουάιλντ, Κρις Πάιν

Στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του 1950 ένα νεαρό ανδρόγυνο ζει μια φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή στην απομονωμένη πόλη που έχει δημιουργήσει ο ιδρυτής της εταιρείας, στην οποία εργάζεται ο σύζυγος.

Πίσω όμως από την άψογη βιτρίνα κρύβονται πολλά, άσχημα κι επικίνδυνα μυστικά, τα οποία βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των γυναικών που προσπαθούν να τ’ αποκαλύψουν.

Ψυχολογικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που παραπέμπει στις «Γυναίκες του Στέπφορντ» («The Stepford Wives», Μπράιαν Φορμπς, 1975 και Φρανκ Οζ, 2004).

Μια κριτική της πατριαρχίας, που κρύβει δεξιοτεχνικά τα μυστικά της πλοκής της κι ερμηνεύεται εξαιρετικά απ’ όλο το καστ με προεξάρχουσα τη σπουδαία Φλόρενς Πιού (ακόμα κι απ’ τον Στάιλς, που η σχετικά αδύναμη παρουσία του την περισσότερη ώρα αντανακλά τον αντιπερισπασμό τον οποίο ενσαρκώνει, κι αποδεικνύει τις ερμηνευτικές ικανότητές του στα έντονα ξεσπάσματα του χαρακτήρα του).

Μακάρι μόνο όταν αυτά τα μυστικά αποκαλύπτονται να υπήρχε χρόνος να απλωθούν και να εξηγηθούν σαφέστερα, καθώς και με σχεδιασμό παραγωγής λιγότερο πρόχειρο, αλλά εξίσου σχολαστικό όπως και στο υπόλοιπο μέρος της ταινίας, ώστε να ενισχυθεί η αληθοφάνειά τους.

ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ

THE TRIANGLE OF SADNESS

Σκην.: Ρούμπεν Όστλουντ

Πρωτ.: Χάρις Ντίκινσον, Σάρλμπι Ντιν, Ντόλι Ντε Λεόν, Γούντι Χάρελσον

Ο Καρλ και η Γιάγια είναι δύο νεαρά μοντέλα μόδας και ζευγάρι, που συμμετέχει σε μια κρουαζιέρα σε μια πολυτελή θαλαμηγό. Εκεί θα συναναστραφούν με ανθρώπους πολλών διαφορετικών καταβολών, ενώ διάφορα απρόοπτα θα δοκιμάσουν τους χαρακτήρες όλων των επιβατών.

Κοινωνική σάτιρα με την οποία ο σουηδός σκηνοθέτης Όστλουντ κέρδισε στο Φεστιβάλ Καννών τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα της καριέρας του, μετά από το «Τετράγωνο» («The Square») του 2017. Πρόκειται για διεθνή συμπαραγωγή με συμμετοχή κι ελλήνων παραγωγών, γυρισμένη εν μέρει πάνω στη θαλαμηγό Christina O του Αριστοτέλη Ωνάση, στο Κατάκολο και στην παραλία Χιλιαδού της Εύβοιας.

Παρότι η «Ανωτέρα βία» («Force Majeure», 2014) ήταν εξαιρετική στο μεγαλύτερο μέρος της, προσωπικά βρίσκω τις δύο ταινίες του Όστλουντ που την ακολούθησαν προβληματικές.

Λίγο πράγματα που τα έχουμε ξανακούσει και που τα έχουμε ξαναδεί (κοινωνική ανισότητα, κομουνισμός εναντίον καπιταλισμού, η ρηχότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κτλ.), λίγο μια εύκολη, εξυπνακίστικη προσέγγιση, λίγο η σκηνοθετική επένδυση στο σοκ αντί στην ουσία και λίγο τα εξεζητημένα σενάρια, η συζητήσιμη αναπαράσταση των χαρακτήρων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από την έξυπνη εναρκτήρια σκηνή (που ακόμα κι αυτή ξεχειλώνει το εύρημά της), η ταινία μού φάνηκε άρρυθμη, άσκοπη και πλατειασμένη, βαλτώνοντας περισσότερο στην αναληθοφάνεια όσο προχωρούσε, αφού η εξέλιξη της σχέσης μεταξύ Καρλ και Άμπιγκεϊλ στερείται πειστικότητα.

Ευτυχώς τουλάχιστον το καστ προσφέρει απολαυστικές ερμηνείες, από την αφασική ομορφιά του Ντίκινσον, στη χειριστική γοητεία της Ντιν (που δυστυχώς έφυγε από τη ζωή ξαφνικά και πρόωρα τον Αύγουστο στα 32 της χρόνια), την πονηριά της Ντε Λεόν ως Άμπιγκεϊλ και τη γνώριμη τρέλα του Χάρελσον ως καπετάνιου.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

CRIMES OF THE FUTURE

Σκην.: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ

Πρωτ.: Βίγκο Μόρτενσεν, Λέα Σεντού, Κρίστεν Στούαρτ

Σ’ ένα δυστοπικό μέλλον, όπου οι άνθρωποι έχουν μεταλλαχτεί ώστε να μην αισθάνονται πόνο και τα σώματά τους δημιουργούν καινούρια όργανα, ένας επιτελεστικός καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τα νέα του μέρη ως αντικείμενα χειρουργικών παραστάσεων, τις οποίες εκτελεί η συνεργάτριά του.

Δράμα επιστημονικής φαντασίας, το οποίο αποτελεί ριμέικ της ομώνυμης μεσαίου μήκους ταινίας, που ο 79χρονος σήμερα καναδός Κρόνενμπεργκ είχε γυρίσει το 1970 στα 27 του χρόνια και την οποία μπορεί κανείς σήμερα να παρακολουθήσει ελεύθερα στο Youtube. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι αποτελεί ελληνική συμπαραγωγή κι είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένο στην Αθήνα.

