Στις αίθουσες ο Μαρκίδης, στην πλατφόρμα τα βραβεία. Κάτι δεν πάει καλά.
ΝΕΑ ΣΥΝΘΗΚΗ
Η τρέχουσα εβδομάδα στο Ηράκλειο είναι χαρακτηριστική της νέας συνθήκης που δημιούργησε η πανδημία στη διανομή και τη θέαση των κινηματογραφικών ταινιών.
Καταρχάς στην πόλη υπάρχουν λιγότερες αίθουσες- κατάσταση που ενώ σε περιοχές ανά τη χώρα και τον κόσμο οφείλεται στην υγειονομική κρίση, ειδικά εδώ προέκυψε μετά από το σφράγισμα του «Odeon Talos», ως αποτελέσματος της δικαστικής διαμάχης με τον ανταγωνιστή αιθουσάρχη των «Τεχνόπολις»/ «Βιτσέντζος Κορνάρος»/ «Studio». Επιπλέον, ο φόβος της πανδημίας κρατάει παντού ακόμα την πλειοψηφία των θεατών μακριά από τις αίθουσες, με συνέπεια να κόβουν εισιτήρια μόνο οι χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, καθώς απευθύνονται κυρίως σε ηλικιακά ασφαλές κοινό.
Το θετικό και ταυτόχρονα αρνητικό αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι ότι όσες ταινίες δεν επιβιώνουν ή δε φτάνουν καν στις αίθουσες, προωθούνται κατευθείαν στις διαδικτυακές πλατφόρμες. Το μειονέκτημα αφενός είναι ότι στερούνται την πολυτέλεια της προβολής τους στις συνθήκες μιας αίθουσας, με την εικόνα και τον ήχο που τους αξίζει. Το πλεονέκτημα αφετέρου είναι, ότι ενώ παλιότερα ο θεατής βρισκόταν στο έλεος των αιθουσαρχών αν και μέχρι να κατεβάσουν τις σπουδαίες ταινίες της σεζόν στην επαρχία ή αλλιώς να τις αναζητήσει νόμιμα και σε καλή ποιότητα σε DVD μήνες αργότερα (ή από παράνομο κατέβασμα για όσους ήξεραν και μπορούσαν να εξασφαλίσουν ποιοτικά αρχεία), πλέον μπορεί να τις απολαύσει στο σπίτι του, ανεξάρτητα με το αν και πότε έχουν προβληθεί στις αίθουσες.
Αυτό συμβαίνει αυτή την εβδομάδα στο Ηράκλειο, όπου στις αίθουσες κυκλοφόρησε μια ακόμα από τις ανεκδιήγητες κωμωδίες του Στράτου Μαρκίδη, αλλά στη στήλη επιλέγουμε να σας παρουσιάσουμε τέσσερις από τις πιο διακεκριμένες και συζητημένες ταινίες της χρονιάς, που διατίθενται στην ελληνική διαδικτυακή πλατφόρμα Cinobo, μεταξύ των οποίων κι οι ταινίες που κέρδισαν τον Χρυσό Φοίνικα και τη Χρυσή Άρκτο στα φεστιβάλ των Καννών και του Βερολίνου αντιστοίχως.
Το αν αυτή η κατάσταση μοιρασμένης διανομής ταινιών μεταξύ αίθουσας και πλατφόρμας θα τελειώσει μαζί με την πανδημία ή αν αυτή τη στιγμή ζούμε την εδραίωση ενός νέου μοντέλου θέασης, μένει να ιδωθεί. Στο μεταξύ θα πρέπει οι τοπικές αίθουσες να δείξουν καλύτερα αντανακλαστικά στην επιλογή ταινιών, πέρα από τους προβλέψιμα δημοφιλείς
τίτλους.
ΤΡΥΦΕΡΕ ΜΟΥ ΤΑΥΡΟΜΑΧΕ / TENGO MIEDO TORERO
Σκην.: Ροντρίγκο Σεπούλβεδα
Πρωτ.: Αλφρέντο Κάστρο, Λεονάρντο Ορτίζγκρις
Στη Χιλή της δικτατορίας του Πινοσέτ, μια μεσήλικη τρανς γυναίκα ερωτεύεται έναν νεότερό της μεξικανό αντιστασιακό και θα κληθεί ν’ αποφασίσει αν είναι αργά για να ζήσει το όνειρο μιας ζωής.
