Τέσσερις ταινίες από τέσσερις διαφορετικούς κόσμους.
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
JUST MERCY
Σκην.: Ντέστιν Ντάνιελ Κρέτον
Πρωτ.: Μάικλ Μπι Τζόρνταν, Τζέιμι Φοξ, Μπρι Λάρσον
Στην Αλαμπάμα του 1989 ο νέος κι άπειρος δικηγόρος Μπράιαν Στίβενσον ανοίγει ένα γραφείο νομικής βοήθειας για άπορους θανατοποινίτες, που έχουν καταδικαστεί άδικα. Η σημαντικότερή του υπόθεση αφορά έναν μαύρο οικογενειάρχη, η σαθρή καταδίκη του οποίου βασίστηκε μόνο σε μια κατάθεση μεθοδευμένη με ρατσιστικά κίνητρα από τις τοπικές αρχές.
Δικαστικό δράμα που αφηγείται αληθινά γεγονότα όπως καταγράφονται στο βιβλίο του 60χρονου σήμερα Στίβενσον, «Just Mercy: A Story of Justice and Redemption», που εκδόθηκε το 2014. Στηριγμένη περισσότερο στην υποκριτική πυγμή των δύο πρωταγωνιστών της και λιγότερο στη σεναριακή της δεξιότητα, η ταινία είναι συνηθισμένη και προβλέψιμη. Ευτυχώς όμως ό,τι στερείται σε αγωνία, αναπληρώνει σε ευαισθησία κι αξιοπρέπεια με τις οποίες προσεγγίζει το ζήτημα της θανατικής ποινής.
EMMA
Σκην.: Ότομν ντε Γουάιλντ
Πρωτ.: Άνια Τέιλορ- Τζόι, Τζόνι Φλιν, Κάλαμ Τέρνερ
Στην Αγγλία του 19ου αιώνα η Έμμα είναι μια έξυπνη, όμορφη και πλούσια κοπέλα που της αρέσει να ζευγαρώνει τους ανθρώπους του κύκλου της δημιουργώντας διάφορα μπερδέματα, μέχρι που θα υποχρεωθεί να ξεμπερδέψει τα δικά της συναισθήματα.
Ρομαντική κομεντί εποχής, που διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν, το οποίο εκδόθηκε το 1815. Το έργο έχει μεταφερθεί άλλες τρεις φορές στον κινηματογράφο: στην ελεύθερη διασκευή «Clueless» (Έιμι Χέκερλινγκ, 1995) με την Αλίσια Σίλβερστοουν, που ξαναγυρίστηκε στην Ινδία ως «Aisha» (Ράζσρι Όζα, 2010) με τη Σόναμ Καπούρ, ενώ υπάρχει κι η πιο παραδοσιακή «Emma» (Ντάγκλας Μαγκράθ, 1996) με την Γκουίνεθ Πάλτροου.
Το χιούμορ σε άλλες στιγμές μοιάζει να χρειάζεται καλύτερο ‘κούρδισμα’ και σε άλλες απλώς προκύπτει ελαφρώς επιτηδευμένο (όπως η προσπάθεια του Τζος Ο Κόνορ για μια πιο εξεζητημένη αφέλεια στον ρόλο του ιερέα). Ωστόσο η ταινία παραμένει χαριτωμένη και μεθοδικά δομημένη, στον τρόπο με τον οποίο ‘χορογραφεί’ σεναριακά την αλληλοδιαδοχή των μνηστήρων, που διεκδικούν τα κορίτσια της ιστορίας. Επίσης, παρότι η πλοκή διατρέχει και τις τέσσερις εποχές του έτους, η κομψότητα του σχεδιασμού παραγωγής της Κέιβ Κουίν και των κοστουμιών της Αλεξάντρα Μπερν, φιλτραρισμένη από την παστέλ φωτογραφία του Κρίστοφερ Μπλάουβελτ, τη γεμίζουν με το αίσθημα της διαρκούς άνοιξης που φέρνει ο νεανικός έρωτας.