Από την πρώτη ταινία έχουν διατηρηθεί ελάχιστα στοιχεία, όπως τα νέα όργανα που αναπτύσσει το ανθρώπινο σώμα και τα υγρά που βγαίνουν από μέσα του. Κατά τ’ άλλα οι τοποθεσίες είναι μια βασική διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η μελλοντική δυστοπία ανάμεσα στις δύο εκδοχές.

Στην πρώτη ταινία ο Κρόνενμπεργκ τοποθετούσε την -πολύ χαλαρής αφήγησης- πλοκή του μέσα σε δύο σπουδαίες δημιουργίες της σύγχρονης καναδικής αρχιτεκτονικής στην πόλη καταγωγής του, το Τορόντο: το Kολέγιο Μάσι (Massey College) σχεδιασμένο από τον καναδό αρχιτέκτονα Ρόναλντ Τομ και το Κέντρο Επιστήμης του Οντάριο (Ontario Science Centre) από τον ιαπωνο-καναδό Ρέιμοντ Μοριγιάμα.

Καινούρια τότε, πανέμορφα, πεντακάθαρα, γεωμετρικά αυστηρά, από βαριά υλικά κι άδεια ως επί το πλείστον από ανθρώπους, τα κτήρια απέδιδαν ένα μέλλον επιστημονικά εξελιγμένο, αλλά άψυχο κι αποστειρωμένο.

Εδώ αντιθέτως, επιλέγεται η Αθήνα, όχι για τα αρχαία, τα νεοκλασικά ή τα σύγχρονα μνημεία της, αλλά για τα παλιά, ερειπωμένα κτήρια της και τις κεντρικές ατημέλητες γειτονιές της, για ν’ αναπαραστήσει ένα παρακμασμένο κι επίφοβο μέλλον.

Μια σχετικά ατμοσφαιρική φουτουριστική αλληγορία για την πολιτική και την αυτοδιάθεση του σώματος, την ελευθερία μας να χειριστούμε το σώμα μας όπως επιθυμούμε. Ωστόσο οι ερμηνείες είναι άνισες, καθώς ενώ ο Μόρτενσεν με τη Σεντού φτιάχνουν πειστικά τη μεταξύ τους αφοσίωση και θαυμασμό, η Στούαρτ κι ο Ντον Μακέλαρ ως Γουίπετ αφήνονται σε οριακά αμήχανες ερμηνείες (που στην περίπτωση της πρώτης δεν αφορά τη συστολή της ηρωίδας της), ο Γουέλκετ Μπουνγκουέ που υποδύεται τον αστυνομικό μοιάζει να παίζει σχεδόν ερασιτεχνικά, ενώ από τους έλληνες ηθοποιούς ο Γιώργος Πυρπασόπουλος εκπλήσσει ευχάριστα με το πόσο φαίνεται ν’ απολαμβάνει τον ρόλο του Νασάτιρ.

Επιπλέον, η πλοκή υποφέρει από ανισομέρεια κι υπερβολική επεξηγηματικότητα, ενώ την αναπαράστασή της δυσκολεύει ο προϋπολογισμός που είναι μικρότερος απ’ ό,τι χρειάζεται η περιπλοκότητά της και μετά βίας αρκεί για κάποιες ελάχιστες σκηνικές προσθήκες, της εύκολα αναγνωρίσιμης, απόκοσμης αισθητικής του σκηνοθέτη.

Η ταινία δηλαδή δε διαθέτει τα υλικά μέσα για να παραστήσει το αφηγηματικό σύμπαν που θέλει, αντ’ αυτού αναγκαστικά αναλώνεται σε προφορικές εξηγήσεις κατά το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής, η οποία ούτως ή άλλως δε διαθέτει συγκεκριμένο στόχο, κι όταν τελικά μοιάζει ν’ αποκτά διακυβεύματα (όπως η συμφιλίωση του Τένσερ με τις μεταλλάξεις του σώματός του), αυτά επιλύονται βιαστικά καθώς η ταινία έχει φτάσει στο τέλος της.

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

TICKET TO PARADISE

Σκην.: Ολ Πάρκερ

Πρωτ.: Τζωρτζ Κλούνι, Τζούλια Ρόμπερτς, Κέιτλιν Ντέβερ, Μαξίμ Μπουτιέ

Μετά από διαμάχη χρόνων, ένα χωρισμένο ανδρόγυνο αναγκάζεται να συμμαχήσει και να ταξιδέψει στο Μπαλί για ν’ αποτρέψει τον γάμο της κόρης του.

Ρομαντική κομεντί που αποτελεί την πέμπτη συνεργασία των δύο πρωταγωνιστών Κλούνι και Ρόμπερτς, μετά από τα «Η συμμορία των έντεκα» («Ocean’s Eleven», Στίβεν Σόντερμπεργκ, 2001), «Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού» («Confessions of a Dangerous Mind», Τζωρτζ Κλούνι, 2002), «Η συμμορία των δώδεκα» («Ocean’s Twelve», Στίβεν Σόντερμπεργκ, 2004) και «Το παιχνίδι του χρήματος» («Money Monster», Τζόντι Φόστερ, 2016).

Δυστυχώς αποτελεί και την πιο κοινότοπη, άνευρη κινηματογραφική τους συνύπαρξη, χωρίς ίχνος έμπνευσης που θα μπορούσε να αξιοποιήσει πιο ευφάνταστα τη γοητεία και την αβίαστη μεταξύ τους χημεία.