Κοινωνικό/ πολιτικό/ αισθηματικό δράμα βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του χιλιανού Πέδρο Λεμεμπέλ που εκδόθηκε το 2001. Μια πολύ ευαίσθητη και τρυφερή σπουδή στην πολιτική δράση, την έμφυλη ταυτότητα και την ερωτική επιθυμία, που ζωντανεύει με τη συγκινητική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Κάστρο. Από τις λίγες ταινίες επίσης που θίγουν τον συντηρητισμό της παραδοσιακής/ κομμουνιστικής Αριστεράς στα θέματα σεξουαλικής κι έμφυλης ταυτότητας, τα οποία μέχρι σήμερα αντιμετωπίζει με αντιδραστικότητα αταίριαστη στα -συζητήσιμα- ανθρωπιστικά πολιτικά ιδανικά της.
ΚΟΛΕΚΤΙΒ / COLECTIV
Σκην.: Αλεξάντερ Νανάου
Έπειτα από την πολύνεκρη πυρκαγιά στο μουσικό κλαμπ Colectiv στο Βουκουρέστι τον Οκτώβριο του 2015, μια δημοσιογραφική ομάδα αποκαλύπτει ένα εθνικό υγειονομικό σκάνδαλο, με αφορμή τους παράδοξους θανάτους των επιζώντων εξαιτίας νοσοκομειακών λοιμώξεων στη διάρκεια της νοσηλείας τους.
Ντοκιμαντέρ που μεταξύ πολυάριθμων άλλων διακρίσεων, βρέθηκε φέτος υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσης ταινίας και ντοκιμαντέρ. Μια υποδειγματική ταινία για τη σημασία και την επιρροή της ερευνητικής δημοσιογραφίας, έστω κι αν από ένα σημείο και μετά η πλοκή μοιάζει να έχει εξαντλήσει όσα θέλει να πει και να τελειώνει μάλλον συμπτωματικά.
TITANE
Σκην.: Ζουλιά Ντικουρνό
Πρωτ.: Αγκάτ Ρουσέλ, Βενσάν Λαντόν
Μια κατά συρροή δολοφόνος προσπαθεί να ξεφύγει από τις αρχές, υποδυόμενη τον εξαφανισμένο έφηβο γιο ενός πυραγού.
Μεταφυσικό και ψυχολογικό δράμα που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό φεστιβάλ Καννών, σε μία από τις πιο συζητημένες βραβεύσεις στην ιστορία του θεσμού. Αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της 38χρονης γαλλίδας Ντικουρνό, μετά το επίσης αμφιλεγόμενο «Grave» (2016). Στη μικρής μέχρι τώρα έκτασης φιλμογραφία της, περιλαμβανομένης και της μικρού μήκους «Junior» (2011, διατίθεται ελεύθερα στο Youtube για όσους ενδιαφέρονται), η σκηνοθέτρια κινείται στον χώρο του λεγόμενου body horror.
Στη συγκεκριμένη κατηγορία ταινιών στόχος δεν είναι η δημιουργία αίσθησης τρόμου με τη συμβατική έννοια, αλλά περισσότερο η αίσθηση ενόχλησης, αναστάτωσης και δυσφορίας. Η σκηνοθέτρια εκφράζει δηλαδή την ιδιαίτερη γοητεία που της ασκεί το παραμορφωμένο/ άρρωστο/ τραυματισμένο/ εκτρωματικό σώμα, χωρίς όμως ν’ ακολουθεί τα κλισέ του είδους του τρόμου- αντιθέτως εντάσσοντας αυτή την εμμονή της σε αφηγήσεις που διασταυρώνονται με άλλα είδη, όπως η ταινία ενηλικίωσης.
Εδώ φτιάχνει ένα ομολογουμένως γοητευτικά αλλόκοτο σύμπαν, σαν απότοκο υβρίδιο των Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Ντέιβιντ Λιντς και Τζον Κάρπεντερ (ακόμη και του Λεός Καράξ), που μιλάει για το σώμα, το φύλο, τη γονικότητα, την επιθυμία, έστω κι αν μοιάζει να μην ξέρει ούτε και το ίδιο τι ακριβώς θέλει να πει για ολ’ αυτά.