AGORΑ II: ΔΕΣΜΩΤΕΣ
Σκην.: Γιώργος Αυγερόπουλος
Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα από το 2015 ως το 2019, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Κοινωνικοπολιτικό ντοκιμαντέρ που αποτελεί δεύτερο μέρος του δίπτυχου του έγκριτου και διακεκριμένου δημοσιογράφου και σκηνοθέτη για την ελληνική κρίση, μετά το «Agorá: από τη δημοκρατία στις αγορές» (2014). Ενώ η πρώτη ταινία γυρίστηκε στο διάστημα 2010- 2014 κι εξετάζει το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η φετινή γυρίστηκε από το 2015 ως το 2019 κι εστιάζει στα γεγονότα της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα με τους θεσμούς, καθώς και σε κοινωνικά γεγονότα που σημάδεψαν αρνητικά την τελευταία τετραετία, όπως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα κι η δίκη της Χρυσής Αυγής, η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, η μαζική μετανάστευση Ελλήνων προς την Ευρώπη σε αναζήτηση εργασίας και τα συλλαλητήρια ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο Αυγερόπουλος πλαισιώνει και τεκμηριώνει την έρευνά του με άμεση προσωπική πρόσβαση στα γεγονότα, καθώς και με πλήθος συνεντεύξεων απ’ όλους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας που επιλέγει ν’ αφηγηθεί: Αλέξη Τσίπρα, Γιάνη Βαρουφάκη, τον γενικό διευθυντή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, τον επίτροπο Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, τον αμερικανό οικονομολόγο Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, τον γάλλο φιλόσοφο Αλαίν Μπαντιού, τον πρώην αμερικανό υπουργό Οικονομικών Τζακ Λιού και άλλους. Συνομιλεί ακόμη με τη Μάγδα Φύσσα και τον Ζακ Κωστόπουλο ως ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, που άθελά τους βρέθηκαν να ‘πρωταγωνιστούν’ σε δύο από τις χειρότερες τραγωδίες που έχει παρακολουθήσει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Εκθέτει επίσης τις περιπτώσεις απλών πολιτών, όπως ο νεαρός ειδικευόμενος χειρουργός Δημήτρης Κοτσώνης κι η κυρία Λία (δε θυμάμαι επώνυμο) που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για ν’ αναζητήσουν καλύτερες τύχες.
Σχετικά με τη διαπραγματευτική περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2015, η ταινία υιοθετεί το ρητορικό σχήμα της ανώμαλης προσγείωσης της κυβέρνησης Τσίπρα από τους δονκιχωτικούς αιθέρες σ’ ένα εκβιαστικό διεθνές οικονομικά φιλελεύθερο σύστημα- σχήμα που στοιχειοθετεί αληθοφανέστερα απ’ τους άνισους «Ενήλικους στην αίθουσα» («Adults in the Room», Κώστας Γαβράς, 2019), μέσα από τις διασταυρούμενες συνεντεύξεις του πρώην έλληνα πρωθυπουργού, του υπουργού του και των ευρωπαίων αξιωματούχων. Αυτό αποτελεί τον κύριο σεναριακό κορμό της ταινίας, ο οποίος διακλαδώνεται μόνο φευγαλέα κι επιφανειακά στα υπόλοιπα ζητήματα, που χρησιμεύουν για να σκιαγραφήσουν την έξαρση ακροδεξιών φαινομένων και συμπεριφορών στη χώρα.
Παρά τη μεγαλύτερη συγκρότηση και νηφαλιότητα με τις οποίες παρουσιάζει τις καταστάσεις, για την ταινία του Αυγερόπουλου ισχύει εν τέλει ό,τι και για την ταινία του Γαβρά, ότι δηλαδή μιλάει για γεγονότα που είναι ακόμη πολύ νωπά για να εκτιμηθούν στην ιστορική τους προοπτική.
Επίσης, δεδομένου ότι τα γεγονότα της διαπραγμάτευσης που παρουσιάζει είναι ήδη γνωστά κι ότι στα υπόλοιπα ζητήματα που θίγει δεν έχει να προσθέσει κάτι καινούριο, αρκούμενος μια υποτυπώδη εισαγωγική τους παρουσίαση, το συνολικό αποτέλεσμα μοιάζει σαν φωτογραφικό στιγμιότυπο της χώρας τη δεδομένη ιστορική στιγμή, το οποίο χρησιμεύει περισσότερο είτε ως πηγή πληροφόρησης για την ελάχιστα ή καθόλου ενημερωμένη μερίδα του σημερινού κοινού, είτε ως αναμνηστικό τεκμήριο για τις μελλοντικές γενιές θεατών.
BRAHMS: THE BOY II
Σκην.: Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ
Πρωτ.: Κέιτι Χολμς, Κρίστοφερ Κόνβερι, Όουεν Γιόμαν
Μετά από μια τραυματική επίθεση διαρρηκτών, μια οικογένεια μετακομίζει προσωρινά σ’ ένα σπίτι στην εξοχή για ν’ ανακάμψει. Εκεί ο μοναχογιός του ζευγαριού ανακαλύπτει τον Μπραμς, μια στοιχειωμένη πορσελάνινη κούκλα που, όπως θα διαπιστώσουν οι νέοι της ιδιοκτήτες, δεν της αρέσει καθόλου να την παραμελούν.
Ταινία τρόμου, εξίσου απογοητευτική με την πρώτη ταινία του 2016 από τον ίδιο σκηνοθέτη Γ. Μ. Μπελ και τον σεναριογράφο Στέισι Μενίρ. Η ταινία αποτελεί τον ορισμό της κοινοτοπίας και της ασυναρτησίας, αφού, για παράδειγμα, σε όλη τη διάρκεια της πλοκής ο Μπραμς “θερίζει κόσμο”’, εκτός από την κορύφωση όπου, παρότι διακυβεύεται η ίδια του η ύπαρξη, καταλήγει τελείως ανήμπορος.