Ενώ δηλαδή τόσο η Ρουσέλ όσο κι ο Λαντόν δίνουν συγκλονιστικές ερμηνείες, ως η ήδη από παιδί διαταραγμένη χορεύτρια κι ο απελπισμένος πατέρας αντιστοίχως, η ταινία μοιάζει να απολαμβάνει υπερβολικά την -πληθωρικά στημένη, αλλά σεναριακά αναληθοφανή- εκζήτησή της, ξεχνώντας να της προσδώσει την επιπλέον στόχευση και διάσταση που θα την καθιστούσαν πιο συγκροτημένη και παραγωγική.
ΑΤΥΧΕΣ ΠΗΔΗΜΑ Ή ΠΑΛΑΒΟ ΠΟΡΝΟ / BABARDEALA CU BUCLUC SAU PORNO BALAMUC
Σκην.: Ράντου Ζούντε
Πρωτ.: Κάτια Πασκάριου
Μια καθηγήτρια σχολείου βρίσκεται εκτεθειμένη στους συναδέλφους της και στους γονείς των μαθητών της, όταν ο άντρας της ανεβάζει στο ίντερνετ ένα βίντεο με τη σεξουαλική τους συνεύρεση.
Κοινωνική σάτιρα που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου. Μια ταινία δομημένη σε τρία μέρη, χωρισμένα ευδιάκριτα μεταξύ τους από κάρτες τίτλων, αλλά κι από τελείως διαφορετικό ύφος. Το πρώτο μέρος εκθέτει την πλοκή ελλειπτικά, χωρίς πολλές εξηγήσεις, με την κάμερα ως αόρατος χαρακτήρας να παρεκβαίνει με το στωικό κι απορημένο βλέμμα της σε αυθόρμητα στιγμιότυπα της ρουμανικής καθημερινότητας, που φαινομενικά είναι άσχετα με την αφήγηση, αλλά τελικά καταλήγουν να την πλαισιώνουν και να την καθιστούν απλώς ένα σύμπτωμα αυτής της γενικότερης κατάστασης.
Το δεύτερο συντίθεται από μια διαδοχή εικόνων που σατιρίζουν αφηρημένες και χειροπιαστές έννοιες, από το σεξ και τον πατριωτισμό μέχρι τις εργασιακές συνθήκες και την επανάσταση.
Το τρίτο είναι το πιο συμβατικό από τα τρία, με την έννοια ότι αποτελείται από μια εκτεταμένη διαλογική σεκάνς, που αφορά τη ‘δίκη’ της καθηγήτριας από τους συναδέλφους και τους γονείς των μαθητών της, στον χώρο του σχολείου.
Εκεί αναδεικνύεται ρητά πια όλος ο παραλογισμός που έχει υπονοηθεί στα προηγούμενα δύο μέρη, εκπληρώνοντας τον σατιρικό στόχο της ταινίας, που καταρχήν αφορά τη ρουμανική κοινωνία, αλλά κατ’ επέκταση θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε σημερινή χώρα: συντηρητισμός, ηθικολογία, υποκρισία, εθνικισμός, ξενοφοβία, συνωμοσιολογία, σεξισμός, ομοφοβία.
Το πρόβλημα είναι ότι όσο προχωράει η ταινία μοιάζει όλο και περισσότερο με συρραφή τυχαίων ιδεών, παρά ένα συνεκτικό σύνολο, ενώ ο ευρηματικός υπαινιγμός αντικαθίσταται από προφανή απλοϊκότητα.
Ενώ δηλαδή στο πρώτο μέρος η ρητορική αναδεικνύεται έμμεσα, λίγο πιο αφηρημένα και γι’ αυτό πιο πολυδιάστατα, το δεύτερο τμήμα της μοιάζει να προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα σε κάτι που είναι συχνά αστείο αλλά μοιάζει να προέρχεται από σατιρική τηλεοπτική εκπομπή ή λίστα θέασης στο Youtube, ενώ μέχρι το τέλος πια η ταινία αποφασίζει ότι πρέπει να μας πει και ρητά όσα μας έχει δείξει όλη την προηγούμενη ώρα, ‘ξεχειλώνοντάς’ τα μάλιστα τα μάλιστα όσο πιο χονδροειδώς γίνεται, σε περίπτωση που δεν τα καταλάβουμε.